Ένα μικρό χωριό κοντά στα Καλάβρυτα, τ' Άρμπουνα, είχε μείνει άγρυπνο όλη τη νύχτα της Παρασκευής προς το Σάββατο, 17 με 18 Μαρτίου 1846. Αναμένες λουσέρνες τρεμόσβυναν, σκιές γλυστρούσαν από τα πορτόνια της κάθε καλύβας για να περάσουν στο σπίτι του διπλανού ν' αλλάξουν δυο κουβέντες, να ησυχάσουν τον ξαναμένο νου τους με τη γνώμη του άλλου.
Που και που ακουγόταν ένας αναστεναγμός γυναίκας που σιγόκλαιγε κι' αριά και που ηχούσαν τα κλάμματα των παιδιών που ξυπνούσε η εναγώνια αγρύπνια των μεγάλων. Μαζί με τους ανθρώπους αγρυπνούσαν και τα ζωντανά. Μουγγάνιζαν ασυνήθιστα τα καματερά, βέλαζαν τα πρόβατα και τα κατσίκια και οι σκύλοι πότε γαύγιζαν και πότε ούρλιαζαν. Ακόμη και το ορνίθι της αυγής άρχισε να λαλεί πριν την ώρα του: Λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Αυτή η ανησυχία στα ζώα μεγάλωνε το φόβο των ανθρώπων και τη λογάριαζαν γρουσουζιά.
Στο μόνο μέρος που βασίλευε απόλυτη ησυχία ήταν το λεγόμενο Καντούνι του Σταυρού. Ήταν η άκρη του χωριού που έβλεπε προς το βοριά και δεχόταν πρώτη την παγωνιά και τα δρολάπια. Μια καλύβα από ξερολιθιά, η τελευταία του χωριού, ήταν το μοναχό μέρος όπου λύχνος δεν ανάδινε το φως του. Στεφάνι γύρω σ' αυτή την καλύβα πεντ' έξη σπίτια κλειδομπαρωμένα με φως κι ανθρώπους που αγρυπνούσαν. Οι άνθρωποι που έμεναν σ' αυτά τα φτωχόσπιτα, ήταν οι μόνοι που δεν άνοιξαν τις πόρτες τους και δεν μετακινήθηκαν κείνη τη νύχτα, για να κουβεντιάσουν με γείτονα, να δώσουν κουράγιο ή να πάρουν δύναμη. Ολόκληρο το Καντούνι του Σταυρού ήταν αποκλεισμένο με το αόρατο φράγμα του φόβου, και κάθε επικοινωνία είχε κοπεί μ' αυτό το μικρό κομμάτι του χωριού.
Από δυο βδομάδες το χωριό κυβερνούσε ο φόβος. Θανατικό είχε πέσει στα ζωντανά στα γειτονικά χωριά και περαστικοί είχαν φοβίσει τον κόσμο πως η πανούκλα είχε ζυγώσει στην περιοχή. [...] (Από την έκδοση)
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
«Ο συγγραφεύς του "Παπουλάκου" έβαλε την πέννα του στην υπηρεσία του Χριστού καταφρονώντας τη φήμη και τον εγωϊσμό που υπάρχει μέσα στην επιδίωξη της τεχνικής ικανότητας» (Φώτης Κόντογλου, Περιοδικό Κιβωτός, Μάιος 1952)
«Ο "Παπουλάκος" του Κωστή Μπαστιά ενισχύει την ήδη σημαντική σειρά των έργων, όσα πάνε να ζωντανέψουν την πρόσφατη ιστορία» (Κ. Δημαράς, Εφ. Βήμα, 20-7-53)
«Με τον "Παπουλάκο" του ο Κωστής Μπαστιάς κατορθώνει τούτο το σημαντικό: Πιστεύουμε και δεν ερευνούμε όσο διαβάζουμε τις σελίδες του» (Πέτρος Χάρης, Ελευθερία, 26-7-53)
«This work by one of the leading novelists of Greece is a historical novel describing the career of "Papoulakos"... This book is one of the more important events in the Greek literature of the post World War II period» (Professor Clarence A. Manning, Columbia University Books Award, Winter 1947)
Αποσπάσματα από το έργο του Κ. Μπαστιά «Ο Παπουλάκος» που αναφέρονται στην περιοχή μας.
