Ενδιαφέρουσα πηγή για την ιστορία της Λακωνικής κατά την μεσοβυζαντινή περίοδο αποτελεί ο βίος του Αγίου Θεοκλήτου, επισκόπου Λακεδαιμονίας, που συνέθεσε άγνωστος και διέσωσε ο υπ. Αρ.583[=VI 22] olim 169 ελληνικός κώδικας της Βαρβερινής Βιβλιοθήκης στη Ρώμη. Το κείμενο του Κώδικα μελετήθηκε και εκδόθηκε από τους Αν. Α. Βέη και Α. Γ. Σγουρίτσα.
Ο Λακεδαιμονίας Θεόκλητος δεν αναφέρεται ως άγιος στα λειτουργικά βιβλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο Ν. Α. Βέης θεωρεί ότι ο άγιος Θεόκλητος του Βαρβερινού κώδικα ταυτίζεται αναντίρρητα με τον επίσκοπο Λακεδαιμονίας, Θεόκλητο, ο οποίος σύμφωνα με τους επισκοπικούς καταλόγους της επαρχίας κατείχε το θρόνο κατά τα έτη 869-870 και την ίδια περίοδο έλαβε μέρος στη σύνοδο, που συγκλήθηκε από τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιγνάτιο κατά του Φωτίου. Το κύριο επιχείρημα του Βέη είναι ότι το έσχατο χρονικό όριο, πριν από το οποίο μπορεί να τοποθετηθεί η δράση του επισκόπου Λακεδαιμονίας Θεοκλήτου, είναι τα έτη 1082-1083, οπότε και η επισκοπή Λακεδαιμονίας αναδεικνύεται σε μητρόπολη.
Τη συγγραφή του Βίου του αγίου Θεοκλήτου ανέθεσε στον ανώνυμο συγγραφέα επίσκοπος της Λακεδαιμονίας «Θεού δώρον ως αληθώς τη Λακεδαίμονι και ων και καλούμενος» δηλαδή κάποιος Θεόδωρος, ο οποίος σύμφωνα με την συλλογιστική του Ν. Α. Βέη, θα πρέπει να έζησε στα μέσα του 10ου αιώνα.Το αγιολογικό κείμενο έχει τη μορφή ρητορικού εγκωμίου. Ωστόσο, αντανακλά και κάποιες ιστορικές αλήθειες, αδιαφανείς με μια πρώτη προσέγγιση, οι οποίες σε συνδυασμό με τα αρχαιολογικά δεδομένα, όσα μπορέσαμε να εντοπίσουμε, συμβάλλουν στη γνώση μας για το μεσαιωνικό κόσμο.
Συμπυκνώνοντας τα όσα αφηγείται ο βιογράφος του αγίου σημειώνουμε τα ακόλουθα: Αυστηρή και επίπονη ασκητική ζωή βίωνε ο Θεόκλητος με αγρυπνίες, ολονύκτιες προσευχές, μακρές και παρατεταμένες νηστείες και άρνηση κάθε επίγειας απόλαυσης, ώστε να τελειωθεί και να πλησιάσει τον αληθή πλούτον , το Χριστό. Για την άσκησή του είχε επιλέξει άβατα και απόκρημνα μέρη. Η κατά Θεόν ευδοκίμησή του τον ανέδειξε σε αρχέτυπο, υπόδειγμα δηλαδή βίωσης του χριαστιανικού ιδεώδους, «ου μόνον τη Λακεδαίμονι, αλλά και πάση τη του Πέλοπος, ήδη δε και της Ελλάδος τω πλείονι», όπως χαρακτησιστικά αναφέρει ο βιογράφος του. Του προσφέρθηκε λοιπόν το επισκοπικό αξίωμα της Λακεδαίμονος, το οποίο όμως αρχικά αρνιόταν επίμονα από βαθιά γνώση των υλικών, των πρόσκαιρων και των γήινων.
