Βεργατσούλα ήταν το πρόχειρο στέγαστρο στο οποίο καθόταν ο βεργάτης.
Ο βεργάτης ήταν ο δραγάτης, ο αγροφύλακας, ο φύλακας των αμπελιών. Αυτός λοιπόν καθόταν σε ένα ψήλωμα και αγνάντευε νυχτοήμερα τ’ αμπέλια για να τα προστατέψει από τυχόν κλέφτες. Εάν δεν υπήρχε φυσικό ίσκιωμα από δέντρα ή θάμνους έφτιαχνε ένα πρόχειρο στέγαστρο από κλαριά και φτέρες.
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο ΝΕ Σπουδών ο δραγάτης είναι μεσαιωνική λέξη που προέρχεται από την ελληνιστική λέξη (δραγάτης) και είναι ο αγροφύλακας κυρίως αμπελιών.
Κατά τον Κριαρά δραγασία είναι το μέρος όπου κάθεται ο δραγάτης σκοπιά.
Δραγατεύω ή δεργατεύω σημαίνει είμαι δραγάτης φύλακας κήπου και αμπελιών. «Είδε αυτόν τον μίσθαρνον του κήπου τον δραγάτην» (Καλλίμαχος).
Ο Κοραής συνδέει τον δραγάτη με τη λέξη δράνα. "Δράνα" είναι ο κορμός αμπέλου και συγγενεύει ίσως με το εδάνη του Ησύχιου είδος αμπέλου, με το δρόπις τρυγητός και με το δράχμα τον βότρυν της σταφυλής. Το τελευταίο αυτό εγέννησε ίσως το δραγάτης το οποίο ο Σομαϋέρας εξηγεί αμπελοφύλαξ.
Ο Δουκάγγιος παραθέτει στίχους ανώνυμου ποιητή με τη μεταφορική σημασία της λέξης.
«Ος και του κάστρου βασιλεύς και της δεσποίνης δούλος, και των χαρίτων κηπουρός της καλλονής δραγάτης».
H βεργατσούλα στηνόταν σε τέτοια τοποθεσία, ώστε ο βεργάτης (αγροφύλακας) να έχει πλήρη έλεγχο της περιοχής.
Κατά τον Βασίλη Λάμπο υπάρχουν 3-4 σχετικά τοπωνύμια στην περιοχή του Καστορείου.
Στο Ζευγολατιό Κορινθίας δραγατσούλα και τραγατσούλα έλεγαν το πρόχειρο κιόσκι που έφτιαχναν στον καιρό του τρύγου, με ξύλα και κλαριά. Ήταν κλεισμένο από τις τρεις πλευρές και είχε πάγκους για να κάθονται οι εργάτες που καθάριζαν τα σταφύλια. Αυτό το παράπηγμα λεγόταν και ίσκιος.
Πηγή φωτογραφίας: https://tovaltino.blogspot.com/2011/03/blog-post_4162.html
Ντώνω
Ντώνω σημαίνει χαλαρώνω, υποχωρώ, π.χ. «δεν με ντώνει καθόλου, με έχει συνέχεια στην τσίτα» ή «έντωσα το σκοινί, για να μην πνιγεί το ζωντανό». Προέρχεται από το αρχαιοελληνικό ρήμα ενδίδω που παράλληλα με τις άλλες σημασίες σημαίνει υπείκω (υποχωρώ), επιτρέπω, υποχωρώ, εγκαταλείπω.
Στα ποντιακά υπάρχει ο τύπος εντώκα, από το ενέδωκα και ενδώκα.
Ενδόσιμος είναι ο ενδοτικός, ο εύκολος και ένδοσις η ύφεση. Αντίθετο το ενδοτικός είναι ο ανένδοτος, ο ανυποχώρητος.




