…»Από κει ο Παπουλάκος πέρασε πάλι από τα Λαγκάδια της Γορτυνίας, όπου οι χωριάτες τον αποθέωσαν κι από κει προχώρησε προς την Τρίπολη, χωρίς να σταθεί και να κηρύξει και κατηφόρησε προς το νομό Λακωνίας, όπου στάθηκε η πιο ένδοξη, αλλά και η πιο μαρτυρική περιοχή για το γέροντα.
Πριν μπει στο Γιωργίτσι της Λακωνίας, ο Παπουλάκος σταμάτησε στη Βλαχοκερασιά να ξαποστάσει.
Πρώτη φορά ένιωθε το κορμί του να μην υποτάζεται στις προσταγές της ψυχής και του νου. Στη Βλαχοκερασιά, τον περίμενε ένας μοναχός Διονύσιος, από το Μελιγαλά, που υπηρετούσε από μικρό παιδί στα μοναστήρι του Βουλκάνου, την πανάρχαιη αυτή μονή, τη χτισμένη στο βουνό Ιθώμη, στην καρδιά της Μεσσηνίας. Οι μοναχοί αυτού του μοναστηρίου είχαν στείλει το Διονύσιο ν' ανταμώσει το γέροντα και να του πει πως το μοναστήρι τους ήταν στη διάθεσή του. Τούτο το μήνυμα χαροποίησε τον Παπουλάκο, γιατί ένα από τα πιο πανάρχαια και τα πιο φημισμένα σταυροπηγιακά μοναστήρια τιμούσε τόσο πολύ την ταπεινότητά του κι ακόμα γιατί το μοναστήρι ήταν αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, όπου είχε κι αυτός αφιερώσει το ασκηταριό του. Είχε ακουστά, από οσίους πατέρες, πως το μικρό εικόνισμα της Κοίμησης, βρέθηκε ακουμπισμένο απάνω σ' ένα δέντρο, καθώς κι ένα καντήλι που έκαιγε μπροστά του, στην κορφή του βουνού Ιθώμη
Στο Γιωργίτσι, στην Καστανιά, στην Παλιοχώρα, στην Καρδαμύλη και στο Οίτυλο, ο Παπουλάκος βρήκε, καθώς το διακήρυξε και ο ίδιος, ολάκαιρη τη Μάνη ζωσμένη με την κλωστή του Σατανά. Στο Γιωργίτσι έφτασε προχωρημένη νύχτα κι οι φύλακες της Αμπέλου (αμπελάκι;) που τον περίμεναν, είχαν αποκοιμηθεί. Ήταν φεγγαρονυχτιά κι ο Παπουλάκος είπε να καθήσει κάτω από μια αγριοσυκιά, στο ύψωμα του Τρελλού, και να περιμένει να ξημερώσει. Έτσι κι έγινε.
Κατά το μεσονύχτι όμως, κει που λαγοκοιμόταν, ένιωσε κάποιον να του σκουντά τον ώμο. Τινάχτηκε και κοίταξε γύρω του, αλλά δεν είδε κανέναν. Το φεγγάρι έχυνε τόσο πλούσιο φως που δεν γινόταν να του ξεφύγει και πετούμενο ακόμη. Του πέρασε η ιδέα πως είχε ονειρευτεί, η υποψία όμως παραμέρισε τούτη τη σκέψη, γιατί τόνιωσε τόσο δυνατό το σκούντημα, που σταυροκοπήθηκε κι ανακάθισε στη ρίζα της συκιάς. Από τούτο το ψήλωμα, μια και δεν του κολλούσε ύπνος
Και οι τρεις μεσόκοπες γυναίκες, η Παναγιώτα η Βασίλαινα, η Κατίγκω η Μανώλαινα και η Γιωργίτσα του Σιταρά, ζυγώσανε.
—"Εχετε τους άντρες σας; τίς ρώτησε.
—Τους έχουμε, αποκρίθηκαν καί οί τρεις και τους οεί-ξανε.
—Πόσα παιδιά έχεις του λόγου σου; ρώτησεν δ Παπου-λάκος την Παναγιώτα.