Ως επίσκοπος Λακεδαίμονος επιδόθηκε σε ποικίλους αγώνες με θερμές και πατρικές φροντίδες για το ποίμνιό του «άγρυπνον τείνων όμμα και οξυδερκές». Άλλωστε οι τότε καιροί «έχρηζον ανδρός την πολλήν ανακόπτοντος των πολλών κακίαν και ποιμαντικώς άρχοντος». Η φιλάνθρωπη δραστηριότητά του, κυρίως δε ο έλεγχος της διαγωγής των αρχόντων, που ζούσαν προκλητικό βίο, απέναντι στους πάσχοντες, «πολλούς εξήγειρεν» με αποτέλεσμα την εκδίωξή του από την Επισκοπή. Λίγο αργότερα οι διώκτες του αγίου συνειδητοποίησαν το σφάλμα τους και μετανόησαν προσπέφτοντας ικέτες, ζητώντας από τον ποιμενάρχη τους να επιστρέψει και πάλι στην Επισκοπή.
Ο άγιος Θεόκλητος, σύμφωνα με το βιογράφο του, είχε το θείο χάρισμα της Θαυματουργίας. Από τα δύο θαύματα που περιγράφονται, το ένα αφορά στην εκδίωξη σμήνους ακρίδων από τα σπαρτά, που είχε φέρει σε απόγνωση τους κατοίκους της Λακεδαίμονος.
Διαρκής ήταν ο αγώνας του Θεοκλήτου να εκδιώξει τη φαυλότητα από το ποίμνιό του και να καλλιεργήσει την ομόνοια, τη σύμπνοια, το μέτριον, το συμπαθές, το φιλόπτωχον, το γνήσιον της αγάπης και άδολον, το αμνησίκακον, μέσα από τον κηρυγματικό του λόγο, που γινόταν ιδιαίτερα δηκτικός με επιπλήξεις και σφοδρές εκφράσεις σε όσους ζούσαν ράθυμο και έκλυτο βίο. Όταν έγινε γνωστή η Κοίμηση του αγίου, όλος ο λαός της Λακεδαίμονος, «ου δούλος υστέρει, ου δεσπότης και άρχων» με γοερούς θρήνους συνέρρεε στην κηδεία και προσπαθούσε να ψαύσει το ιερό σώμα για να λάβει ευλογία.
Επιχειρώντας να εντάξουμε τη θρησκευτική δράση του Θεοκλήτου, επισκόπου Λακεδαιμονίας, στις γενικότερες ιστορικές συνθήκες που επικρατούν στο χώρο της Λακωνικής και ευρύτερα της Πελοποννήσου τον 9ο αιώνα, παραθέτουμε τα ακόλουθα:
Ο 9ος αιώνας αποτελεί εποχή διοικητικής και εκκλησιαστικής αναδιοργάνωσης για την Πελοπόννησο μετά την μακρά περίοδο των λεγόμενων «Σκοτεινών αιώνων», που διήρκεσαν από τα μέσα περίπου του 7ου ως τα τέλη του 8ου αιώνα. Σημαντική αλλαγή στο διοικητικό καθεστώς της χερσονήσου αποτελεί η δημιουργία του Θέματος της Πελοποννήσου, του οποίου ασφαλής μνεία γίνεται το έτος 805.
Ο Κωνσταντίνος Ο πορφυρογέννητος στο «Περί Θεμάτων» έργο του, αναφέρει ως έκτο από τα δυτικά ευρωπαϊκά Θέματα, το Θέμα της Πελοποννήσου, το οποίο βρισκόταν κάτω από τη διοίκηση στρατηγού και είχε σαράντα πόλεις από τις οποίες αναφέρονται «επίσημοι Κόρινθος μητρόπολις, Σικυών, Άργος, Λακεδαιμονία, της Λακωνικής η πριν Σπάρτη, ετέρα μητρόπολις αι λεγόμεναι Πάτραι». Ο 9ος αιώνας λοιπόν φαίνεται ότι αποτελεί αφετηρία για την αναδιοργάνωση της Πελοποννήσου και βέβαια και της Λακωνικής. Πριν την εμφάνιση του αγίου Θεοκλήτου, σύμφωνα με το βιογράφο του, η Λακεδαίμων δεν ήταν γνωστή «ουδέν άλλο η ξίφη και πόλεμοι και σφαγαί και χύσις αίματος και άνδρες πολεμικός και φόνιον πνέοντες». Πιθανότατα η περιγραφή αυτή αποτελεί μια ανάμνηση στα χρόνια του βιογράφου της πολιτικής και πολιτιστικής παρακμής που είχε επέλθει στην περιοχή κατά τη διάρκεια των Σκοτεινών αιώνων.
