Επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε το παρακάτω κείμενο:
Η Ανάσταση του Χριστού είναι το πιο μεγάλο θαύμα, που μ’ αυτό σφράγισε ο Κύριος το έργο της σωτηρίας που ήρθε να κάνη στον κόσμο. Απάνω στην Ανάσταση στηρίζεται ακλόνητα η θρησκεία μας: «Ει δε Χριστός ουκ εγήρερται», λέγει ο Απόστολος Παύλος, «κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις υμών». «Αν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, τότε το κήρυγμά μας γι’ αυτόν είναι κούφιο, ψεύτικο και η δική σας πίστη είναι ψεύτικη».
Φαντάσου λοιπόν τι λογής Χριστιανοί είναι κάποιοι που λένε πώς πιστεύουνε στο Χριστό, αλλά όχι και στην Ανάστασή του!
Γι’ αυτό, πολύ σωστά η Ανάσταση του Χριστού είναι η σπουδαιότερη και η λαμπρότερη γιορτή της Ορθοδοξίας, κι’ ο λαός μας τη λέγει Λαμπρή.
Αυτή λοιπόν τη λαμπρή γιορτή που είναι για τον λαό μας «εορτών εορτή και η πανήγυρις πανηγύρεων», η Εκκλησία μας, η πρωτότοκος Αποστολική Εκκλησία, την καταστόλισε με ό,τι υψηλό πνευματικό έργο μπορέσανε και προσφέρανε στον αναστημένο Χριστό οι εξαίσιοι υμνογράφοι και οι θαυμαστοί αγιογράφοι μας.
Η ορθόδοξη αγιογραφία είναι μια από τις εκκλησιαστικές τέχνες της εκκλησίας μας. Κι’ επειδή πολλοί από μας δεν γνωρίζουνε τι είναι, καλά-καλά, αυτή η τέχνη, θα προσπαθήσω να γράψω παρακάτω, όσο πιο σύντομα μπορέσω ό,τι θα βοηθήση τον αναγνώστη για να πάρη μια ιδέα για την ορθόδοξη αγιογραφία μας.
Η αγιογραφία, καθώς κ’ οι άλλες εκκλησιαστικές τέχνες, δεν έχει σκοπό να ευχαριστήση μονάχα τα μάτια εκείνων που μπαίνουνε στην εκκλησία, όπως κάνει η άλλη, η κοσμική ζωγραφική, αλλά ν’ ανεβάση την ψυχή τους απ’ τον υλικό κόσμο στον πνευματικό. Η συγκίνηση που πρέπει να δώσουνε στον πιστό τα έργα της εκκλησιαστικής τέχνης είναι αλλοιώτικη απ’ τη συγκίνηση που νοιώθει βλέποντας ή ακούγοντας μια κοσμική εικόνα ή ένα μουσικό έργο της κοσμικής μουσικής ή ένα ποίημα. Αυτή η ιδιαίτερη συγκίνηση λέγεται «κατάνυξη».
Για τούτο και τα έργα της εκκλησιαστικής εικονογραφίας που σταλάζουνε στη ψυχή αυτή την κατάνυξη, είναι ζωγραφισμένα κατά διαφορετικόν τρόπο από τους πίνακες της κοσμικής ζωγραφικής. Πρώτα-πρώτα δεν είναι ζωγραφισμένα με φυσικό τρόπο, ένα πράγμα που το ζητάνε οι πολλοί άνθρωποι και που το νομίζουνε σπουδαίο. Αυτή η αφυσικότητα δεν έχει για αιτία το ότι οι αγιογράφοι δεν γνωρίζουνε με φυσικόν τρόπο, αλλά γιατί με τη φυσική ζωγραφική δεν μπορεί να εκφρασθή το μυστικό βάθος της ορθοδοξίας, δηλαδή της θρησκείας του Χριστού.
Οι εικόνες που ζωγραφίζανε οι αγιογράφοι της Ανατολής, οι λεγόμενες βυζαντινές, εκφράζουν ένα άλλο κόσμο, κι’ αυτό γίνεται με τη λεγόμενη «αναγωγή». Αναγωγή είναι το ανέβασμα του κάθε τι που παριστάνεται σε μιαν εικόνα, από τον αισθητό κόσμο, που τον νοιώθουμε με τις αισθήσεις, στον πνευματικό κόσμο, που τον νοιώθουμε με την πνευματική αίσθηση.
