Αγρικώ: αντιλαμβάνομαι, ακούω ελαφρά στον ύπνο μου, ίσα που…
Δεν προέρχεται από το άγροικος και αγροίκος που σημαίνει κάτοικος των αγρών και άξεστος στους τρόπους αλλά από το άκρα+ ακούω, ακρακώ και αγρακώ, αγρικώ.
Άκρα και άκρον λέγεται για την κορυφή ή την επιφάνεια ελαφρώς στην άκρη. Για παράδειγμα ακροθιγώς με την άκρη των δακτύλων, ακρονυχί με το άκρο του νυχιού
ακροποδητί να βαδίζεις με τα άκρα των ποδιών, λάθρα, ήσυχα.
Το ακούω λέγεται και ακώ. «Τ’ ακούς; τ’ ακώ να λες» ή «σ’ ακώ τι λες, πρόσεχε»
Όταν κάποιος ξενύχτης ερχόταν να πέσει για ύπνο περασμένη ώρα, την άλλη μέρα του έλεγαν, «τι ώρα ήταν αυτή που ήρθες, σ’ αγρίκησα» ή «δεν αγρικάω τίποτα», όταν κάποιος κοιμάται βαθιά.
Ο Δουκάγγιος στο λήμμα μερέα, μερία, μεργιά γράφει «…άβρικτον, δύσκωφον όπου αγρακά από την μίαν μερίαν», δηλαδή άγρυπνο, κουφό που αγρικά (ψιλοακούει) μόνο από τη μία μεριά.
Κατά τον Ησύχιο άβρικτος είναι ο άγρυπνος, ο έξυπνος (=εκτός ύπνου) και αβρίζω σημαίνει νυστάζω μετά την τροφή.
Στο άκρα-ακώ λοιπόν το κ αντικαταστάθηκε από το επίσης ουρανικό γ και το α από το ι όπως στο άρθρο τας έγινε τις.
Στο λεξικό της μεσαιωνικής γραμματείας του Εμμ. Κριαρά, και στο ετυμολογικό N.E. θησαυρίζονται οι λέξεις γροίκησις, αγροικητά, αγροικίζω, αναγροίκητος με την έννοια της αντίληψης και της ακοής αλλά ετυμολογούνται από το αγροίκος= κάτοικος αγρού.
Καβούλα: το κοίλωμα, το βαθούλωμα, η γούβα, η σπηλιά, η χούφτα, η τουλούπα. Όταν σχηματίζεται βαθούλωμα στις λαμαρίνες ή στα κατσαρολικά, λέμε καβούλιανε ή καβούλιασε.
Η λέξη προέρχεται από το ενετικό cavea που σημαίνει κλουβί, κοίλος.
Ο Καμπούρογλου στην Ιστορία των Αθηνών γράφει «…όταν μετά το μυστήριο του γάμου πήγαινε η νύφη στο σπίτι του γαμπρού, μια γυναίκα της έδινε ψωμί σύμβολο ευτυχίας, ετέρα ρόδι σύμβολο πολυτεκνίας και άλλη, μίαν καβούλα βάμβακος».
Στα ποντιακά καβέα είναι ένα μέρος όπου υπάρχει πλήθος πραγμάτων σωρηδόν και ατάκτως, και από κει η φράση «μαλλία καβέα», δηλαδή μαλλιά κουβάρια.
Από εκεί βγαίνει και η κάβα, χώρος αποθήκευσης ποτών σε συνθήκες δροσιάς.
Οι κτηνοτρόφοι για τον ίδιο λόγο αποθήκευαν σε σπηλιές τα τυριά τους και οι αμπελουργοί τα κρασιά τους.
Κουκουλανάσταση: η λέξη προφανώς είναι σύνθετη από το κουκούλι (=μεταξοσκώληκας) και την ανάσταση (=εκτροφή, μεγάλωμα).
Η καλλιέργεια του μεταξοσκώληκα ήταν ελαφριά δουλειά, γινόταν στο σπίτι, την αναλάμβαναν συνήθως τα γυναικόπαιδα και κρατούσε περίπου σαράντα μέρες. Αυτό γινόταν στο διάστημα πριν και μετά το Πάσχα που η γη δεν έδινε εισόδημα και δεν κόστιζε πολύ, μόνο η αγορά του σπόρου.
Άνθρωποι συνηθισμένοι στις στερήσεις, όταν πουλούσαν το μετάξι, έπαιρναν χρήματα, κάλυπταν ανάγκες με την ανάσταση κουκουλιών. Κάθε φορά που έτρωγαν καλά και ευχαριστιόντουσαν έλεγαν «κάναμε κουκουλανάσταση».
Μια γυναίκα αφηγείται : «το κουκούλι είναι σποράκι του Απρίλη, το βάνουμε στο μαλλί, το διπλώνουμε και το βάνουμε πάνω μας να ζεσταθεί, να σκάσει ο σπόρος του να βγει το σκουληκάκι…»
Υπήρχε τόση φτώχια που μερικές γυναίκες έβαζαν τους σπόρους στον κόρφο τους, για να ζεσταθούν και να ανοίξουν (= αναστηθούν). Από κει βγήκε η φράση «φωλιάζεις το σπόρο» με τη σημασία της απραξίας και του χουχουλιάσματος.
Στο Σουφλί υπάρχει παράδοση για τη γέννηση του κουκουλιού. Μετά την Σταύρωση τα ζώα έφερναν δώρα στην Παναγία για παρηγοριά. Εκείνη μέσα στην πίκρα της γέλασε αυθόρμητα σε βάρος της χελώνας που της χύθηκε η φακή. Αμέσως απευχήθηκε «να σκουληκιάσουν τα χείλη μου». Στη στιγμή έπιασε ένα σκουληκάκι στα χείλη της, το πήρε τρυφερά και ευχήθηκε «ευλογημένο να είσαι και να ζουν φτωχοί από σένα».
Πηγή φωτογραφίας: https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Ear_Ring_for_Indian_Wedding_2.jpg