Ένα ρυθμικό τραγουδάκι που λέγαμε παιδιά, όταν θέλαμε να τα «βγάλουμε», δηλαδή να διαλέξουμε ποιος θα τα «φυλάξει» στο κρυφτό, ποιος θα κάνει τη μάνα, γενικά ποιος θα έχει κάποιο ρόλο.
Σε κάθε συλλαβή αυτός που έλεγε το τραγουδάκι χτυπούσε το στήθος κάθε παιδιού με τη σειρά και σε όποιο χτυπούσε η τελευταία συλλαβή, αυτό θα επιλεγόταν για να ξεκινήσει το παιχνίδι ή να τα φυλάξει κ.λπ.
Ποτονός: Στα σπίτια με τις κεραμοσκεπές, υπήρχε στο ξύλινο ταβάνι ένα άνοιγμα, ένα πορτάκι στην ουσία που οδηγούσε στον χώρο ανάμεσα στα κεραμίδια και το ταβάνι. Στον ποτονό έβαζαν τις καλαμωτές για να ανασταίνουν τους μεταξοσκώληκες. Σύμφωνα με προφορική μαρτυρία, όταν ήρθαν οι Γερμανοί στο χωριό, έκρυψαν τα κορίτσια στον ποτονό για να μην τα εκμεταλλευτούν οι κατακτητές.
Μούντζα και μούτζα, μούζα είναι η καπνιά (αιθάλη, ασβόλη) από το τζάκι, τον φούρνο, τις φουφούδες και τα καπνισμένα τσουκάλια και γενικότερα η μελανή βρωμιά.
Ο Κοραής στα Άτακτα γράφει, «Μούζα, μουζαλία και μούντζα, μουντζαλία είναι η μόλυνσις ή μαύρισις του προσώπου (museau) , η γινόμενη από άλλον υβριστικώς, οποία είναι σχεδόν η λεγόμενη ελληνιστί προπηλάκισις από το πηλός». Από τη ρίζα αυτή προέρχεται το ρήμα μουζώνω και μουζαλώνω.
Λαφτάκιασα, δίψασα πολύ, μού βγήκε η γλώσσα από τη δίψα, πίνω άπληστα νερό.
Η λέξη ετυμολογείται από το αρχαίο ρήμα λάπτω που σημαίνει πίνω νερό με τη γλώσσα. Έχει καταγραφεί από πολλούς αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, όπως ο Όμηρος, ο Αριστοτέλης, ο Αριστοφάνης, ο Πλούταρχος, ο Αιλιανός, ο Αθήναιος, ο Λουκιανός, ο Φερεκράτης.
Ντελεκούτσα, αντελέτσα, ντεντελέτσα, στα χωριά μας, στον βόρειο Ταΰγετο σημαίνει παίρνω κάποιον στην πλάτη μου και τον κουβαλάω.
Σύμφωνα με τον Λιθοξόου το κουβάλημα κάποιου στην πλάτη ή στον ώμο είχε διάφορες ονομασίες: καλικούτσα, γκαλικότσα, γκάνια, γκότσι, ζαλούκα, καβαλίτσα, αγκάνια, αγκότσα, αμπρουζά, αρμακόλου, αμπελέτσα, αμπέτσα κ.ά.
Ποτονός: στα σπίτια με τις κεραμοσκεπές, υπήρχε στο ξύλινο ταβάνι ένα άνοιγμα, ένα πορτάκι στην ουσία που οδηγούσε στον χώρο ανάμεσα στα κεραμίδια και το ταβάνι. Στον ποτονό έβαζαν τις καλαμωτές για να ανασταίνουν τους μεταξοσκώληκες. Σύμφωνα με προφορική μαρτυρία, όταν ήρθαν οι Γερμανοί στο χωριό, έκρυψαν τα κορίτσια στον ποτονό για να μην τα εκμεταλλευτούν οι κατακτητές.
Λαγάνα: Η λέξη προέρχεται από το αρχαίο λάγανον που ήταν μια λεπτή και πλατιά πίτα, ένα γλύκισμα με λάδι και αλεύρι. Αρχαιοελληνική προέλευση έχουν και οι λαλαγγίδες, όπου λαλάγγη ή λαλάγγιον= το λάγανον.
Σκανταλομάγκουρα και σκαντάλια:
Όταν, πιτσιρικάδες, στήναμε πλάκες για να πιάσουμε το καταχείμωνο κανένα κακομοίρικο τσόνι ή σπουργίτι ούτε που πέρναγε από το μυαλό μας πως ο όρος σκανταλομάγκουρα έχει αρχαιοελληνική προέλευση.
Σακάτης, σακατεύω = καθιστώ κάποιον ανάπηρο χτυπώντας, τραυματίζοντάς τον, του προκαλώ σοβαρή ή ανεπανόρθωτη σωματική βλάβη. Ο Φαίδων Κουκουλές στο έργο του «Βυζαντινών βίος και πολιτισμός» (τ. Α, σελ. 96) αναφέρεται στο παιχνίδι «επί τάπητος», το οποίο περιγράφει ο Λιβάνιος και είναι αντιγραφή του ρωμαϊκού παιχνιδιού sagatio.
Ρουπάκι είναι η δημώδης ονομασία είδους δρυός, βελανιδιάς. Πρόκειται βέβαια για το γνωστό μας θάμνο που φυτρώνει στα αγριεμένα χωράφια και στους όχτους τους. Είναι το υποκοριστικό της αρχαίας λέξης ρωψ, ρώπαξ, ρωπάς –άδος, και το υποκοριστικό ρωπάκιον. Ρωπεύω, σήμαινε κόβω κλάδους και χαμόκλαδα. Ρωπήεις ήταν ο κατάφυτος από θάμνους. Ρωπήια ήσαν τα πυκνά χαμόκλαδα. Ρωπικός αυτός που ανήκει σε ασήμαντα και ευτελή πράγματα.