Ή Παναγιώτα σήκωσε τα μάτια καί κοίταξε το γέροντα. Δάκρυα κύλησαν άτΐό τα μάτια της ενώ το σαγόνι της και τα χέρια της τρέμανε.
—Ηρέμησε Παναγιώτα, της εΐπεν ο γέροντας καί πίστεψε πως ο Χριστός καί η Παναγία δεν αφήνουν κανέναν απροστάτευτο ν. Γαλήνεψε το πνέμα σου καί την ψυχή σου καί άποκρίσου μου.
—Τρία αγόρια έθαψα με τα Τδια μου τα χέρια κι £να κορίτσι μ' απόμεινε δεκαεννηά χρονώ, η Μάρω.
—Κι η Μάρω αγάπησε τον Πέτρο τον Μιχαλόπετρο, συμ-πλήρωσεν ο Παπουλάκος, κι ο σατανάς βάλθηκε να χαλάσει ένα σπίτι του θεού για να φτιάξει έ'να σπίτι του διαβόλου.
Ή Παναγιώτα γούρλωσε τα μάτια της κι άναρωτήθη, μαζί μ' όλο τον κόσμο, ποΰθε ήξερε δλα τοΰτα ο δσιος. Μαζί δμως με την απορία, φούντωσε μέσα της καί το θάρρος.
—Ναΐσκε παποΰλη μου, τοΟπε, τούτη η διαβολογεννημέ-νη βάλθηκε να μ' αφανίσει το παιδί μου. θα μαραζώσει η Μάρω γέροντα.
—Που κάθεσαι; τη ρώτησε ο γέροντας.
—Μα. Καί τούδειξε την πόρτα απ* όπου ο Παπουλάκος είχε μαζώξει τον πιο μεγάλο κέρινο σβώλο.
—Να την κάψουμε την στρίγγλα, ξανάπε η Παναγιώτα.. Τόσοι Μανιάτες και κανένας δεν είχε την αποκοτιά να μετρηθεί μαζί της, ακόμα κι ο δικός μου ο Βασίλης. Κάνουνε τους νταήδες, σφάζουνται για ψύλλου πήδημα και φοβούνται τούτη τη γέννα του διαβόλου. Έτσι φοβούνται και τη μάνα της την Ανέζω, την κατσικοπόδαρη, στην Παλιόχωρα και τη θεία της την Μυγδαλιά στην Καρδαμύλη.
φανερώσει την απόφαση του ν' ακολουθήσει το γέροντα και ποτές ξεσήκωμα δε στάθηκε πιο χαρούμενο απ* αυτό.
Τ' άλλο πρωί ένα παράξενο φουσάτο κινούσε από το Γιωργίτσι. Μπροστά η Μάρω κρατώντας ένα μεγάλο σταυρό, τριγυρισμένη από αρματωμένα παληκάρια, και πίσω ως εκατό αρματωμένοι Μανιάτες και Μανιάτισσες με τον Παπουλάκο και τον παπα Παύλο.
Στο δρόμο προς την Καστανιά, όσοι δουλεύανε στα χωράφια, ή σε βοσκοτόπια, τρέχανε και προσκυνούσαν κι όσοι δεν ήταν δεμένοι με τις δουλειές πλευρίζανε κι αυτοί κι αβγάτιζαν το ασκέρι του γέροντα.
Όλο το Μανιάτικο ήξερε τ’ όνομά του, το λόγο του, την αγιοσύνη του και τα θαύματά του κι όλοι τον περίμεναν για να δούνε Θεού πρόσωπο.
Πριχτού όμως κινήσει τούτο τ' ασκέρι απ' το Γιωργίτσι,. ένας ίσκιος είχε γλυστρήσει κρυφά κι είχε βγει απ' το χωριό: η Γαρουφαλιά.
Τούτη η μάγισσα ήταν ως τριάντα χρονώ κοπέλλα, όμορφη και μελαψή. Στα είκοσι της χρόνια είχε παντρευτεί στο Γιωργίτσι το Στρατή το Βελιδάκη, μεγαλύτερόν της στα χρόνια, -που πέθανε από κόλπο, ένα χρόνο μετά τα στέφανα και της άφησε κάποιο βιός.
