Κατά τα έτη 1923-24 ήλθαν στο Καστρί 216 Πόντιοι πρόσφυγες, και ίδρυσαν εδώ το συνοικισμό Νέα Λιβερά. Λόγω της σκληρής δουλειάς και του σχετικά μικρού αριθμού Ποντίων δεν υπήρχε οργανωμένη πνευματική κίνηση στίς τάξεις των προσφύγγων, με αποτέλεσμα να ξεχαστεί σχεδόν ή ποντιακή γλώσσα και η πνευματική κληρονομιά (τραγούδια, παραμύθια, μοιρολόγια κ.τ.λ.).
Όταν το καλοκαίρι του 1978 εκ μέρους του Κέντρου Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης έκανα μία μικρή έρευνα με σκοπό να διαπιστωθεί κατά πόσο διατηρούνται ακόμα τα ήθη καί έθιμα και ιδιαίτερα η ποντιακή διάλεκτος, είδα με κατάπληξη, ότι δεν ήταν καθόλου εύκολο να βρω άνθρωπο, που ήξερε καλά τα ποντιακά. Οι κάτοικοι και ο εφημέριος του Χωριού μού σύστησαν τον Ιωάννη Μαραπά ως καλύτερο εκπρόσωπο των Ποντίων καί πραγματικά ήξερε ο Μαραπάς αρκετά καλά την ποντιακή γλώσσα, αλλά εκεί που ήταν άπιαστος, ήταν στο τραγούδι και στα ανέκδοτα. Ήξερε πάρα πολλά τραγούδια από την πατρίδα του τη Λιβερά Τραπεζούντας, τα οποία μαγνητοφωνήσαμε και η ταινία βρίσκεται στό Πανεπιστήμιο Κοπεγχάγης.
Η αιτία που ξεχώριζε τον Ιωάννη Μαραπά ήταν, ότι ο ίδιος έκανε μία πραγματική προσπάθεια να διατηρήσει την ποντιακή ιδιότητα. Αυτός ο απλός αγρότης ήταν συνδρομητής της «Ποντιακής Εστίας», είχε μία μικρή συλλογή από ποντιακά βιβλία και μού 'λεγε, ότι πήγαινε τακτικά προσκυνητής στην Παναγία Σουμελά για να βρεθεί στο μεγάλο ποντιακό γλέντι στην Κοίμηση της Θεοτόκου.
Δεν το κρύβω, ότι τον θαύμασα αυτόν τον άνθρωπο για την προσπάθεια που έκανε για να μην ξεχνά τις ρίζες του - ένα παράδειγμα για μίμηση σήμερα που οι άνθρωποι χάνουν τα ιδιώματά τους μέσα στις μεγαλουπόλεις του εσωτερικού και εξωτερικού και σήμερα, που όχι σπάνια, συναντούμε έλληνες μετανάστες, που το θεωρούν περιττό και «γελοίο» να μάθουν στα παιδιά τους τη μητρική γλώσσα και τα ήθη και έθιμα της ελληνικής υπαίθρου.
Πρεσβυτέρα Καλίσα Γ. Χιώτη