Λαφτάκιασα, δίψασα πολύ, μού βγήκε η γλώσσα από τη δίψα, πίνω άπληστα νερό.
Η λέξη ετυμολογείται από το αρχαίο ρήμα λάπτω που σημαίνει πίνω νερό με τη γλώσσα. Έχει καταγραφεί από πολλούς αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, όπως ο Όμηρος, ο Αριστοτέλης, ο Αριστοφάνης, ο Πλούταρχος, ο Αιλιανός, ο Αθήναιος, ο Λουκιανός, ο Φερεκράτης.
Λεγόταν κυριολεκτικά για λύκους και σκύλους που τους έβγαινε η γλώσσα από τη δίψα και μεταφορικά στη συνέχεια για ανθρώπους.
Στον τρύγο και στον θέρο, όταν δούλευαν από τα χαράματα χωρίς ωράριο και έκοβαν ποδαρόδρομο δυο και τρεις ώρες για να φτάσουν στο χωριό, λαφτάκιαζαν από τη ζέστη και αναζητούσαν μια σταγόνα νερό.
Και μια σχετική αφήγηση: «Ήταν άνοιξη και πήγαμε να κάψουμε λιόκλαρα μετά τον κλάδο. Το νερό μας τέλειωσε, θέλαμε δύο ώρες με τα πόδια να φτάσουμε στο χωριό, από την ζέστη και την κούραση λαφτακιάσαμε. Κόψαμε βλαστάρια από γαϊδουράγκαθα για να ξεγελάσουμε τη δίψα μας. Στο δρόμο μια χριστιανή που γύριζε από το χωράφι της, έσβησε τη δίψα μας. Δυστυχώς ξεχάσαμε να ρωτήσουμε το όνομά της. Μου έρχεται πολλές φορές στον νου, ας είναι καλά!».
Υπάρχει και το τραγούδι «κάτου στον κάμπο, κάτου στην Ελασσόνα, θερίζει ο Γιάννος θερίζει κι η Παγώνα. Στοίχημα βάζουν Ο Γ. κι η Π., ποιος θα διψάσει προτού να ’ρθει το γιόμα. Διψάει η Π. προτού να ’ρθει το γιόμα, -νερό βρε, Γιάννο γιατί θα πεθάνω και τέτοιο στοίχημα ποτέ δεν ξαναβάνω».
Ξετραφιάζω, ξακαρφώνω τα ξύλα.
Στο χωριό τα σπίτια είχαν πατώματα, ταβάνια, κεραμοσκεπές, χαγιάτια, κουφώματα, μισοχωρίσματα από ξύλο. Όταν αυτά τα ξύλα χρειάζονταν αντικατάσταση, έπρεπε ο μάστορας να τα ξετραφιάσει, δηλ. να τα ξεκαρφώσει.
Το ρήμα προέρχεται από την αρχαία λέξη τράφηξ (–κος) που σημαίνει δοκός, σανίδα ή τεμάχιο ξύλου.
Κατά το Liddell Scott τράφηξ είναι α) ο χάρακας, παλούκι β) το δόρυ γ) η πλατειά σανίδα όπου τοποθετούσαν τα φρεσκοζυμωμένα ψωμιά ή ένα είδος πινακωτής και δ) το χείλος του πλοίου επάνω στο οποίο τοποθετούσαν τους σκαλμούς.
Το Μέγα Ετυμολογικό λεξικό προσθέτει πως είναι και η υπόπλακος βάση του πλοίου. Στον Ησύχιο θησαυρίζεται ο αληθινός τύπος τράφηξ, ενώ στα αντίγραφα οι τύποι, τράπηξ, τρόπηξ, τροφής.
Το ξετραφιάζω λοιπόν σημαίνει βγάζω τις πρόκες, τους ήλους, δηλ. εξηλώνω> ξηλώνω. Σήμερα το ξηλώνω χρησιμοποιείται για τα υφάσματα.
Στα λατινικά η δοκός λέγεται trabs, εξ ου και τραμπάλα.
Τσουρούτικος ή τζουρούτικος κοντοκομμένος, λειψός χωρίς περιθώρια.
Κυρίως λεγόταν στην κοπτική-ραπτική «το τσουρούτεψες το ύφασμα και βγήκε στενό…», «είναι τσουρούτικο και δεν παίρνει μεταποίηση».
Σύμφωνα με το λεξικό της Ποντιακής διαλέκτου του Α. Α. Παπαδόπουλου προέρχεται από το σειρώ= αδειάζω, εκκενώνω.
Σειραίνω σύμφωνα με το Μέγα Ετυμολογικό σημαίνει ξηραίνω και άρα το ξηραινόμενο μικραίνει σε όγκο, δηλ. τσουρουτεύεται.
Τζούρα και τζουρίτσα είναι μικρή ρουφηξιά καπνού ή ποτού.
Τζουρούλι σε πελοποννησιακή διάλεκτο είναι το μικρό κομμάτι και τζουρουλιάζω= κόβω σε μικρά τεμάχια.
Τσουράει έξω, όταν σιγανοψιχαλίζει.
Τσούριξε η βρύση έλεγαν με ενθουσιασμό οι Καστρίτες και Νεολιβερίτες όταν κατασκευάστηκε το δίκτυο ύδρευσης και έφεραν νερό από τη Μαλακάσα.
Τσουρίζει επίσης η βρύση, όταν επανέρχεται το νερό μετά από διακοπή και τότε γίνεται σύγχυση της λέξης με τον ήχο τσoυρ, τσουρ.
Τζουραρεύω θα πει μαζεύω γάλα σε μικρές ποσότητες. Ετζούρωσα το λαγήνι, το άδειασα, ετζούρωσε η πηγή, εστέρεψε, τζουρούται η βρύση, λιγοστεύει το νερό, «ετζουρώθεν το χτήνον», έπαψε να δίνει γάλα η αγελάδα..
Υπάρχει και η παροιμία «Ελάδ’ αν εν ανοίεται, νερό αν εν’ τζουρούται» = αν είναι λάδι απλώνεται κι αν είναι νερό χάνεται.
Τζουρολογώ πίνω από βρύση που κοντεύει να στερέψει.
Τζούρωμα, είναι το στέρεμα.
Για την αποθήκευση ξηρών καρπών παλιά, είχαν τους σειρούς που ήσαν αγγεία ή ορύγματα. Οι σύγχρονοι κτηνοτρόφοι εφαρμόζουν την ενσείρωση για την αποθήκευση ζωοτροφών.
Η ενσείρωση είναι η μέθοδος διατήρησης χλωρού χόρτου μέσα σε ειδικούς χώρους που ονομάζονται σειροί. Μετά την τοποθέτηση του χόρτου στον σειρό, ακολουθεί το πάτημα με τον ελκυστήρα (τρακτέρ) για την απομάκρυνση του αέρα, ακολουθεί το σκέπασμα με πλαστικό το οποίο κλείνεται αεροστεγώς με την τοποθέτηση χώματος.