Αναστημένη όμως στα μάγια, από μάνα κι από θειά, κατάφερε να ξεμυαλίσει το χωριό. Λέγανε μάλιστα πως για το χρήμα και για το κέφι της πουλούσε και το κορμί της, αλλά με τον Μιχαλόπετρο είχε τσιμπηθεί για καλά κι έκανε τα πάντα για να τον ξαγγιστρώσει απ' τη Μάρω, που ήταν πιο όμορφη απ' αυτήν και η πιο τίμια κοπέλλα της πλάσης. Όσα της σταθήκανε κείνη τη νύχτα, την κάμανε να τρέμει σύγκορμη. Κλειδαμπαρωμένη στο σπίτι της, όταν είδε τον αγαπητικό της, τον Μιχαλόπετρο, να νικιέται με το τίποτα, από τούτον τον ατρόμητο γέροντα, φοβήθηκε τη δύναμη του κι ένιωσε ανήμπορη κι αχαμνή την μαντική της για την περίσταση. Όταν σε λίγο άκουσε το σίφουνα να σηκώνεται και να θένε να την κάψουνε ζωντανή, έχασε τη μιλιά της κι ένιωσε την κρυάδα του τάφου να την αγγίζει ως τα κόκαλα. ο νους της πήγε στη μάνα της, τη γριά Ανέζω, την κατσικοπόδαρη με τόνομα, και στ' αλήθεια φώναζε το σατανά να την διαφεντέψει.
Θάμα του δαίμονα και της μάνας της λογάριασε τη γνώμη του Παπουλάκου να μην την κάψουν και γρήγορα - γρήγορα μάζεψε ό,τι μαλαματικό κι ασημικό είχε κι ό,τι άλλο λογάριαζε πολύτιμο σ' ένα μπόγο και πήρε το πιο κοντινό μονοπάτι για την Παλιοχώρα.
"Οσους αντάμωνε στο δρόμο και τη ρωτούσαν για το γέροντα, τους ησύχαζε πως όπου και νάναι θα φανεί ο άγιος άνθρωπος για να σώσει την πλάση από την αμαρτία και σταυροκοπιόταν κι έφτυνε μαζί και τον κόρφο της.
Έτσι αργά, μετά το σούρουπο, τσακισμένη από την κούραση κι από το φόβο, έφτασε στης μάνας της όπου βρήκε και τη θεια της τη Μυγδαλιά.
Ή μάνα της, μόλις την άντίκρυσε, κατάλαβε πως κάποιο κακό ©ρήκε την κόρη της καί πως κίντυνος μεγάλος την έζωνε.
—Τί κακό στάθηκε μωρή; της είπε.
Κι η Γαρουφαλιά της Ιστόρησε όσα είχανε σταθεί, πως έφτασε ως το χείλος του γκρεμού καί πως γλύτωσε.
Κι η Άνέζω κι η Μυγδαλιά λογάριασαν -πολύ δύσκολη την περίσταση. η Μυγδαλιά μάλιστα, πού δεν είχε πατημένα τα σαράντα καί τόλεγεν η περδικούλα της για πολλές δουλειές κι είχε πελάτες καί τον ίππαρχο καί τον είρηνοδίκη κι αστυνόμους καί νωματαρχαίους καί χωροφυλάκους, εΐπε πως καλά είναι τα μάγια αλλά χρειάζεται καί το μυαλό. "Ενας αστυνόμος, δυο μέρες πρίν, είχε μπιστευτεΐ στην Άνέζω τον καϋμό του κι αύτη τοΰχε τάξει να τα βολέψει τα πράματα κατά τους πόθους του.
Στείλανε λοιπόν μια ψυχοκόρη πού είχαν καί του μηνύσαν νάρθεΐ στο σπίτι μόλις νυχτώσει.
—Μωρή, εΐπε της Γαρουφαλιας, θέλει την κόρη του κα-πτάν Νταλίκη, αλλά το καλό το θηλυκό δεν τάφήνει, όπου καί να τόδρει. Κράτα τον στο πλευρό σου απόψε ολονυχτίς για να σιγουρευτούμε κάτω από τη σκέπη της εξουσίας. Μιλάει μάλιστα συχνά γι1 αυτόν το διάολο καλόγερο καί τόνει-ρό του εