Γράφει η Ελένη Κάντζα - Σουλικιά
Ήταν Κυριακή της αποκριάς γύρω στις ένδεκα (11) η ώρα το πρωί. Ήμουν στο σπίτι μας στο Καστόρι απόφοιτος Παιδ. Ακαδημίας και περίμενα διορισμό. Την προηγούμενη χρονιά είχα δουλέψει με σύμβαση στη Βορδώνια, το χωριό του πατέρα μου. Ήμασταν δύο δασκάλες για εκατόν πενήντα (150) παιδιά. Πολλή δουλειά. Δίδαξα Ελληνικούς χορούς, έκανα γυμναστικές επιδείξεις, οργάνωσα θέατρο, εκδρομή, με παιδάκια ξυπόλυτα και νηστικά.
Δεν θυμόμουνα να 'χα βρεθεί σε αποκριάτικο γλέντι. Παιδί ακόμη με βρήκε η Ιταλογερμανική κατοχή. Επιδρομές, λεηλασίες, κάψιμο σπιτιών, σκοτωμοί. Πολλές φορές κινδύνευσε η ζωή μας. Κι όταν έφυγαν οι Γερμανοί ήλθαν οι Εγγλέζοι κι είχαμε τις διώξεις κατά των αντιστασιακών και άλλους σκοτωμούς. Τότε που πήγα στο γυμνάσιο Σπάρτης φρόντιζα τα αδέλφια μου και τον πατέρα μου στη φυλακή. Οι κανόνες του γυμνασίου παράλογα αυστηροί. Απαγορευόταν π.χ. να 'μαστε έξω μετά το ηλιοβασίλεμα ή να πάμε στον κινηματογράφο κ.ά. Όλ' αυτά και η ευθύνη του μεγαλύτερου παιδιού δεν μου επέτρεπαν να φέρομαι σαν έφηβος. Ήμουν πολύ πιο σοβαρή απ' ότι ταίριαζε στην ηλικία μου. Και μετά σαν δασκάλα έπρεπε πάλι να 'μαι σοβαρή. Ποιος λοιπόν να σκεφθεί γι' αποκριάτικα γλέντια. Ούτε γιορτάζαμε αποκριές στο Καστόρι τουλάχιστον από το 1940 μέχρι το 1950. Αλλά κι όταν αρχίσαμε να τις γιορτάζουμε μόνο λίγες οικογένειες από τον επάνω και κάτω μαχαλά ντύνονταν μασκαράδες και πήγαιναν στην αγορά να χορέψουν γύρω από το ωραίο σιντριβάνι. Οι οικογένειες του κεντρικού χωριού δεν ντύνονταν μασκαράδες ούτ' έβγαιναν στην αγορά να συμμετάσχουν σ' αποκριάτικα γλέντια. Αυτή η τάξη των συγχωριανών μου κατά κάποιο τρόπο περιφρονούσε την γιορτή της αποκριάτικης αμφίεσης. Το γιατί είναι μια πολύπλοκη αλλά και πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση. Σίγουρα όμως η περιφρόνηση του καρναβαλιού έχει σχέση με καταπιεστικά συστήματα που επεβλήθησαν δια μέσου των αιώνων.
Όσο όμως κι αν ζει ο άνθρωπος κάτω από καταπίεση πάντα υπάρχει μέσα του ο αυθεντικός άνθρωπος αυτός που ζητάει λευτεριά. Κι ήταν αυτός ο αυθεντικός άνθρωπος που ξύπνησε μέσα μου 'κείνο το μεσημέρι της αποκριάτικης Κυριακής του 1955. Τότε λέω στην αδελφή μου. «Σκέφτηκα να ντυθούμε φέτος. Ποιος ξέρει αν θα μπορέσουμε να ζήσουμε αποκριάτικη γιορτή με αμφίεση». Η αδελφή μου που ήταν πιο αυθόρμητη από μένα συμφώνησε αμέσως. Σκεφτήκαμε να ντυθούμε ένα ζευγάρι. Αυτή που ήταν πολύ ψιλή άνδρας - τσιγγάνος - κι εγώ τσιγγάνα. Τη δική της αμφίεση τη συναρμολογήσαμε εύκολα. Η δική μου όμως απαιτούσε υλικά και δουλειά. Τότε η θεία Σούλα Λαμπράκη - ωραίος άνθρωπος - κατεβάζει την κλαράτη κουρτίνα της τραπεζαρίας της και μου τη δίνει να φτιάξω τη φούστα. Η θειαγιώργενα η Τζελεπή η πιο πρόσχαρη γειτόνισσα μας έβγαλε και μου 'δωσε τις δαντέλες από τα μαξιλάρια της. Κι εγώ άρχισα πυρετωδώς να τρυπώνω και να στριφώνω και σε περίπου μία ώρα η φούστα ήταν έτοιμη. Η δημιουργία της αμφίεσης με κοινωνική συμπαράσταση ήταν μέρος του αυθορμητισμού και της αυθεντικότητας της αποκριάτικης γιορτής. Αυτός ο αυθορμητισμός κι η αυθεντικότητα μειώνεται στο ελάχιστο όταν αγοράζουμε έτοιμες αμφιέσεις. Είχα και μια μαύρη ζακέτα γκρο, μια σπανιόλικη μαντίλα, δώρο του ξαδέλφου μου Γιάννη Κολλινιάτη από την Αθήνα και σκουλαρίκια καμπάνες που μου 'χε δωρίσει η θεία Σούλα κι ήμουν έτοιμη.