Η Πελοπόννησος αναδιοργανώνεται όχι μόνο διοικητικά αλλά και εκκλησιαστικά τον 9ο αιώνα. Μεταξύ των ετών 805 και 806, η ως τότε Επισκοπή των Πατρών αναδεικνύεται σε μητρόπολη αποτελώντας τη δεύτερη μητροπολιτική έδρα στη χερσόνησο μετά την έδρα της Κορίνθου. Η Επισκοπή Λακεδαίμονος, η οποία αρχικά ανήκε στη μητρόπολη της Κορίνθου, υπάγεται τώρα στη νέα μητρόπολη μαζί με τις επισκοπές Μεθώνης και Κορώνης. Η διοικητική και εκκλησιαστική αναδιοργάνωση, η οικονομική δραστηριότητα που φαίνεται να αναπτύσσεται, η αύξηση των μετακινήσεων και της επικοινωνίας σε όλους τους τομείς, καθώς και η καλλιέργεια του μοναχικού και ασκητικού ιδεώδους που γεννιέται τον 9ο αιώνα στο Άγιο Όρος έχουν θεωρηθεί ότι ήταν οι καθοριστικοί παράγοντες της έντονης ασκητικής και μοναχικής ζωής που δημιουργείται στην Πελοπόννησο έκτοτε.
Οι κυριότεροι από τους ασκητές της Πελοποννήσου τον 9ο αιώνα, σύμφωνα με τα στοιχεία που παραδίδουν οι πηγές, είναι ο Αθανάσιος, ο μετέπειτα επίσκοπος Μεθώνης, οι όσιοι Συμεών και Θεόδωρος, ο όσιος Ηλίας ο Νέος με το συνασκητή του Δανιήλ (880-881), ο όσιος Ηλίας ο Σπηλαιώτης με το συνασκητή του μοναχό Αρσένιο και ο όσιος Θεοδόσιος ο Νέος.
Μέσα στο ασκητικό αυτό ρεύμα θα πρέπει να ενταχθεί η παρουσία του Θεόκλητου. Η παράκληση των κατοίκων της Λακεδαίμονος να αναλάβει τον επισκοπικό θρόνο αποκαλύπτει την ισχυρή πνευματική επιρροή του.
Ο Θεόκλητος συμμετείχε στη σύνοδο που συγκάλεσε ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιγνάτιος, το έτος 869/870 και την οποία η Δυτική Εκκλησία λογαριάζει ως όγδοη Οικουμενική. Η σύνοδος αποφάσισε τον αναθεματισμό του μεγαλόπνοου εκκλησιαστικού άνδρα Φωτίου, την καθαίρεση των κληρικών που είχε χειροτονήσει και τον αφορισμό των οπαδών του, μοναχών και λαϊκών. Στα πρακτικά της 10ης συνεδρίας ο Θεόκλητος υπογράφει ως Theolitus Misericordia Dei episcopus Lacedemonias omnia quae in Sancta et universali synodo judicata et Definitata Libenter suscipiens Subscripsi Manu Propria [Θεόκλητος ελέω Θεού επίσκοπος Λακεδαιμονίας πάντα τα εν τη Αγία και Οικουμενική Συνόδω κριθέντα και ορισθέντα ασμένως αποδεχόμενος υπέγραψα ιδία χειρί].
Μετά το θάνατο του Ιγνατίου, ο αυτοκράτορας Βασίλειος ανακάλεσε στην ηγεσία της Εκκλησίας το Φώτιο. Το 879 ο Φώτιος συγκάλεσε νέα σύνοδο η οποία αποκήρυξε τη σύνοδο του 869 και αναγνώρισε τον ίδιο ως νόμιμο πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Ο Θεόκλητος δε συμμετείχε στη Φωτιανή σύνοδο. Τα πρακτικά υπογράφει ο επίσκοπος Λακεδαιμονίας Αντώνιος. Το γεγονός αυτό έχει δεχθεί διττή ερμηνεία. Ο Ν. Α. Βέης θεωρεί ότι ο Θεόκλητος είχε ήδη πεθάνει. Ο Σγουρίτσας υποστηρίζει ότι απομακρύνθηκε από την επισκοπή και αντικαταστάθηκε από τον Αντώνιο λόγω της συμμετοχής του στην αντιφωτιανή σύνοδο του 869-870, όταν ο Φώτιος κατέλαβε τον πατριαρχικό θρόνο.
