Ρουπάκι είναι η δημώδης ονομασία είδους δρυός, βελανιδιάς. Πρόκειται βέβαια για το γνωστό μας θάμνο που φυτρώνει στα αγριεμένα χωράφια και στους όχτους τους. Είναι το υποκοριστικό της αρχαίας λέξης ρωψ, ρώπαξ, ρωπάς –άδος, και το υποκοριστικό ρωπάκιον. Ρωπεύω, σήμαινε κόβω κλάδους και χαμόκλαδα. Ρωπήεις ήταν ο κατάφυτος από θάμνους. Ρωπήια ήσαν τα πυκνά χαμόκλαδα. Ρωπικός αυτός που ανήκει σε ασήμαντα και ευτελή πράγματα.
Από ρωπούς (δηλαδή κλαδιά θάμνων) έφτιαχναν πλέγματα και σείστρα (βεντάλιες) για να διώχνουν τις μύγες. Ρωπογράφος αυτός που ζωγράφιζε ανάξια λόγου πράγματα. Ρωποπερπερήθρα η χυδαία και ποταπή φλυαρία. Ρωποπώλης ο μικρέμπορος και ρωποπωλείο το κατάστημα ψιλικών. Σημειώνεται πως ο ρωπήεις (δηλ. ο κατάφυτος από θάμνους, όπου εύρισκαν καταφύγιο μικρά ζώα) ονομαζόταν και άγκος. Ίσως από την αρχαία αυτή λέξη αυτή προέρχεται το απάγκιο και το ρήμα απαγκιάζω.
Ξετζ(σ)ινιάζω, σημαίνει ξαγκιστριάζω, ελευθερώνομαι από το αγκίστρι. Στο χωριό, όταν κάποιος βρίσκεται σε δύσκολη θέση, είναι παγιδευμένος, λένε «και τώρα τράβα, ξετζίνιαζε». Τζίνι ονόμαζαν το αγκίστρι, που χρησιμοποιούσαν οι κυνηγοί για να θηρεύσουν τσίχλες. Έπαιρναν λεπτά ξυλάκια μήκους 10-15 εκατ., έδεναν στη μια άκρη μεταξωτή κλωστή (μπιρσίμι) για να αντέχει, και στην άκρη της κλωστής έδεναν αγκίστρι πάνω στο οποίο τοποθετούσαν το δόλωμα, συνήθως σκουλήκι. Όταν η τσίχλα, έτρωγε το δόλωμα και πετούσε για να απομακρυνθεί, το αγκίστρι καρφωνόταν μέσα της και καθώς το ξυλάκι ήταν μπηγμένο στο χώμα με τη μυτερή του άκρη, ήταν αδύνατον να απαγκιστρωθεί, δηλ. να ξετζινιάσει. Σήμερα ο τρόπος αυτός είναι παράνομος.
Η λέξη τζίνι (=άγκιστρο) είναι αθησαύριστη, δηλ. δεν έχει καταγραφεί τουλάχιστον στα λεξικά που την αναζητήσαμε (Μπαμπινιώτη, Ανδριώτη, Ινστιτούτου Ν. Ε. Σπουδών, Ελευθερουδάκη, Liddell- Scott) και άρα δεν γνωρίζουμε την προέλευσή της. Είναι πιθανόν να συγγενεύει με τη λέξη τσιγκέλι που επίσης σημαίνει άγκιστρο και η οποία προέρχεται από την τουρκική λέξη cengel και αυτή με τη σειρά της από την περσική cungal που σημαίνει νύχι άγκιστρου. Ο Βοσταντζόγλου στο λεξικό του καταγράφει για το τσε(ι)γκέλι, ρίζα τσεν_ και τσιν_.
Το κυνήγι της τσίχλας διαρκεί από το Νοέμβρη έως το Μάρτη του επόμενου χρόνου. Ο Κοραής την τσίχλα την ονομάζει σκινοπούλι ή μυρτοπούλι γιατί είναι πουλί χαμηλής πτήσης και αρέσκεται να φωλιάζει σε κλαδιά θάμνων όπως τα σκίνα. Παρεμπιπτόντως να πούμε πως το μαστιχόδενδρο που ευδοκιμεί στη Χίο, είναι ένα είδος σκίνου.
