Στο Liddell Scott το επιλαλώ σημαίνει αντιλέγω, λέω εναντίον, λοιδωρώ, φλυαρώ ομιλώ εναντίον κάποιου.
Λαλώ σημαίνει προωθώ τα ζώα να προχωρήσουν, φλυαρώ χωρίς μέτρο με τρόπο αγενή και παράλογο. Η πρόθεση επί, σημαίνει αμέσως μετά και εναντίον.
Κατά το Ποντιακό λεξικό το πιλάλημα είναι η καταλαλιά, από φθόνο που μπορεί να συνεπάγεται και βασκανία. Επιλαλώ εναντίον κάποιου με αποτέλεσμα το πιλαλητό, το τρεχαλητό.
Σύμφωνα με το γλωσσικό ιδίωμα Κρήτης, λαλητός λέγεται αυτός που οδηγείται χωρίς τη θέλησή του, ο σπρωχτός «τονε φέρανε λαλητό». Τον πηγαίνουν βρίζοντας και αυτός τρέχει για να ξεφύγει. Λαλώ το ζώο σημαίνει το παρακινώ να προχωρεί πιο γρήγορα π.χ. «λάλιε το μουλάρι να φτάξουμε στο χωργιό πριχού μουντίσει».
Ο Κοραής υποστηρίζει πως το πιλαλώ προέρχεται από το μεσαιωνικό επιλαλώ. Με δεύτερο συνθετικό το λαλώ που σημαίνει ομιλώ, φλυαρώ, ηχώ, προφέρω άσημες φωνές για να επιταχύνω τη βάδιση ενός ζώου π.χ. «λάλει τον γάιδαρο». Από το σύνθετο επιλαλώ γεννήθηκε το χυδαϊκό πιλαλώ και όχι πηλαλώ, που σημαίνει τρέχω όχι μόνο σαν ιππότης (καβαλάρης) αλλά και πεζός.
Στο λεξικό Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γ. Μπαμπινιώτη πηλάλα και πιλάλα είναι το γρήγορο τρέξιμο, η τρεχάλα.
Στο ετυμολογικό λεξικό Ανδριώτη πηλάλα είναι ο καλπασμός από το ρήμα πηλαλώ, πηλάλημα και πηλαλητό. Το γράφει με ήτα χωρίς να το ετυμολογεί. Ίσως το συνδυάζει με τον πηλό, τη λάσπη, «κόψε λάσπη» δηλαδή φύγε γρήγορα.
Γροθάρια
Γροθάρια είναι τα μικρά φυτά ελιάς και γροθαρομάντρι λέγεται το φυτώριο στο οποίο καλλιεργούνται τα γροθάρια.
Προφανώς προέρχεται από την αρχαία λέξη γρόνθος που σημαίνει πυγμή, κόνδυλος, γροθιά (Λίντελ Σκοτ). Γύρω από τα μεγάλα ελαιόδεντρα βλαστάνουν παραφυάδες (κωλορίζια) που χρησιμεύουν για τον πολλαπλασιασμό της ελιάς.
Ο Γενάδιος στο Φυτολόγιό του αναφέρει πως στη βάση του κορμού και ιδίως πάνω από τις κύριες ρίζες παλαιών ελαιοδέντρων αναπτύσσονται μεγάλοι οζώδεις ωοειδείς ή σφαιροειδείς όγκοι που ονομάζονται γόγγροι.
Κατά τον Νοέμβριο τα δέντρα ξελακκώνονται γύρω-γύρω μέχρι να αποκαλυφθούν οι κυριότερες ρίζες από τις οποίες αφαιρούνται με πριόνι, σμίλη ή σκεπάρνι, δύο ή τρεις γόγγροι μετρίου μεγέθους, σε σχήμα γροθιάς που φυτεύονται αμέσως σε φυτώριο ή και επί τόπου σε λάκκους 50 εκατοστών και καλύπτονται με στρώμα φυτικής γης. Ποτίζονται αν ο καιρός είναι ξηρός και από τον επόμενο μήνα, βγαίνουν οι βλαστοί οι οποίοι δεν θίγονται για μία τετραετία. Μετά τα 4 χρόνια, αποσπώνται οι πλεονάζοντες βλαστοί και αφήνεται ο ευρωστότερος που μονοβεργίζεται, εμβολιάζεται και διαμορφώνεται σε δέντρο.
Αυτά τα νεαρά φυτά ελιάς στη Βόρεια Λακωνία λέγονται γροθάρια και γροθαράκια. Από αυτά καταρτίζεται το γροθαρομάντρι το οποίο διατηρείται για χρόνια και παρέχει άφθονα φυτά για τον πολλαπλασιασμό της ελιάς.
Οι λεξικογράφοι Δουκάγγιος, Ησύχιος και Σκαρλάτος Βυζάντιος δίνουν τα συνώνυμα της λέξης γρόνθος (κόνδυλος, δραξ, πυγμή) που αποδίδουν σχηματικά το «γροθάρι».




