Αρχίσαμε να επισκεπτόμαστε φιλικές μας οικογένειες. Πήγαμε στην Χριστίνα Πατσιατζή, την Χρυσάφω Δημητρακάκη, την Ευτυχία Μελά, την Αγγελική Τζωρτζάκη και δε θυμάμαι ποιες άλλες. Είχαμε καλυμμένα τα πρόσωπα μας και τους ήταν αδύνατον να μας αναγνωρίσουν γιατί δεν πήγαινε ο νους τους ότι είχαμε ντυθεί καρναβάλια. Όταν βγάζαμε τα καλύμματα του προσώπου μας χαίρονταν πολύ - μας αγαπούσαν αυτές οι κυρίες -κουβεντιάζαμε μας σέρβιραν και φεύγαμε. Μ' 'κείνη μας την πράξη, χωρίς να το γνωρίζουμε, σπάσαμε τον πάγο μιας επιβεβλημένης σοβαροφάνειας. Την άλλη μέρα, την Καθαρή Δευτέρα, σχεδόν όλο το χωριό βγήκαν μεταμφιεσμένοι στην αγορά και μεταξύ αυτών και κάποιες από τις κυρίες που δεν είχαν ξαναβγεί. Το πνεύμα της αποκριάς ένωσε την κοινωνία του χωριού μας ανεξαρτήτως τάξης και ιδεολογίας. Θυμάμαι κει που χορεύαμε γύρω από το σιντριβάνι μαζί με άλλα παιδιά ήταν κι ο αδελφός μας ο Γιάννης. Είχε βάλει μαύρες φαβορίτες και του πήγαιναν πολύ με το λευκό πουκάμισο. Μέσα σε 'κείνο το ξεφάντωμα παίρνω την πρωτοβουλία και τους καλώ όλους -τουλάχιστον πολλούς- στο σπίτι μας. Τρεις γύρους ήταν ο χορός στη μεγάλη σάλα. Κι ο πατέρας μου, προοδευτικός άνθρωπος, δεν μας είπε να σερβίρουμε τους καλεσμένους μας. Πήγε στο κατώι έφερε δυο κανάτες κρασί έβαλε στο τραπέζι μαζί με την μητέρα μου ελιές, κρεμμυδάκια φρέσκα, ταραμά, λαγάνα κι ό,τι άλλο νηστίσιμο είχαν και κέρναγε τον κόσμο ενώ εμείς χορεύαμε. Όλοι ζούσαμε τον ενθουσιασμό της αποκριάς. Αυτόν που καταργεί τις διακρίσεις μεταξύ των ανθρώπων. Εκεί ήταν ακόμη και πολιτικοί μας διώκτες.
Το αποκορύφωμα του ξεφαντώματος ήταν στο καμάρι τις πρωινές ώρες της Τρίτης. Εκεί έζησα όλο το νόημα του ενθουσιασμού. Ένα αίσθημα ελευθερίας όταν το άτομο ενώνεται αρμονικά με την κοινωνική του ομάδα. Για μια στιγμή τραγουδούσαμε και χόρευα το «σκαλί θα κατεβώ τ' αμπέλι να πατήσω - κι όπως έλεγα - και μεσ’ τα κλιματόφυλλα να σε κορφολογήσω» άπλωνα το χέρι μου εν είδει δρεπανιού προς το κεφάλι κάποιου από τους πολιτικούς διώκτες του πατέρα μου. Κι όμως 'κείνη η χειρονομία στο χορό με το τραγούδι ήταν έκφραση συμφιλίωσης.
Η αμφίεση και τα γλέντια της αποκριάς όταν είναι αυθεντικά κι αυθόρμητα προσφέρουν στιγμές ανθρωπιστικής ανάτασης. Γιατί τα δημοτικά μας τραγούδια κι οι Ελληνικοί πολυποίκιλοι χοροί μας ήταν αισθητικά ωραία. Για τον Γκαίτε τα δημοτικά μας τραγούδια είναι συνέχεια του Ομήρου. Μπορεί τότε να μη ζούσαμε την ανθρωπιστική ανάταση που προσφέρουν οι τέχνες υψηλής αισθητικής ποιότητας όμως μπορούσαμε να ζούμε ένα είδος αυθεντικού ενθουσιασμού.
Εγώ δεν ξανάζησα τέτοια αποκριά. Γιατί ξενιτεύτηκα - κάτι που δεν γνώριζα τότε. Έτσι δεν μπορούσα να ζήσω το κοινωνικό γιορτάσι της δικής μου κοινωνίας, του χωριού μου, κει που βρισκόταν ο πυρήνας του είναι μου. Επιπλέον τότε έφυγαν πολλοί Καστανιώτες για την ξενιτιά και το χωριό μας σχεδόν ερήμωσε.
Γι’ αυτό μακαρίζω τον εαυτό μου, που είχα την τύχη έστω και για μια φορά στη ζωή μου να ζήσω την ανάταση ψυχής που προσφέρει ένα αυθεντικό αποκριάτικο γιορτάσι.
Ελένη Κάντζα - Σουλικιά
Εκπαιδευτικός 6 Φεβρουαρίου 2009
Υ. Γ. Πριν από τη μεγάλη φευγάλα της μετανάστευσης το χωριό μας ήταν γεμάτο ζωή. Κάθε πρωί που πηγαίναμε στον κάμπο ο δρόμος από τον Αϊ-Λιά μέχρι την Κουτσουρούμπα και πιο κάτω ήταν γεμάτος κόσμο. Αληθινό πανηγύρι. Ζούσαμε μια κοινωνικότητα απίστευτη. Εκεί υπήρχε διάλογος, αστεία και πειράγματα. Ήταν πράγματι ωραία! Μετά τη φευγάλα της δεκαετίας του 1950 ερημιά... και τα χωράφια έγιναν λόγγοι.