Λαδώνω= αλείφω με λάδι, βαφτίζω, προκαλώ λεκέ, δωροδοκώ (δηλ. λαδώνω κρατικούς λειτουργούς, για να γίνουν γρήγορα οι δουλειές μου κ.λπ.). Αυτή η τελευταία σημασία του ρήματος θα μας απασχολήσει. Όπως μας πληροφορεί ο Γενάδιος στην Κύπρο καλλιεργούσαν από την αρχαιότητα σύκα τα οποία ήσαν μέτριας ποιότητας, επειδή εκβιαζόταν η ωρίμανσή τους «δια της επιχρίσεως δι’ ελαίου των ολύνθων». Όλυνθοι ονομάζονταν τα άγουρα σύκα (λύθια).
Η εργασία αυτή ονομάζεται λάδιασμα ή λάδωμα και εκτελείται με ραβδί που φέρει στην άκρη του μία μικρή τουλούπα μαλλιού ή βαμβακιού. Με την τουλούπα αυτή που βούταγαν κάθε φορά σε ελαιόλαδο, λάδωναν την κορυφή των σύκων όταν άρχιζαν να παίρνουν χρώμα, για να ωριμάσουν γρηγορότερα. Με το λάδωμα επιτυγχανόταν η πρώιμη ωρίμανση των λευκών σύκων που εμφανίζονταν στην αγορά των Αθηνών και προέρχονταν από τη Σύρο. Στη μεσημβρινή Γαλλία επίσης κεντούσαν την κορυφή των σύκων με κλωνάρι άχυρου που το είχαν βουτήξει προηγουμένως σε λάδι. Ο Δημόκριτος στα «Γεωπονικά» λέει: «Ει δε θέλεις προ του καιρού εσθίειν σύκα, κόπρον περιστερών και πέπερι μίξας ελαίω, επίχριε τους ολύνθους», που σημαίνει, εάν θέλεις να φας σύκα πριν από τον καιρό τους να ανακατέψεις περιττώματα περιστεριών και πιπέρι σε λάδι και να πασαλείψεις τα σύκα. Στην Μελίτη η επίχριση των σύκων με λάδι για να ωριμάσουν γρηγορότερα ήταν γενική.
Καλιάζω, το ρήμα χρησιμοποιείται στο τρίτο πρόσωπο στις εκφράσεις, «άμα καλιάσει» ή «(μου) κάλιασε», που σημαίνει, είναι ευνοϊκές οι συνθήκες, μου δόθηκε ευκαιρία, μου έκατσε, ταίριαξαν οι συμπτώσεις, όπως ακριβώς ταιριάζει το σώμα του πουλιού στην ξύλινη φωλιά του. Καλιά είναι η ξύλινη φωλιά, η ξύλινη κατοικία, η καλύβη (πρόχειρη κατοικία από ξύλα, κλαδιά, χόρτα κ.λπ.) «κυρίως η εκ κάλων κατασκευαζόμενη οικία, μήπω ευρεθέντων λίθων εις εργασίαν…» (Μέγα Ετυμολογικόν). Από την ίδια ρίζα προέρχονται οι λέξεις καλαπόδι και καλούπι. Καλαπόδι είναι ξύλινο ομοίωμα του κατώτερου μέρους του ποδιού που το χρησιμοποιούσαν οι υποδηματοποιοί για να φτιάξουν παπούτσια, όπως ακριβώς χρησιμοποιούσαν οι μοδίστρες τις κούκλες (ομοιώματα του ανθρωπίνου σώματος). Όσοι έχουμε κάποια ηλικία ώριμη και υπερώριμη θυμόμαστε έξω από το υποδηματοποιείο αραδιασμένα καλαπόδια πάνω στα οποία έστρωνε ο τεχνίτης τα πατροναρισμένα δέρματα ή όταν μας στένευαν τα παπούτσια τα έβαζε στο καλαπόδι για να ανοίξουν. Επίσης στο καλαπόδι έβαζαν τα παπούτσια στα στιλβωτήρια, για να μην χάνουν τη φόρμα τους. Της ίδιας οικογένειας είναι και οι λέξεις καλούπι, καλούπωμα και καλουπατζής, με την έννοια του ξύλινου εκμαγείου μέσα στο οποίο ρίχνεται και στερεοποιείται το τσιμέντο. Ο Αιλιανός μας πληροφορεί πως ο δρυοκολάπτης με το επίκυρτο ράμφος του «κολάπτει τας δρυς» και δημιουργεί ένα κοίλωμα όπου τοποθετεί τους νεοσσούς «ως εις καλιάν» χωρίς να χρειάζεται καρφιά και οικοδομικά υλικά. Επίσης οι πελαργοί επειδή οι νυχτερίδες λυμαίνονται τα αυγά τους, φέρνουν πλατανόφυλλα «εν καλιαίς» και όταν πλησιάσουν οι νυχτερίδες, ναρκώνονται, παραλύουν και γίνονται δυσκίνητες. Εικάζω πως με τη λέξη σχετίζεται και η φράση που λέγεται για ανθρώπους, ζώα ή πράγματα, «πάει καλιά του» όταν καταστρέφονται, πάνε δηλ. στην τελική κατοικία τους, στην καλιά τους.
