Του Λεωνίδα Σουχλέρη
Αρχαιολόγου της Εφορείας Αρχαιοτήτων Λακωνίας
Στις 21 Ιουλίου του 1718 με τη συνθήκη του Πασάροβιτς (Pažarevac) έληξε και ο τελευταίος Βενετοτουρκικός Πόλεμος, όπου η Βενετία έχασε οριστικά την Πελοπόννησο, την οποία ήδη από το 1715 είχαν καταλάβει τα οθωμανικά στρατεύματα.
Τα πρώτα χρόνια ο πληθυσμός υπέμεινε τον οθωμανικό ζυγό, αλλά το 1770 προσπάθησε χωρίς επιτυχία να τον αποτινάξει. Oι κάτοικοι γνώρισαν τη βαναυσότητα των Τουρκαλβανών που για μια δεκαετία εδήωσαν ολόκληρη την Πελοπόννησο.
Οι οδυνηρές επιπτώσεις της αποτυχημένης επανάστασης του 1770 αν και προκάλεσε μεγάλες καταστροφές στην Λακωνία και στη βόρεια Λακεδαίμονα δεν συντέλεσε εν τέλει και στην αποδιοργάνωση των κοινοτήτων του βόρειου Ταϋγέτου. Απόδειξη για αυτό αποτελεί ένα έγγραφο με ημερομηνία 22 Οκτωβρίου 1789 (Αρχείο Π. Τζωρτζάκη), όπου εννέα (9) κοινότητες, η Αγόριανη, ο Λογκανίκος, η Κοτίτσα, η Τρύπη, η Βορδόνια, το Καστρί, η Καστανιά, τα Περιβόλια και το Γεωργίτσι, συγκροτούν τη γεωγραφική, διοικητική και πολιτική ενότητα της Πάνω Ρίζας του Ταϋγέτου (Εικ.1-2).
Ο κάθε οικισμός διαθέτει το δικό του πληρεξούσιο (κοινοτικό άρχοντα) προφανώς ανάλογα με το πληθυσμιακό μέγεθος και την οικονομία του. Η Κοτίτζα εκπροσωπείται με τους Δημήτρη Κίντη, Νικολό Κίντη, Γιαννάκη Κόμνο καί Σπηλιώτη Κοτζωνόπουλο, ενώ ο Λογκανίκος με τους Αναστάση Ιατρό, Δημήτρη Μελεγό καί Νερούτσο Ιατρό. Η Αγόριανη έχει εκπρόσωπο τον Γιαννάκη Μπαλάτη, η Καστανιά τους Διαμαντή Μάτζη, Παπα-Θανάση, Γιωργάκη Χαριτάκη και Γιωργάκη Τζωρτζάκη, το Καστρί τους Γιωργάκη Δημητρακάκη και Παπα – Λινάρδο, τα Περιβόλια τον Δημητράκη Σταμέλο, η Βορδώνια τον Αναγνώστη Κοπανίτζα και το Γεωργίτσι τον Αναγνώστη Αλούμη και Βασιλάκη Κούλη.
H Κοτίτσα, σύμφωνα με την παράδοση, και μαρτυρίες αγωνιστών της Επανάστασης του 1821, υπέστη την περίοδο 1770 - 1779 ολοσχερή καταστροφή από τους Τουρκαλαβανούς. Με το παραπάνω όμως έγγραφο, μαζί με τον Λογκανίκο (Εικ. 3). και την Καστανιά έχει την πρωτοκαθεδρία στην πολιτική αυτή ενότητα καθώς εκπροσωπείται με τέσσερις (4) εκπροσώπους. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι η Κοτίτσα δέκα (10) χρόνια μετά την λήξη των ληστρικών επιδρομών των Τουρκαλβανών (Ιούλιος 1779), διατηρεί ακέραιη την κοινοτική και πολιτικής της δύναμη στην επαρχία του Μυστρά. Η μη ύπαρξη όμως ακμαίας κοινότητας το 1821, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αποτυχημένη επανάσταση του 1770 αποτέλεσε την αφετηρία για την παρακμή της, η οποία στο διάστημα των μετέπειτα πενήντα χρόνων έως και την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης (1821), εγκαταλείφτηκε από τους κατοίκους της και οι ευπορότερες οικογένειες μετανάστευσαν στα μεγάλα αστικά κέντρα της Πελοποννήσου (Άργος, Ναύπλιο, Τρίπολη, Καλαμάτα, Μυστρά, ν.Κύθηρα) και της Ανατολικής Μεσογείου (Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια, Τεργέστη, Οδησσός, Σμύρνη κτλ.).