Μελετώντας το βίο του αγίου πληροφορούμαστε ότι «εξήλασαν της ποίμνης τον άγιον» φιλοχρήματοι λαϊκοί που έβλεπαν τη δράση του απειλητικό φραγμό στην πλεονεξία τους. Όταν όμως συνειδητοποίησαν το σφάλμα τους, μετανόησαν και ζήτησαν από το Θεόκλητο να συγχωρήσει το αμάρτημά τους και να επιστρέψει πάλι στην επισκοπή, αίτημα που ο Θεόκλητος αποδέχθηκε. Στην εκδίωξη του Θεόκλητου θα πρέπει να συνέβαλε και μέρος του κλήρου με το οποίο ο άγιος είχε έρθει σε αντιπαράθεση σύμφωνα με το βιογράφο του. Οι R. J. H. Jenkins και C. Mango υποστηρίζουν ότι ο βίος του αγίου ίσως διατηρεί καλά μια τοπική μνήμη, ότι δηλαδή ο Θεόκλητος εκδιώχθηκε από τους Φωτιανούς μετά το 877, αποκαταστάθηκε όμως στη συνέχεια, είτε από τον ίδιο το Φώτιο ή ακόμη μετά την εκθρόνιση του Φώτιου, το 886. Στο πλαίσιο αυτό ερμηνεύουν την παράλειψη του ονόματος του επισκόπου Λακεδαιμονίας Αντωνίου, που υπογράφει τα πρακτικά της Φωτιανής συνόδου, από τον κατάλογο των επισκόπων και μητροπολιτών της Λακεδαιμονίας του Συνοδικού της Αντιοχείας και Λακεδαιμονίας, όπου όμως αναγράφεται το όνομα του Θεοκλήτου. Θα πρέπει λοιπόν να θεωρήσουμε ότι η αποκατάσταση του Θεοκλήτου στην εκκλησιαστική τάξη, κυρίως δε η καθιέρωσή του στη συνείδηση των κατοίκων της Λακεδαίμονος λόγω της χρηστής προσωπικότητάς του, υπήρξε γεγονός.
Επανερχόμενοι στον ασκητικό βίο του αγίου Θεοκλήτου θα προσπαθήσουμε να ελέγξουμε μια προφορική άποψη που τείνει να διαμορφωθεί σε παράδοση και αφορά στον τόπο της άσκησής του, που θα ήταν λογικό να αναζητηθεί σε περιοχή κοντινή στην πόλη της Λακεδαιμονίας, της μεσαιωνικής δηλαδή Σπάρτης.
Σε ορεινό όγκο στα νότια του χωριού Καστόρι, που βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα βορειοδυτικά από τη Σπάρτη, σε απόκρημνη και δυσπροσπέλαστη μέχρι πριν από λίγα χρόνια θέση, εντοπίζεται μικρός σπηλαιώδης ναός αφιερωμένος στα Εισόδια της Θεοτόκου. Ο ναός αυτός στη δεκαετία του 1960, οπότε και καθιερώθηκε η εορτή του αγίου Θεοκλήτου ως τοπική θρησκευτική εορτή, θεωρήθηκε από τους ντόπιους ως το ασκηταριό του αγίου. Η πρόσβαση σήμερα στην περιοχή του ναού γίνεται μέσα από βαθμιδωτό τσιμεντοστρωμένο μονοπάτι.
Υπέργηροι κάτοικοι του χωριού θυμούνται ότι η προσέγγιση στον εσωτερικό χώρο του σπηλαίου, ο οποίος ανέκαθεν στη μνήμη τους ήταν ταυτισμένος με χώρο άσκησης ορθόδοξης θρησκευτικής λατρείας, αρχικά γινόταν με ένα είδος ανεμόσκαλας. Γύρω στο 1935, διαμορφώθηκε μικρό πλάτωμα στη βάση του βράχου του σπηλαίου με υπόστεγα και κατασκευάστηκε λίθινη κλίμακα για την εξασφάλιση της προσπέλασης στο εσωτερικό και σειρά ευρύχωρων παραθύρων στην όψη του. Το έτος 1969, κατασκευάστηκε μεγάλη τσιμεντένια κλίμακα και εξομαλύνθηκε το περίγραμμα των παραθύρων. Όπως γίνεται αντιληπτό, ο σπηλαιώδης ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου διασώζει πλέον ελάχιστα στοιχεία αυθεντικότητας, εντελώς ανεπαρκή για μια ασφαλή χρονολόγηση. Ούτε βέβαια τοιχογραφίες διατηρεί που θα βοηθούσαν στην κατεύθυνση αυτή. Επίσης είναι αδύνατο να διαπιστωθεί, μετά τις επεμβάσεις ανακαίνισης, εάν διέθετε κάποιον ειδικό διαμορφωμένο χώρο για την κατάκλιση ή την ανάπαυση ασκητή.
