Τον περασμένο Μάιο, στο Μουσείο Μπενάκη (Πειραιώς 138) έγινε έκθεση κοσμήματος από ομάδα καλλιτεχνών. Σχέδια τολμηρά, και υλικά ασυνήθιστα για τους αμύητους στην τέχνη (πλαστικές και χρωστικές ύλες, ασήμι, ατσάλι, ύφασμα). Υλικά απλά, προσιτά, χωρίς πολύτιμους λίθους και πολύτιμα μέταλλα, με μόνη εξαίρεση το ασήμι. Τα έργα του καθενός αποτελούσαν μία ενότητα και η έμπνευση ήταν προσωπική μεν αλλά συγκεκριμένη, όπως η εντύπωση από ένα ταξίδι, από έναν περίπατο στο δάσος, από πτητικές μηχανές, λουλουδένια στεφάνια κ.ά.
Ανάμεσα στους δημιουργούς ξεχώριζε η Αγγέλικα Διπλάρη, η δική μας Αγγέλικα, η οποία σημειώνει μια αξιόλογη παρουσία στο χώρο του κοσμήματος, αν κρίνουμε όχι μόνο από το έργο της αυτό καθεαυτό αλλά και από τη συμμετοχή της σε εκθέσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Οι παρουσιάσεις κοσμήματος δε γίνονται μόνο με απλή έκθεση αλλά και με πανέμορφα μοντέλα που φωτογραφίζονται φορώντας τα. Στη συγκεκριμένη έκθεση η Αγγέλικα παρουσίασε καρφίτσες και περιδέραια, φτιαγμένα από ξύλο, αρζαντό, χρωστικές, ανοξείδωτο ατσάλι, πατίνα, βερνίκι και ξυλοπολτό.
Τα έργα, εκτέθηκαν σε γυάλινες προθήκες του μουσείου, και στη ράχη, στον τοίχο που αντιστοιχούσε στην προθήκη, αναγράφονταν το όνομα του δημιουργού και κάποιες σκέψεις του για τα δημιουργήματά του.
Αυτά τα έργα της Αγγέλικας είχαν τίτλο, «Το δάσος του κρυσταλλωμένου Χρόνου» και η ίδια αφηγείται… «Μαζεύω ξύλα πεσμένα στο έδαφος. Τα απλώνω στο τραπέζι και παρατηρώντας αυτά τα οργανικά υλικά, νιώθω την ανάγκη μέσα από τις δικές μου παραμορφώσεις και την εικονογραφική διάθεση να συνεχίσω τις πολύπλοκες ιστορίες που διηγούνται. Να ακυρώσω τη φθοροποιό υπόσταση του χρόνου, όπως αυτή αποτυπώνεται πάνω τους μέσω της διπλής κρυσταλλοποίησης του υλικού (από τη φύση και από μένα). Η ανάγκη να διατηρήσω ένα χρόνο που κυλάει ασταμάτητα με εμπνέει και με σπρώχνει να ερευνήσω. Παρατηρώ το υλικό του ξύλου και τις επιπτώσεις που έχει ο χρόνος στην επιφάνειά του. Το επεξεργάζομαι και μέσα από αυτή τη διερευνητική διαδικασία στοιχείων προσπαθώ να αποτυπώσω την προοπτική του αύριο με το συναίσθημα του τώρα».
Θεοδώρα Πελεκάνου-Δαρειώτη