Ποτονός: Στα σπίτια με τις κεραμοσκεπές, υπήρχε στο ξύλινο ταβάνι ένα άνοιγμα, ένα πορτάκι στην ουσία που οδηγούσε στον χώρο ανάμεσα στα κεραμίδια και το ταβάνι. Στον ποτονό έβαζαν τις καλαμωτές για να ανασταίνουν τους μεταξοσκώληκες. Σύμφωνα με προφορική μαρτυρία, όταν ήρθαν οι Γερμανοί στο χωριό, έκρυψαν τα κορίτσια στον ποτονό για να μην τα εκμεταλλευτούν οι κατακτητές.
Στην Ιλιάδα υπήρχε συχνά η πρόθεση ποτί που σήμαινε προς.
Κατά τον Χόφμαν ποτή ή πότημα είναι η πτήση, το πέταγμα, ποτηνός και ποτανός είναι η πτήση, η ανύψωση και τα αντίστοιχα ρήματα ποτέομαι, ποτάομαι και πέτομαι.
Είναι πιθανή η ετυμολόγηση της λέξης ποτονός από το ποτάομαι-πέτομαι που σημαίνει κίνηση προς τα άνω, σε αντίθεση με τον καταρράκτη (το άνοιγμα στο ξύλινο πάτωμα με σκάλα) που οδηγούσε προς τα κάτω.
Στο Μέγα Ετυμολογικό και στον Σουίδα υπάρχει ο τύπος ποτινίσσεται που σημαίνει προσέρχεται, ανάκειται με α΄ συνθ. την πρόθεση ποτί (=προς).
Ο Ησύχιος έχει εκφράσεις “ποτί φύλα” =προς τα έθνη, “ποτί γαίη”=προς την γη, ποτιδέγμενος=προσδεχόμενος.
Στα Τζουμέρκα μαρτυρείται η λέξη ποτονός και σε μερικά ιδιώματα της Ηπείρου σώζεται ως πότανος.
Ο Στεφ. Κουμανούδης στη Συναγωγή Αθησαύριστων Λέξεων περιλαμβάνει τριάντα πέντε λέξεις με α΄ συνθετ. το ποτί=προς (π.χ. ποτέμιξε= προσέμιξε, ποτικεφάλαια= προσκεφάλαια, ποταπέδωκε= προσαπέδωκε, ποταγορεύοντι= προσαγορεύοντι).
Ο Χρ. Τζιτζιλής συνδέει τον ποτονό με τις λέξεις ποταμός, πότανος, potori, potan.
Στην Ήπειρο, την Εύβοια, τη Θάσο, την Τσακωνιά και την Πιερία με ανεπαίσθητες παραλλαγές, ποταμός λέγεται το μεγάλο δοκάρι της στέγης όπου στηρίζονται όλα τ’ άλλα και λέει: “Παρά τη φωνητική ταύτιση της λέξης μας με το ποταμός της κοινής, είναι δύσκολο να δεχτούμε κοινή προέλευση για τις δυο λέξεις. Tο σημασιολογικό χάσμα που τις χωρίζει μας αναγκάζει να αναζητήσουμε αλλού το έτυμο του ποταμός «δοκάρι». Στην Ήπειρο (Τσουμέρκα) μαρτυρείται η λ. ποτονός με τη σημασία «οροφή χωρίς σανίδωμα».·Η ίδια λέξη απαντά στην Κυνουρία και στην Τεγέα με τη σημασία «σωρός ξύλων που τοποθετούνται στην αυλή».
Ο Κ. Ρωμαίος σωστά ανάγει τη λ. ποτονός στο μεσν. υπότονον «tabecula mediana tectum intersecane» για το οποίο μας πληροφορεί πως "σώζεται σε μερικά ιδιώματα της Ηπείρου ως πότανος”. Και συνεχίζει “Στην κουτσοβλαχική απαντούν οι λέξεις pòtan «(grande) poutre, plafond » καί potane «grande poutre», ενώ στα βουλγαρικά ιδιώματα μαρτυρούνται οι τύποι potun «ξύλινο πάτωμα του σπιτιού» καί poton 1) πάγκος στο σπίτι, 2) ταβάνι, 3) πάτωμα, 4) ανοιχτό δωμάτιο στον επάνω όροφο μπροστά από τα άλλα δωμάτια, 5) μάντρα για ζώα».
Ο T. Papahagi ανάγει τα κουτσοβλ. pòtan καί potane στο βουλγαρικό poton, ενώ η Μ. F. Bairova συνδέει το βουλγ. potun με το ελλην. πάτωμα.
Κατά τη γνώμη μου τα βουλγ. pòton καί pòtun παράγονται από το ελλην. (υ)πότονο, ενώ τα κουτσοβλ. pòtan καί potane ανάγονται στο διαλ. πότανος. Από το πότανος με τροπή ν}μ, πού πιθανότατα όφείλεται σε παρετυμολογική επίδραση της λ. πόταμος, διαλ. τύπο του ποταμός, έχουμε το πόταμος που γίνεται ποταμός κατά τα ομώνυμα πόταμος-ποταμός».
Θεοδώρα Πελεκάνου-Δαρειώτη, φιλόλογος