Καμώσου (ησύχασε): δεν πρόκειται για το ρήμα καμώνομαι που σημαίνει προσποιούμαι, αλλά είναι παράγωγο της αρχαίας λέξης κημός, καμός, χάβος (= το πλέγμα ή φίμωτρο που μπαίνει στο στόμα του αλόγου για να μην δαγκώνει ή ο σάκος που κρέμεται από τον αυχένα του ίππου, στον οποίο έμπαινε το στόμα του για να τρώει από αυτόν. Ο Αθήναιος αναφέρει ότι κημός (καμός) είναι κάποιο ύφασμα με το οποίο οι αρτοποιοί κάλυπταν τη μύτη και το στόμα τους όταν παρασκεύαζαν το ψωμί. Κημόω τας βους στην αρχαία διάλεκτο σήμαινε κλείνω το στόμα των βοδών με καμό. Η προστακτική καμώσου που ακούγεται στο χωριό από ηλικιωμένες συνήθως, σημαίνει ησύχασε, κλείσε το στόμα σου. Η φράση «να καμωθεί» ή να του καμωθεί» εμπεριέχει την έννοια της κατάρας και σημαίνει να του κλειδωθεί το στόμα.
Διγαλίζω (διχαλίζω): Όταν η μικρή Χ. ανακάτωνε το φαγητό της με μια έκφραση αηδίας χωρίς να τρώει τη μάλωνε η γιαγιά της: -Μην το διγαλίζεις, τρώγε. Μάλλον πρόκειται για λέξη σχετική με τον αργαλειό. Όταν οι ανυφάντρες έκαναν το δυάσιμο, απλώνανε τις κλωστές μεταφέροντας ανά δυο από τα καλάμια στα διχάλια (διχάλιζαν). Το διχάλι ήτανε ξύλο με μήκος όσο ένας πήχυς, σε σχήμα Υ που το μπήγανε στο έδαφος για να διχαλίσουν (να ξεχωρίσουν, να ξεμονέψουν τις κλωστές). Έτσι προκύπτει το δυασίδι ή βηλάρι το οποίο μεταφέρεται στις τυλίχτρες από όπου περιτυλίσσεται στο αντί. Μετά μεταφέρεται στον αργαλειό, όπου μιτώνεται, περνούν δηλαδή τις κλωστές στα μιτάρια, έπειτα στο χτένι, κομποδένουν και αρχίζουν να υφαίνουν. Το ρήμα δυάζομαι σημαίνει παρασκευάζω τις κλωστές, το στημόνι για ύφανση απλώνοντας αυτές δηλαδή, μεταφέροντας ανά δύο από τα καλάμια στα διχάλια με τη δυάστρα. Δίχηλος ήταν αυτός που το πόδι του στην άκρη χωριζόταν σε δύο οπλές. Ο Δωρικός τύπος της λέξης δίχηλος είναι δίχαλος. Διχάλα χρησιμοποιούσαν για να φτιάξουν σφεντόνες, διχαλωτές ήσανε οι φουρκάδες με τις οποίες υποστήριζαν τις βαρυφορτωμένες κλάρες στα δέντρα και σε διχάλα καταλήγει το ραβδί που χρησιμοποιούν οι οδοιπόροι για να ακινητοποιήσουν τα φίδια στην ύπαιθρο.
Θεοδώρα Πελεκάνου-Δαρειώτη