Με βεβαιότητα όμως αποτελεί παλαιά θέση θρησκευτικής δραστηριότητας, στην οποία αναγνωρίζονται χαρακτηριστικά που απαντούν σε σπηλαιώδεις βυζαντινούς ναούς της Λακωνίας. Ειδικότερα, το σπήλαιο στενό και επίμηκες σαν διάδρομος, ανοίγεται στην κατωφέρεια ενός απότομου βράχου, που υψώνεται επάνω από βαθύ ρέμα. Η είσοδος της κοιλότητας φράσσεται με κτιστό από αργολιθοδομή τοίχο, ενώ τις άλλες του πλευρές συνιστούν τα φυσικά, από βράχο, τοιχώματα. Η προσπέλαση σε αυτό θα ήταν ασφαλώς εξαιρετικά δυσχερής χωρίς το μεταγενέστερα διαμορφωμένο πλάτωμα και τη νεωτερική κλίμακα. Το σπήλαιο λοιπόν αυτό σίγουρα θα προσέφερε συνθήκες απόλυτης απομόνωσης και έντονης, λόγω του τοπίου, πνευματικότητας, για αυστηρό τρόπο άσκησης και αναχωρητισμό και θα μπορούσε να επιλεχθεί από τον άγιο Θεόκλητο, που σύμφωνα με το βιογράφο του, μόναζε «επί δώματος ως όρνις εν αβάτοις τόποις». Άλλωστε, συνδύαζε την ασφάλεια, τη σχετική γειτνίαση με πλησιέστερες οικιστικές θέσεις και κυρίως με την πόλη της Λακεδαιμονίας και τη δυνατότητα επικοινωνίας μέσω του μεσαιωνικού οδικού δικτύου της περιοχής, παράγοντες που έχουν θεωρηθεί ως βασικά κριτήρια για την επιλογή του τόπου άσκησης κατά την μεσοβυζαντινή περίοδο στην Πελοπόννησο.
Το παλαιότερο ασκηταριό της μεσοβυζαντινής περιόδου στη Λακωνική, σύμφωνα με τον αείμνηστο Νικ. Δρανδάκη, που είναι ο κύριος μελετητής των ασκηταριών του Λακωνικού χώρου, είναι αυτό του Αϊ-Γιαννάκη της Ζούπενας στη θέση «Πόρος», του οποίου την αρχαιότερη τοιχογράφηση έχει χρονολογήσει στο β’ μισό του 11ου αιώνα.
Τα περισσότερα από τα ασκηταριά της Λακωνικής εντοπίζονται στις απόκρημνες όχθες του Ευρώτα και των παραποτάμων του και χρονολογούνται με βάση το γραπτό τους διάκοσμο γύρω στο 13ο αιώνα. Όπως όμως έχει παρατηρηθεί, η χρονολόγηση των τοιχογραφιών στο 13ο αιώνα δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο της χρήσης των χώρων αυτών από ερημίτες και ασκητές σε προγενέστερη περίοδο.