Στουπί: Πρόκειται για την αρχαία λέξη στυππείον Λατινικά stuppa. Η λέξη αναφέρεται στον Ηρόδοτο, τον Ξενοφώντα και το Δημοσθένη και αλλού. Το στουπί είναι νήμα από την κατεργασία λιναριού και μάλιστα το ευτελέστερο τμήμα. Αλλιώς λεγόταν κροκύδα ενώ το καλό τμήμα λεγόταν σκολλίδι. Υπήρχε παροιμία που έλεγε: «στουπιά, στουπιά παντρεύονται, κροκύδες παίρνουν άντρα, σκολλίδι μισιριώτικο κρυμμένο στο σεντούκι». Που σημαίνει, οι φτωχές κοπέλες με ταπεινή καταγωγή και ευτελή ρουχισμό, έβρισκαν εύκολα σύζυγο αντίθετα με τις πλούσιες που έμεναν ανύπαντρες.
Με στουπί σφράγιζαν την τρύπα στα κρασοβάρελα και γι’ αυτό έλεγαν για οινοπότες, «έγινε στουπί στο μεθύσι» δηλ. έγινε διάβροχος από κρασί σαν το στουπί ή έλεγαν «μας τράβηξε κρασί από το στουπί».
Στα φρούτα, όταν χάνεται ο χυμός λένε πως στουπιάζουν π.χ. «στούπιασαν τα πορτοκάλια από τον πάγο. Αλλά και ο κακός μαθητής λεγόταν στουπιάρης και στουπαρία.
Παστρεύω, σημαίνει καθαρίζω, αφαιρώ τη βρωμιά, (πάστρα, παστρικός, παστρέψου). Σύμφωνα με το λεξικό Μπαμπινιώτη, προέρχεται από το ρήμα σπαρτεύω (με αναγραμματισμό) που σημαίνει καθαρίζω με σκούπα από σπάρτο. Από το σπάρτο έφτιαχναν σάρωθρα, σκοινιά, ντορβάδες, είδη πλεκτικής και από τις ίνες των κλαδιών κλωστική ύλη. Ο Πλίνιος αναφέρει πως οι Ισπανοί ποιμένες από ίνες σπάρτου κατασκεύαζαν τα ενδύματά τους. Το σπάρτο αναφέρεται στον Όμηρο, Ηρόδοτο, Θουκυδίδη, Αριστοφάνη, Πολυδεύκη, Διοσκουρίδη κ.α. Φαίνεται πως ο θάμνος ευδοκιμεί στις Μεσογειακές χώρες. Ο γνωστός θάμνος ομορφαίνει τις διαδρομές στα χωριά της Πάνω Ρίζας και πριν μερικές δεκαετίες, οι γυναίκες επεξεργάζονταν τα σπάρτα, και μετά από κοπιαστική διαδικασία έφτιαχναν σκοινιά και ντορβάδες.
Μπολιάρης είναι αυτός που γυρίζει, περιφέρεται. Η λέξη προέρχεται από το αρχαίο ρήμα πολέω ή πολεύω που σημαίνει περιφέρομαι, περιπλανώμαι, συχνάζω, κατοικώ. Η λέξη συναντάται στους τραγικούς ποιητές Αισχύλο και Ευριπίδη, στο ρήτορα Λυσία στον ποιητή του διδακτικού έπους Ησίοδο και αλλού. Στο χωριό λοιπόν, αυτούς που περιφέρονται άσκοπα και δε μαζεύονται στο σπίτι τους, τους λένε μπολιάρηδες. Από την ίδια ρίζα προέρχονται οι λέξεις ονειροπόλος, αναπολώ, θαλαμηπόλος, αιπόλος (= γιδοβοσκός) , αλλά και το πωλώ που σημαίνει ανταλλάσσω, εμπορεύομαι, προσφέρω κάτι προς πώληση αντίθετα με το ωνούμαι (ώνια, ψώνια) που σημαίνει αγοράζω.
Θεοδώρα Πελεκάνου-Δαρειώτη, φιλόλογος