Η τέχνη που ζωγραφίζει με στοιχεία του αισθητού κόσμου, δηλαδή του υλικού, και που προσπαθεί να μιμηθή τη φύση, λέγεται αναπαραστατική, ενώ η τέχνη της αγιογραφίας λέγεται λειτουργική. Η αναπαρασταστική τέχνη λέγεται έτσι επειδή αναπαριστάνει τα πράγματα του φυσικού κόσμου, όπως γίνεται σήμερα με τον κινηματογράφο.
Μ’ αυτόν τον αναπαραστατικό τρόπο είναι ζωγραφισμένα τα έργα της ιταλικής Αναγέννησης, που έχουνε μεν θέμα θρησκευτική, αλλά είναι ζωγραφισμένα με τον τρόπο της κοσμικής ζωγραφικής. Ενώ με τα έργα της αγιογραφίας είναι ζωγραφισμένα με άλλη τεχνοτροπία, πού δεν είναι φυσική, και γι’ αυτό φαίνονται παράξενα και άτεχνα σε όσους ζητούνε να βρούνε φυσικότητα σε κάθε είδος ζωγραφική.
Στις βυζαντινές εικόνες, δηλαδή στις εικόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τα άγια πρόσωπα παριστάνονται «εν αφθαρσία», ενώ με τη φυσικότητα μπορούνε να παρασταθούνε μοναχά φθαρτά πράγματα, όπως είναι αυτά που βλέπουμε. Με την ευσέβεια και με την πίστη, ο άνθρωπος μπόρεσε να ζωγραφίση ξεκινώντας από τα υλικά, κάποια πνευματικά οράματα, που έρχονται από τον κόσμο του μυστηρίου της θρησκείας.
Αυτή, με συντομία, είναι η διαφορά ανάμεσα στην κοσμική ζωγραφική και στην αγιογραφία. Αγιογραφία υπάρχει μονάχα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, γιατί, όπως είπαμε, στην Καθολική Εκκλησία υπάρχει η θρησκευτική ζωγραφική, δηλαδή η κοσμική ζωγραφική, η αναπαραστατική, που παίρνει από την θρησκεία μοναχά το θέμα που θέλει να ζωγραφίση.
Οι αγιογραφικές εικόνες που παριστάνουνε την Ανάσταση του Χριστού, είναι ζωγραφισμένες με την λειτουργική τεχνοτροπία, που τη λένε Βυζαντινή. Οι Βυζαντινοί αγιογράφοι δεν ζωγραφίζουνε τον Χριστό να βγαίνει από το μνήμα, όπως κάνουνε οι Δυτικοί ζωγράφοι, αλλά το Χριστό που κατέβηκε στον Άδη, νικητής του θανάτου, και γλύτωσε από τη φθορά το ανθρώπινο γένος. Γι’ αυτό έχει και την επιγραφή «Η εις Άδου Κάθοδος».
Στη μέση ζωγραφίζεται ο Χριστός με μιαν ορμητική κίνηση, πατώντας απάνω στις πύλες του Άδου, που είναι σπασμένες από τη θεϊκή δύναμή του, και πού καταπλακώνουνε τον Άδη, δηλαδή τον θάνατο, που κείτεται αλυσοδεμένος μπρούμυτος, μέσα σ’ ένα σκοτεινό σπήλαιο. Ο Κύριος με το δεξί χέρι του τραβά τον Αδάμ από τον τάφο, και με τα’ αριστερό την Εύα, κι’ αυτό συμβολίζει τη νεκρανάσταση, όλου του ανθρωπίνου γένους. Δεξιά κι’ αριστερά στέκουνται «οι απ’ αιώνος νεκροί» σε στάση προσευχής, οι προφήτες Δαυίδ, Σολομών, Ησαΐας, Ηλίας κ.λπ., οι δίκαιοι Άβελ, Ενώχ, κ.λπ., καθώς και ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, που αφού προφήτεψε τον ερχομό του Χριστού απάνω στη γη, μετά την αποκεφάλισή του, κατέβηκε στον Άδη και προείπε και στους «απ’ αιώνος εκεί καθεύδοντας», πώς θα κατέβη ο Χριστός, νικητής του θανάτου, για να τους ελευθερώση από την καταδίκη της φθοράς.