Οι κοινότητες της Πελοποννήσου, ιδιαίτερα κατά τη δεύτερη τουρκοκρατία (1715-1821), για την άμεση ρύθμιση των φόρων, την απαλλαγή από κακούς και καταπιεστικούς εκπροσώπους της τουρκικής διοικήσεως και για την επίλυση και άλλων ζητημάτων τους, εξέλεγαν και έστελναν στην Κωνσταντινούπολη έκτακτους κοινοτικούς αντιπροσώπους που ονομάζονταν βεκιλήδες. Ο κοινότητες της Πελοποννήσου εμφανίζονται στις πηγές να κάνουν χρήση του ευεργετικού αυτού δικαιώματος. Οι βεκιλήδες με τη συνεργασία συμπατριωτών τους που διέμεναν στην "Πόλη" και με τη συμπαράσταση του Πατριαρχείου, ξοδεύοντας και τα απαραίτητα για μπαχτσίσια, κατόρθωναν πολλά.
Για το εν λόγω έγγραφο που υπογράφουν οι δημογέροντες και οι προεστοί των κοινοτήτων ο ιστορικός Τ.Γριτσόπουλος αναφέρει τα εξής: " Η διασπορά στον χώρο αυτόν των 9 χωριών και η ένωσις αυτών σε πολιτικήν μονάδα κατά την δευτέραν Τουρκοκρατίαν έχει ιδιαιτέραν σημασίαν και μαρτυρεί πολύ σημαντική οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, διατήρησιν της παλαιοτέρας πολιτιστικής παραδόσεως, διότι τα περισσότερα γνωστά από τα 9 χωριά της Ρίζας διέσωσαν ζωηρά ίχνη της προτέρας των ακμής δια της διατηρήσεως των μνημείων των." Τα εννέα χωριά καλύπτουν μια μεγάλη γεωγραφική έκταση στις ανατολικές κλιτύες του Ταϋγέτου, από τη "Λαγκάδα" της Τρύπης έως τις πηγές του Ευρώτα στο Λογκανίκο.
Το περιεχόμενο του εγγράφου αφορά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι κοινότητες αυτής της γεωγραφικής ενότητας, στα οποία αδυνατεί να δώσει λύση τόσο η έδρα του βιλαετιού στο Μυστρά, όσο και η έδρα του τοπικού πασά στην Τριπολιτσά, όπου επιλύονταν τα διοικητικά θέματα του Μοριά.
Οι υποθέσεις και οι δουλείες που θα πρέπει να διευθετήσουν οι βεκιλήδες που ήδη έχουν σταλεί στην Κωνσταντινούπολη θα πρέπει πιθανότατα να αφορούν οικονομικά θέματα και να σχετίζονται με τις νέες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν μετά και την συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) και την κυρίαρχη παρουσία πλέον των Ρώσων στον Εύξεινο Πόντο, στα Βαλκάνια και το Αιγαίο.
