Θρούμπα (ελιά), ελιές θρούμπες. Η εύκολη σκέψη είναι, πως ονομάζονται θρούμπες οι ελιές επειδή τις αρωματίζουμε με θρούμπη. Και όμως πρόκειται για δύο διαφορετικές λέξεις. Η θρούμπη ή το θρούμπι, είναι κοινή ονομασία του φυτού θύμβρος (θρουμπί, θρούμπη, θυμάρι), ο θύμος των αρχαίων Ελλήνων που χρησιμοποιείται σαν καύσιμη ύλη ή για την άρτυση διαφόρων εδεσμάτων. Ενώ θρούμπα είναι ο καρπός της ελιάς που αφού ωρίμασε στο δέντρο, πέφτει ώριμη και ζαρωμένη (η αρχαία γεργέμιρος).
Η ελιά αυτή λεγόταν δρυπεπής ή δρυπετής ή δρύππα ή στα Λατινικά druppa, «θρούμπα» (=ελαία υπέρ το δέον ώριμος), η χαμολιά, η χαμάδα. Δρυπετής λεγόταν επειδή έπεσε υπερώριμη από το δέντρο, την δρυν, διότι «οι παλαιοί κατ’ αρχάς εκάλουν δρυν παν δένδρον». Από την ίδια ρίζα βγαίνει ο «δρυψογέρων» ο «γέρων ο σεσαθρωμένος, ο τετριμμένος, ο γεροκολασμένος», καθώς επίσης τα «δρύψαλα» (=τα ξύσματα, τα τρίμματα, τα θρύψαλα). Παραθέτω μία συνταγή από τη φίλη μας τη Φωφώ που φτιάχνει ελιές θρούμπες με τεχνική που της παρέδωσε η μητέρα της και η γιαγιά της: Διαλέγουμε γερές ώριμες ελιές χωρίς κτυπήματα και δάκο. Στρώνουμε σε ένα καλάθι καλαμένιο φυσικά χοντρό αλάτι, από πάνω μια στρώση ελιές, πάλι αλάτι και πάλι ελιές μέχρι να τελειώσουν. Ανακατεύουμε συχνά ώστε το αλάτι να πάει παντού. Αν δεν έχουμε κοφίνι χρησιμοποιούμε λινατσένιο τσουβάλι. Βγαίνουν τα ζουμιά και οι ελιές που χάνουν τα υγρά τους ζαρώνουν και γίνονται δρύπες, δηλ. θρούμπες. Αυτό συνεχίζεται για ένα μήνα περίπου αλλά δοκιμάζουμε κιόλας για να πετύχουμε το ξεπίκρισμα που θέλουμε. Βέβαια αν δούμε ότι εξαφανίζεται το αλάτι, ανατροφοδοτούμε. Μετά τις πλένουμε καλά από τα αλάτια και τις στεγνώνουμε. Μερικοί τις στεγνώνουν στο φούρνο στους 50ο βαθμούς. Βράζουμε σε μια κατσαρόλα ¾ λάδι με ¼ ξύδι και όσο το μίγμα είναι καυτό, περιχύνουμε με αυτό τις ελιές. Τοποθετούμε σε βάζα και αν θέλουμε αρωματίζουμε με θρούμπη ή ρίγανη. Οι αρχαίοι ονόμαζαν δρύπες τα ζαρωμένα δαμάσκηνα, τα βερύκοκα, τα ροδάκινα κ.λπ. Σημ: και οι ελιές στη λαϊκή αγορά με την ένδειξη θρούμπες, είναι ζαρωμένες ελιές χωρίς αρωματικά φυλλαράκια.
