Αναγελάστρι: έτσι έλεγε η Αγιομαμίτισσα γιαγιά τον μικρό εγγονό της και γελατσούρι έλεγε η Βοχαΐτισσα μάνα το στερνοπούλι της.
Η λέξη έχει την αρχή της στα αρχαία χρόνια.
Αναγελάω σήμαινε, γελώ μεγαλοφώνως, ηχηρά, όπως ακριβώς είναι το ζωηρό γέλιο του μικρού παιδιού.
Ο Ξενοφών στην Κύρου Ανάβαση έχει τον τύπο αναγελάσας.
Ο Σοφοκλής έχει τον τύπο γελαστής (=εμπαίκτης) και ο Αριστοφάνης στις Θεσμοφοριάζουσες τον τύπο γελάστρια. Ο τελευταίος τύπος είναι πολύ κοντά ετυμολογικά στον τύπο αναγελάστρι.
Ο Σκαρλάτος Βυζάντιος στο λεξικό του θησαυρίζει τη λέξη αναγέλασμα και αναγελαστούρης.
Γκιζεράω ή γκεζεράω, γκεζεράω, τριγυρνώ άσκοπα, περιπλανιέμαι: Προέρχεται από την τουρκική λέξη gezi (=περίπατος, βόλτα). Παλιά λέξη της Πελοποννησιακής καθημερινότητας.
Γκιζεριό λεγόταν η παρέα παιδιών ή ανήλικων με ιδιαίτερη τάση στη διασκέδαση και την οινοποσία. Γκιζεριό έλεγαν και τα μπουλούκια των ανθρώπων που βολτάριζαν ζητώντας δουλειά.
Η λέξη ακουγόταν σε πολλά μέρη της Ελλάδας και οι γονείς ρωτούσαν το παιδί τους «πού γκεζέραγες όλη μέρα, μοίραζες κλήσες;».
Τη λέξη χρησιμοποιούσε πολύ ο Μακρυγιάννης: «Μ’ αρέσει τώρα να γκιζεράω τα Γιαννινάκια μ’ την πόλη που περβατιόταν…» ή «όταν κατέβηκα εις την χώρα γκιζερούσαν οι κάτοικοι και οι στρατιώτες με τα ντουφέκια εις τον νώμον…», ή «κι εσείςθα λέγατε το ίδιο σ’ αυτούς και τον Αντρέα Λόντο οπού τους βοηθούσε και γκιζερούσε με τα παιδάκια» ή «εις την Πελοπόννησον έρχονταν πολλοί περιηγηταί και ξένοι να ιδούνε που έγινε πόλεμος και γκιζερούσαν σε όλες τις θέσεις» ή «και ξαρμάτωσαν όλους εμάς οι Φρατζέζοι και αυτείνοι γκιζερούσαν μ’ εκατό, με πενήντα ο καθένας» ή «και πεθαίνουν της πείνας κι εκείνοι οπού είχαν τα καράβια τους και γκιζερούν εις τους δρόμους και κλαίνε με μαύρα δάκρυα».
Στο διήγημα του Δ. Δαμάσκου «όταν ο Λουντέμης συνάντησε τον Σκαρίμπα» λέει: «…κείνο που καίει τώρα είναι να σε τακτοποιήσουμε για ύπνο και αύριο βλέπουμε για δουλειά. –Τι δουλειά; -Δουλειά! Δεν πιστεύω να νομίζεις ότι θα σ’ αφήσω να γκιζεράς με το κασελάκι!». ΄Ενας κυνηγός θαμμένων χρυσών νομισμάτων γράφει: «΄Εχω πάει στα 35 χρόνια που γκιζεράω στα βουνά 700 περίπου εξορμήσεις σε 700 ιστορίες».
Ιτάδι ή αϊτός: Μια λέξη οικεία στους ελαιοκαλλιεργητές και ελαιοπαραγωγούς.
Ιτάδια λέγονται τα δίχρονα εύρωστα κλαριά που φτάνουν ίσια στην κορφή του δένδρου και είναι κατάμεστα από ελιές. Τρυφερά κλαδιά που χαίρεσαι να τα μαζεύεις. Είναι προφανές πως παρομοιάζονται με τον αετό, τον βασιλιά των πουλιών που είναι υψιπέτης (πετάει ψηλά).
Αετώδης στα αρχαία ελληνικά είναι ο όμοιος με αετό.
Αετιδεύς είναι το νεογνό του αετού, το αϊτόπουλο, όπως ακριβώς τα βλαστάρια στις γέρικες ελιές (αïτάδι, ιτάδι).
Στην ακολουθία του όρθρου ψαλμός ΡΒ΄(102), στον στίχο «ανακαινισθήσεται ως αετού η νεότης σου» φαίνεται ολοκάθαρα η μεταφορική σύνδεση του νεαρού βλαστού της ελιάς με τον αετό (αϊτόπουλο, αετάδι, ιτάδι).
Ο νεοσσός του αετού είναι αετιδεύς, του αηδονιού αηδονιδεύς, του κόκορα αλεκτοριδεύς, της γάτας γαλιδεύς.