Τούτη δηλαδή η εικόνα παριστάνει όσα λέγει το πασίγνωστο τροπάρι του Πάσχα που το ψέλνουνε μικροί και μεγάλοι: «Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας, και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».
Ωστόσο, στις εκκλησιές μας δεν βλέπει πια κανείς αυτή την εικόνα της Αναστάσεως, αλλά τις ιταλικές χαλκομανίες που παριστάνουνε τον Χριστό ροδοκόκκινον και ξανθό (ευρωπαϊσμένον) να βγαίνη από τον τάφο, κρατώντας μια σημαία. Αλλοίμονο! Παίρνουμε τα ιταλικά αυτά βαρβαρουργήματα, γιατί ξεπέσαμε από την πνευματικότητα που μας είχε ανεβάσει η Ορθοδοξία, και δεν είμαστε πια σε θέση να νοιώσουμε τα μεγάλα και βαθειά σύμβολα της γεραράς εικονογραφίας μας, ούτε κ’ οι περισσότεροι κληρικοί μας.
Για να φανή η ενότητα που υπάρχει στη λατρεία της Εκκλησίας μας, και η συμφωνία ανάμεσα στις εκκλησιαστικές τέχνες, βάζω παρακάτω λίγα πασχαλινά τροπάρια από την υμνωδία μας, ανθολογημένα από τον θαυμαστό και μοσκοβολημένο παράδεισο που κληρονομήσαμε, χωρίς να τον χαιρώμαστε: «Άνω Σε εν θρόνω και κάτω εν τάφω τα υπερκόσμια και υποχθόνια κατανοούντα, Σωτήρ μου, εδονείτο τη νεκρώσει Σου. Υπέρ νουν ωράθης γαρ, νεκρός ζωαρχικώτατος». Μετάφραση: «Σαν σε καταλάβανε, ω Σωτήρα μου, τα υποχθόνια (ο Άδης, ο κάτω κόσμος), εσένα που κάθεσαι στο θρόνο της δόξας, ψηλά στον ουρανό, να κατεβαίνης κάτω, στον τάφο, τρανταχτήκανε, βλέποντάς Σε νεκρό. Γιατί φανερώθηκες, κατά ένα τρόπο ακατανόητον, νεκρός. Εσύ που είσαι η πηγή της ζωής». «Ο Άδης, Λόγε, συναντήσας Σοι επικράνθη, βροτόν ορών τεθεωμένον, κατάστικτον τοις μώλωψι και πανσθενουργόν, τω φρικτώ της μορφής δε διαπεφώνηκε». Μετάφραση: «Ο Άδης, Λόγε, σαν σε συναπάντησε (τότε που κατέβηκες στα καταχθόνια), φαρμακώθηκε, βλέποντας έναν θνητόν άνθρωπο να είναι Θεός, και να είναι καταπληγωμένος (γεμάτος από λαβωματιές, στα χέρια, στα πόδια και στο πλευρό) και μαζί παντοδύναμος, κι από την τρομερή όψη Σου καταταράχθηκε».
«Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια. Εορταζέτω γουν πάσα κτίσις την έγερσιν Χριστού, εν η εστερέωται». Μετάφραση: «Τώρα γεμίσανε όλα από φως, ο ουρανός κ’ η γη και τα καταχθόνια. Ας γιορτάζη, λοιπόν, όλη η κτίση την Ανάσταση του Χριστού, που μ’ αυτή στερεώθηκε».
«Κατήλθες εν τοις κατωτάτοις της γης και συνέτριψας μοχλούς αιωνίους, κατόχους πεπεδημένων, Χριστέ, και τριήμερος, ως εκ κήπους Ιωνάς, εξανέστης του τάφου». Μετάφραση: «Κατέβηκες Χριστέ, στα κατάβαθα της γης και σύντριψες τις αιώνιες αμπάρες που είχανε φυλακωμένους τους νεκρούς, κ’ ύστερα τριήμερος, όπως βγήκε ο Ιωνάς από το θεριόψαρο, έτσι κ’ Εσύ, αναστήθηκες από τον τάφο».
ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
ΑΝΕΣΤΗ ΧΡΙΣΤΟΣ, η δοκιμασία του Λογικού, εκδ. Αρμός (σελ. 131-140)