Παρατσούκλι και τσυκλάκι. Στη δεκαετία του ’60 και ’70 οι γυναίκες κεντούσαν με μανία και αγόραζαν κλωστές ελέφαντος και μουλινέ σε τσυκλάκια (δηλ. ματσάκια, τσουκλί, τσυκλί). Ο Ελευθερουδάκης στο λήμμα τσυκλί γράφει: δέσμη νήματος, κυκλί. Η κλωστή τυλιγόταν σε μικρούς κύκλους, κυκλάκια και με τσιτακισμό (μετατροπή του κ σε τσ), τσυκλάκια. Τα νήματα για πλέξιμο τυλίγονταν σε μεγαλύτερους κύκλους και πιθανόν η λέξη κούκλα (νήματος) να προήλθε από το μεγεθυντικό κύκλα και κατά παρετυμολόγηση κούκλα που δεν έχει καμία σχέση με την πλαγγόνα, το παιχνίδι των κοριτσιών. Το τύλιγμα του νήματος λεγόταν αναπηνισμός, μια λέξη που χρησιμοποιόταν στο κουκούλι της μετάξης. Τα γνέματα για τον αργαλειό τα τύλιγαν στην ανέμη, σε κούκλες που τις έλεγαν θηλιές και σε αυτήν την κατάσταση τα έβαφαν. Τώρα το παρατσούκλι είναι το παρώνυμο γύρω από το επώνυμο (παρακύκλιο> παρατσύκλιο> παρατσούκλιο> παρατσούκλι) που αποδίδει επιτυχημένα κάποιο χαρακτηριστικό ενός ατόμου ή μιας οικογένειας, και τους ξεχωρίζει από ομώνυμους συμπολίτες των.
Λοΐδες: Παλιά οι γυναίκες διατηρούσαν μακριά μαλλιά συμμαζεμένα σε κότσους και κοτσίδες. Συνήθως μετά από λούσιμο ή εξ αιτίας του αέρα κατέβαιναν στο πρόσωπο τούφες μαλλιών ελεύθερες που στην άκρη αποδυναμωμένες κατέληγαν σε σχήμα λόγχης (κάποιοι τις έλεγαν ποντικοουρές). Οι μεγαλύτερες έλεγαν «μάζεψε τις λοΐδες σου» ή «μου έπεσαν οι λοΐδες». Και επειδή η γλώσσα ταξιδεύει σταθερά ανά τους αιώνες και στον τόπο αυτό, αποδεδειγμένα, από τους προϊστορικούς χρόνους υπήρχε ζωή (ιδέ τους μυκηναϊκούς τάφους της Πελλάνας), δεν αποκλείεται να πρόκειται για αρχαία λέξη. Λόγχη και λογχίς ήταν το προεξέχον κομμάτι του δόρατος, η αιχμή της λόγχης. Αλλά λόγχη και λογχίς ονομαζόταν και κάθε σημείο του σώματος που είχε σχήμα λόγχης (Liddell-Scott). Λογχίδιον ήταν το υποκοριστικό της λέξης λόγχη. Η λέξη λογχίς συναντιόταν συνήθως στον πληθυντικό (λογχίς, -ίδες).
Ιλάλι: είναι ο άχρηστος, ο ανόητος, ο τιποτένιος. Αυτός που δεν διαθέτει τη λογική να συνεννοηθείς μαζί του και να βασιστείς στο λόγο του. Κατά το Μέγα Ετυμολογικό του Μ. Μουσούρου, αλάλη είναι η άναρθρος κραυγή. Και για να αρθρώσει κάποιος λόγο, χρειάζεται λογική και όταν δεν τη διαθέτει ή δεν την ενεργοποιεί, είναι ιλάλι. Στη δεκαετία του ’50+ η εφαρμοζόμενη παιδαγωγική δεν ήταν μόνο χάδια, νουθεσίες και έπαινοι αλλά και σωματική τιμωρία, κατάρες και προσβολές. Ο χαρακτηρισμός «άλαλο» σε άφηνε πραγματικά άλαλο, στήλη άλατος σαν τη γυναίκα του Λωτ. Στον Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα στην Υπεραγία Θεοτόκο, υπάρχει Μεγαλυνάριο που λέει: «Άλαλα τα χείλη των ασεβών των μη προσκυνούντων την εικόνα Σου την σεπτήν…».
Θεοδώρα Πελεκάνου-Δαρειώτη