Η σύνδεση της ασκητικής δραστηριότητας του αγίου Θεοκλήτου με το συγκεκριμένο σπηλαιώδη χώρο, αν και μας λείπουν τα ασφαλή αρχαιολογικά τεκμήρια, θα μπορούσε να ενισχυθεί και από ένα ακόμη στοιχείο που με τη σειρά του συνιστά ένα ισχυρό αρχαιολογικό δεδομένο για τη συσχέτιση της δράσης του με την περιοχή αυτή. Αναφερόμαστε στη βυζαντινών χρόνων, γραπτή παράσταση του αγίου Θεοκλήτου που εικονίζεται μαζί με άλλον αδιάγνωστο άγιο σε αψίδωμα του Ιερού του ναού του Αγίου Δημητρίου στον οικισμό Καστρί Καστορίου, λίγα λεπτά της ώρας από το σπηλαιώδη ναό. Τη σχεδόν εξίτηλη μορφή του ιεράρχη, αριστερά, ταυτίζει η επιγραφή: Ο ΑΓ(ΙΟC) ΘΕΟΚΛΙΤΟS ΛΑΚΕΔΑΙΜΟ(ΝΙΑC).
Ο ναός του Αγίου Δημητρίου είναι μονόχωρο δρομικό κτίσμα με υψηλή, τρίπλευρη εξωτερικά και ημικυκλική εσωτερικά αψίδα Ιερού, συνεχόμενη ορθογώνια προσθήκη στα δυτικά και ξυλόστεγη στοά στηριζόμενη σε κυλινδρικά, λιθόκτιστα στηρίγματα, στα νότια. Η σημερινή μορφή του ναού είναι αποτέλεσμα διαφόρων επεμβάσεων που έγιναν κατά καιρούς επιφέροντας αλλοίωση στην τυπολογία και στη μορφολογία του.
Ο πυρήνας του (διαστ.8.48μ. x 4.62μ.) ανήκε στον αρχιτεκτονικό τύπο των σταυρεπίστεγων ναών και μάλιστα στην παραλλαγή Α3 σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση του Αν. Ορλάνδου, όπως προκύπτει από τη διάρθρωση των πλάγιων τοίχων εσωτερικά με τρία τυφλά αψιδώματα, από τα οποία το μεσαίο αντιστοιχούσε σε εγκάρσια καμάρα. Η επιλογή του σταυρεπίστεγου αρχιτεκτονικού τύπου, η διάσωση του οποίου είναι βεβαιωμένη από το 13ο αιώνα και μετά, οι αναλογίες του κτίσματος και η επιμελημένη μορφή της τοιχοποιίας στην αψίδα του Ιερού και σε τμήμα της νότιας πλευράς με επάλληλες στρώσεις μεγάλων λίθων, αδρά κατεργασμένων στην εξωτερική τους παρειά, που χωρίζονται μεταξύ τους από σειρές μονής πλίνθου, συνηγορούν για τη χρονολόγησή του στην υστεροβυζαντινή εποχή.
Ο ναός του Αγίου Δημητρίου έχει κτισθεί στη θέση «Μεσονήσια» μεταξύ δύο παραποτάμων του Ευρώτα και δεσπόζει σε μια μεγάλη πεδινή έκταση που ασφαλώς θα είχε ζωτική σημασία για τους Λακεδαιμόνιους. Στο σημείο αυτό υπενθυμίζουμε το θαύμα του αγίου Θεοκλήτου που προαναφέρθηκε σχετικά με την εκδίωξη ενός σμήνους ακρίδων από τα σπαρτά. Η απεικόνιση λοιπόν του αγίου στο ναό, και μάλιστα η ένταξή του στο εικονογραφικό πρόγραμμα του Ιερού Βήματος αποτελεί εικαστική προβολή της υψηλής θέσης που κατείχε ως αρχιερέας, σε τοπικό επίπεδο και ενδεχομένως υποδηλώνει την τοπική λατρεία του.
Συγκεφαλαιώνοντας, η τοιχογραφία του ναού του Αγ. Δημητρίου Καστρίου συνιστά μια ισχυρή ανάμνηση της αγιότητας του Θεοκλήτου, όπως καθιερώθηκε στη συνείδηση των συγχρόνων του στην ευρύτερη περιοχή της Λακεδαιμονίας και κληρονομήθηκε στη μνήμη των γεωργών κατοίκων της την υστεροβυζαντινή εποχή.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Chrestou, E., and K. Nikolaou, 1990. «Στοιχεία για την κονωνία και τον καθημερινό βίο στην περιοχή της Λακωνικής (Θ´–IB´αι. ) από αγιολογικά κείμενα», Βυζαντιναί Μελέται, 2: 3–27.
Christophilopoulou, A., 1981: Βυζαντινή Ιστορία, B1 (610–867). Athens.
