Λαγοκοιμάμαι: κοιμάμαι ελαφρά, όπως ο λαγός και αγρικάω ό,τι γίνεται γύρω μου.
Ο Αιλιανός στο έργο του «denaturaanimalium» γράφει πως όταν κοιμάται ο λαγός δεν κλείνει καλά τα μάτια του, «ου μην επιμύει καθεύδων ο λαγώς, και τούτο αυτώ ζώων μόνω περίεστιν, ουδέ νικάται τω ύπνω τα βλέφαρα. Φασί δε αυτόν καθεύδειν μεν το σώμα, τοις δε οφθαλμοίς τηνικάδε οράν».
Δηλαδή όταν κοιμάται ο λαγός δεν κλείνει καλά τα μάτια του και είναι το μόνο ζώο στο οποίο συμβαίνει αυτό, ούτε νικιούνται τα βλέφαρά του από τον ύπνο.
Λένε δε ότι ως προς το σώμα κοιμάται ενώ με τα μάτια βλέπει.
Λω: Είναι μια λακωνική προσφώνηση της νύφης προς την πεθερά. Πρόκειται για τον συγκριτικό βαθμό του επιθέτου αγαθός (ο, η λώων, το λώον). Στους διαλόγους του Πλάτωνα ο Σωκράτης κάθε φορά που απευθύνει τον λόγο στον συνομιλητή του, τον αποκαλεί αγαθό που σημαίνει καλός (ω αγαθέ).
Εξ άλλου και σήμερα χρησιμοποιείται η εξελιγμένη προσφώνηση, «καλέ», «καλή μου».
Αν θυμηθούμε την αρχαία ελληνική Γραμματική, θα ανακαλύψουμε όρους που χρησιμοποιούμε και σήμερα.
Από τον συγκριτικό βαθμό του επιθέτου αγαθός έχουμε: το βελτιώνομαι από το βελτίων, το κράτιστος (=πολύ ισχυρός) από το κρείττων, το άριστος από το αμείνων, και λω από το λώων.
Στην εκτεταμένη πατριαρχική οικογένεια, η ηλικιωμένη γυναίκα αποκαλούνταν «κυρά» και «κυρούλα».
Στο χωριό ήταν συνηθισμένες οι εκφράσεις: «τι κάνει η κυρούλα σου;» και «θα σε μαλώσει η κυρά σου» δηλαδή η γιαγιά σου.
Φοράκια: Ήσαν μικροί δημοτικοί φόροι, που πλήρωναν οι ζωέμποροι όταν έρχονταν στο πανηγύρι στον Άγιο Μάμα, στην Καστανιά (Καστόρι).
Το χρονιάτικο πανηγύρι στον Άγιο Μάμα που γινόταν στα τέλη Ιουλίου ήταν ταυτόχρονα, εμποροπανήγυρη και ζωοπανήγυρη.
Στις πύλες εισόδου της ζωοπανήγυρης, οι ζωέμποροι που έρχονταν από άλλες περιοχές, πλήρωναν φόρους μικρούς που λέγονταν φοράκια.
Εν τω μεταξύ σε δημοπρασία που γινόταν στην Άνω Πλατεία, οριζόταν εργολάβος που θα αναλάμβανε την είσπραξη αυτών των φόρων.
Συνήθως οι ζωέμποροι ήσαν τσιγγάνοι σκηνίτες που φέρνανε ζώα για πούλημα αγελάδες, βόδια, άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια.
Εκτός από τους τσιγγάνους υπήρχαν και ζωέμποροι ντόπιοι που ασχολούνταν με την αγοραπωλησία ζώων.
Οι επαγγελματίες ζωέμποροι λέγονταν τσαμπάσηδες (τουρκ. cambaz). Αγόραζαν ή πουλούσαν ζώα, έκαναν ανταλλαγές, τις λεγόμενες τράμπες, ή καπάρωναν ζώα της αρεσκείας τους μετά από επιτόπιο έλεγχο και σκληρό παζάρι. Όλη η πλαγιά προς το βουνό γιόμιζε από ζώα για πούλημα και από την άλλη μεριά του δρόμου, φτάνανε ως τη ρεματιά.
Οι φόροι που πλήρωναν οι έμποροι στις εισόδους των πόλεων λέγονταν διαπύλια τέλη. Εφαρμόζονταν στην Αρχαία Αθήνα στο Βυζάντιο, στην περίοδο της Βενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας.
Στην Αθήνα καθιερώθηκαν τα περίφημα «διαπύλια τέλη» το έτος 1847, με το Νόμο 68/1847 «Περί δημοτικών φόρων» και καταργήθηκαν το 1948. Αποτελούσαν μια μορφή έμμεσης φορολογίας, η οποία επιβαλλόταν από τις δημοτικές αρχές στα προϊόντα που εισάγονταν στην περιοχή τους από άλλες περιοχές της επικράτειας. Δημοτικοί εισπράκτορες ήταν στημένοι στις εισόδους των πόλεων και εισέπρατταν φόρο στα εισερχόμενα υποζύγια τα οποία μετέφεραν εμπορεύματα. Κάθε δήμος τότε, φρόντιζε να «ενοικιάζει» τους φόρους των προϊόντων σε εισπράκτορες που συνήθως ήταν προσκείμενοι στην εκάστοτε δημοτική αρχή.
Στην αρχαία Αθήνα «διαπύλια τέλη» ήταν ο φόρος της πύλης που κατέβαλλαν στο δημόσιο ταμείο οι συγγενείς των νεκρών για να μπορούν να τους βγάλουν έξω από την πύλη της πόλης, ενώ στο Βυζάντιο πλήρωναν τα διαπύλια τέλη οι έμποροι που έρχονταν από άλλα μέρη εκτός της πόλης. Υπήρξαν προάγγελος των διοδίων για τη χρηματοδότηση έργων οδοποιίας.
Πηγή φωτογραφίας: https://pxhere.com/el/photo/1163779