Μετά τις καταστροφές που υπέστησαν οι Πελοποννήσιοι την περίοδο 1700-1779 από τη μάστιγα των Τουρκαλβανών και προκειμένου να αποτρέψουν τους Ορθόδοξους Έλληνες να καταφύγουν στην προστασία της Ρωσικής αυτοκρατορίας, οι Οθωμανοί Σουλτάνοι Αβδούλ Χαμίτ Α'(1774-1789) και Σελίμ Γ'(1789-1807) πήραν μια σειρά από οικονομικά μέτρα για την προστασία του χριστιανικού πληθυσμού, εκδίδοντας φιρμάνια για την παραχώρηση προνομίων στους έλληνες εμπόρους και την προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας των υπηκόων τους. Μετά το 1770 τριάντα έξι χωριά του Μυστρά τελούσαν υπό ειδική προστασία από την Υψηλή Πύλη καθώς είχαν παραχωρηθεί είτε σε υψηλό αξιωματούχο του παλατιού, είτε στην ίδια την μητέρα του Σουλτάνου.
Η απόφαση των εκπροσώπων των κοινοτήτων της Επάνω Ρίζας του Ταϋγέτου να αποστείλουν βεκιλήδες στην Κωνσταντινούπολη τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, το φθινόπωρο του 1789, και επιπλέον να ενισχύσουν την αντιπροσωπεία τους με τον Τούρκο Χουσεΐν εφέντη, ο οποίος ορίζεται "συμβοηθός και ἐνεργητής" και χαρακτηρίζεται ως "σοφολογιώτατος", σημαίνει ότι διακυβεύονταν σημαντικά οικονομικά, εκκλησιαστικά και διοικητικά προνόμια τα οποία είχαν κερδηθεί μετά τη λήξη των πολεμικών γεγονότων της αποτυχημένης επανάστασης του 1770.
Με το τέλος της βασιλείας του Αβδούλ Χαμίτ το 1789 ανέβηκε στον Οθωμανικό θρόνο ο σουλτάνος Σελίμ Γ,' που προσπάθησε να επιβάλλει μέσα εκσυγχρονισμού της παρακμάζουσας οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τα σημαντικά αυτά πολιτικά γεγονότα που διαδραματίζονται στην Πόλη επηρεάζουν αποφασιστικά και την οικονομική και πολιτική ζωή των επαρχιακών κέντρων. Θεωρούμε ότι οι 22 δημογέροντες των εννέα χωριών της Επάνω Ρίζας του Ταϋγέτου αποφασίζουν με πολιτικά κριτήρια, προκειμένου να διασφαλίσουν τα όποια προνόμια τους, να αποστείλουν τους βεκιλήδες στην Κωνσταντινούπολη έτσι ώστε, αφ' ενός, να διατηρήσουν τα κεκτημένα και, αφετέρου, ανάλογα με τις πολιτικές συνθήκες, να εξασφαλίσουν και νέα προνόμια από τον καινούργιο σουλτάνο.
Βιβλιογραφία
Π. Χ. Δούκας, Η Σπάρτη διά μέσου των αιώνων, Νέα Υόρκη 1922, 67– 68
Τ. Αθ. Γριτσοπούλου, Πατριαρχικά γράμματα υπέρ λακωνικών μονών αποκείμενα εις το Ιστορικόν Αρχείον Σπάρτης, Λακωνικαί Σπουδαί 8 (1996), 470–476
Λ. Σουχλέρης, Η Αγόριανη της Βόρειας Λακεδαίμονος από τους Παλαιολόγειους χρόνους έως την Επανάσταση του 1821. Πρακτικά της Β΄ Αρχαιολογικής και Ιστορικής Ημερίδας «Αρχαιολογική και Ιστορική Περιήγηση στη Βόρεια Λακεδαίμονα» (Αγόριανη 10 Αυγούστου 2011). Σπάρτη 2013. 35-62
Λ. Σουχλέρης, Η Βυζαντινή οχυρωμένη κώμη του Λογκανίκου στην Βόρεια Λακωνία, Πελοποννησιακά τομ.Λ΄ 1, Τιμητικός τόμος εις μνήμην Τ.Αθ.Γριτσόπουλου, Αθήνα 2011.
Το έγγραφο των κοινοτήτων της Επάνω Ρίζας του Ταϋγέτου (22-10-1789, προέρχεται από το Αρχείο Π. Τζωρτζάκη)
{jcomments on}