- 1991. Βυζαντινή Ιστορία, B2 (867–1081).
Doris, M., 1991. Πρόταση για την τυπολογία των σταυρεπίστεγων ναών. Athens.
Drandakis, N. B., 1976. «Έρευναι εις την Μεσσηνιακήν Μάνην», PAE: 218–219.
1987–88. «Σπηλαιώδεις ναοί Λακωνίας Βυζαντινών χρόνων», Πρακτικά Γ’ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών (Καλαμάτα 8–15 Σεπτεμβρίου 1985). Athens: II: 213–18.
1988: «Ο σπηλαιώδης ναός του Αϊ-Γιαννάκη στη Ζούπενα»,
Deltion tis Christianikis Archaiologikis Etaireias 13: 79–91.
- 1996. «Σχεδίασμα καταλόγου των τοιχογραφημένων βυζαντινών ναών της Λακωνίας» Lak. 13: 167–236.
Jenkins, R. J. H. and C. Mango, 1961. ‘A Synodicon of Antioch and Lacedaemonia’, Dumbarton Oaks Papers 15: 225–42.
Konti, V. , 2000. «Η Βυζαντινή Πελοπόννησος», in Οι Μεταμορφώσεις της Πελοποννήσου (4ος-15ος αιώνας.). Ειδικές Μορφωτικές Εκδηλώσεις EIE. Athens: 35–58.
Konti, V. (ed.), 2004. Ο Μοναχισμός στην Πελοπόννησο,4ος -15ος αιώνας Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, Διεθνή Συμπόσια 14 Athens.
Kountoura-Galake, E., 2001. Οι Σκοτεινοί Αιώνες του Βυζαντίου(7ος–9ος αιω.). Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών, Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, Διεθνή Συμπόσια 9. Athens.
Küpper, H. M., 1990. Der Bautypus der griechischen Dachtranseptkirche II. Amsterdam.
Lambropoulou, A., 1994. Ο Ασκητισμός στην Πελοόννησο κατά τη Μέση Βυζαντινή Περίοδο. Athens.
Laurent, V., 1963. ‘La date de l’érection des Métropoles de Patras et de Lacédémone’, Revue des Études Byzantines:129–41.
Lemerle, P., 1963. ‘La chronique improprement dite de Monemvasie: le contexte historique et légendaire’, Revue des Études Byzantines 21: 5–49.
Mansi, J. D. (ed.), 1960–1961. Sacrorum Conciliorum nova et amplissima Collectio XVI and XVII (photographic reprint).
Mantas, A. G., 2001. Το Εικονογραφικό Πρόγραμμα του Ιερού Βήματος των Μεοβυζαντινών ναών της Ελλάδας (843–1204). Athens.
Orlandos, A. K. 1935. «Οι σταυρεπίστεγοι ναοί της Ελλάδος», Αρχείον των Βυζαντινών Μνημείων της Ελλάδος 1: 41–52.
Pertusi, A., 1952. Constantino Porfirogenito, De Thematibus, Vatican (photographic reprint 1967).
Sgouritsas, A. G., 1956. «Ο Λακεδαιμονίας Άγιος Θεόκλητος», Theologia 27: 567–93.
Vasilikopoulou-Ioannidou, A., 1979. «Λακωνία , Λάκωνες εις τους Βυζαντινούς Συγγραφείς, Lak. Spoud. 4:3–13.
Veïs, N. A., 1916. ‘Vie de Saint Theóclète, évêque de Lacédémone, publiée d’après le manuscrit N. 583 de la Bibliothèque Barberine’, Vizantijskoe Obozrenie 2, Supplement I: 1–54.
Velissariou, P. 1987–88: «Το άντρον της καθοσιώσεως Οσίου Νίκωνος του Μετανοείτε (ι αιών) », in Πρακτικά Γ΄Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών (Καλαμάτα 8–15 Σεπτεμβρίου 1985). Athens: II, 465–71.
Zakythinos, D. A., 1957. «Κάστρο Λακεδαίμονος», Hellenika 15: 108–11.
Živkoviæ, T., 1999. ‘The date of the creation of the theme of Peloponnese’, Symmeikta 13: 141–54.
Δημοσιεύτηκε στον ΠΟΛΥΔΕΥΚΗ, τεύχος 11, σελ. 12-13