Σφεντουρίζω: εκσφενδονίζω μακριά, γρήγορα και με δύναμη.
Η λέξη προέρχεται από τη σφεντόνα. Την έφτιαχναν από ένα διχαλωτό ξύλο σε σχήμα κεφαλαίου ύψιλον (Υ), στερέωναν στις δυο άκρες λάστιχα τα οποία συνδέοντα με δέρμα πλατύ, σαν κούνια όπου τοποθετούσαν την πέτρα.
Ο σφενδονιστής κρατούσε με το ένα χέρι τη διχάλα και με το άλλο το δέρμα με την πέτρα. Τέντωνε το λάστιχο με όση δύναμη μπορούσε και όταν ελευθέρωνε την πέτρα αυτή εκσφενδονιζόταν με δύναμη στον στόχο.
Τη σφεντόνα τα παιδιά την έλεγαν και λάστιχο. Με αυτήν πήγαιναν για πουλιά ή έκαναν ζημιές σε λάμπες, τζάμια…
Η σφεντόνα λειτουργεί σαν όπλο ή σαν παιχνίδι. Στο αρχαίο στράτευμα ελαφρά οπλισμένοι (ψιλοί) ήσαν οι τοξότες και οι ριπταριστές που έριχναν πέτρες με τα χέρια ή σφενδοβόλα.
Ο Δουκάγγιος αναφέρει το σφενδοβόλο ως πολεμική μηχανή με την οποία έριχναν πέτρες οι ριπταριστές.
Ο Δαβίδ νίκησε τον Γολιάθ με σφεντόνα. Τότε δεν υπήρχαν λάστιχα και η σφεντόνα ήταν ένα λουρί δερμάτινο ευρύτερο στη μέση και στενότερο σε κάθε άκρο. Στη μέση τοποθετούνταν η πέτρα ή άλλου είδους βλήμα το οποίο ο χρήστης γυρνούσε με ταχύτητα περιστροφικά, βασισμένος στη φυγόκεντρη δύναμη και το σφεντούριζε στον στόχο του.
Πόχα: συρματένιος φράχτης δικτυωτός, με τον οποίο φράζονται ιδιοκτησίες.
Η λέξη σχετίζεται με την απόχη με την οποία κυνηγούσαν πεταλούδες ή έπιαναν ψάρια. Υποχή, απόχιον, απόχιν και απόχι.
Όταν μια γυναίκα σαγήνευε έναν άντρα, έλεγαν «και πιάνει σε στα δίχτυα της σαν ψάριν με τ’απόχιν».
Ο Οππιανός στα «Αλιευτικά» αναφέρει πως με δίχτυα περιέφραζαν τόπους («υποχαί, κυρίως δίκτυα περιφράττοντα και επέχοντα τόπους»).
Η απόχη αποτελείται από ένα κοντάρι που έχει στη μία άκρη του μεταλλική στεφάνη με δίχτυ. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα υπέχω που σημαίνει κρατώ από κάτω ή κρατώ ένα αγγείο κάτω από ένα άλλο που στάζει. «Υπέχω τον μαστόν» λέγεται για τη μητέρα που παρέχει τον μαστό της στο βρέφος για να το θηλάσει.
Τον προηγούμενο αιώνα που τα χωριατόπαιδα πίνανε γάλα από το μαστάρι της γίδας και ρουφάγανε το αυγό από το κοτέτσι, ένας μικρός έβαλε το χέρι του στην πόχα και έπιασε ένα αυγό που ήταν δίπλα στο φράχτη. Προσπάθησε να βγάλει τη γροθίτσα του, δεν μπορούσε κι έκλαιγε. Οι μεγάλοι προσπάθησαν να τον βοηθήσουν αλλά μάταια. Φώναξαν λοιπόν έναν συνομήλικό του που τον ρώτησε
-πάκα ή γόσο;
-γόσο,
-άσε γόσο, κάνε πάκα.
Γρόνθος ήταν με το αυγό και πλάκα χωρίς αυτό. Έκανε πλάκα το χέρι του και άφησε το αυγό από την άλλη μεριά της πόχας.
Σκουρκοφαμελιά λέγεται μεταφορικά η πολυμελής οικογένεια με πολλά παιδιά, συνήθως άτακτα και ζωηρά.
Κυριολεκτικά είναι η οικογένεια των σκούρκων που ζουν σε σφηκοφωλιές- αποικίες έως και 500 σφήκες.
Ο σκούρκος ή σερσέγκι ή σέρσεγκας, είναι ένα είδος άγριας σφήκας που εμφανίζεται στα μέσα της άνοιξης και χάνεται στο τέλος του φθινόπωρου. Τρέφεται με ώριμα φρούτα, κρέας, σκουπίδια και άλλα έντομα, όπως μέλισσες. Τα σερσέγκια (σκούρκοι) τριγυρνάνε στις κληματαριές, όταν τα σταφύλια είναι ώριμα, στα κοφίνια του τρύγου (καλαμένια τρυγοκόφινα) και απειλούν τον άνθρωπο με το δηλητηριώδες κεντρί τους. Τα έντομα που ορέγονται περισσότερο είναι οι μέλισσες, έρχονται στο μελίσσι, κλέβουν και τρώνε τις μέλισσες, είναι ο φόβος και ο τρόμος των μελισσοκόμων, καταστρέφουν ολόκληρα μελισσοκομεία.
Και οι απλές σφήκες είναι ενοχλητικές και επικίνδυνες. Από αυτήν τους την ιδιότητα εμπνεύστηκε ο Αριστοφάνης και δημιούργησε την κωμωδία «Σφήκες» όπου στηλιτεύει τη δικομανία των Αθηναίων.
Σφήκωμα κατά τον Κοραή είναι το λεπτό σκοινί, το πύκνωμα, ο δεσμός. Την ίδια σημασία αποδίδουν ο Ησύχιος και ο Φώτιος, ο δε Μουσούρος εκτός από το «σφηκῶσαι και δῆσαι» αναφέρει σφηκωμένος, στρεβλωμένος, βασανισμένος. Το σφήκωμα το χρησιμοποιούσαν οι τσαγκάρηδες.
Όπου η ζωή και η τέχνη μιμείται την φύση, στα βελούδινα φουστανάκια των κοριτσιών στη δεκαετία του ’50 έφτιαχναν στο μπούστο σφηκοφωλιές.
Χούφταλο: Χούφταλο λέγεται ο υπερήλικας που βρίσκεται σε βαθιά γεράματα.
Ο Σκαρλάτος Βυζάντιος θησαυρίζει τη λέξη κούφταλον αντί κύπταλον, που προέρχεται από το ρήμα κύπτω (=σκύβω).
Ο υπέργηρος καμπουριάζει, μαζεύεται σαν σουγιάς και όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Στέφανος Σαχλίκης στο ποίημα «Περί γέροντος να μην πάρει κορίτσι», «… σγομπιάζει η πλάτη του σαν τον λαιμό της χήνας».
ΠΗΓΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ: https://www.needpix.com/photo/812436/
ΔΕΙΤΕ ΚΑΙ ΑΥΤΟ: Ο Ναός τη Γεννήσεως της Θεοτόκου Καστορείου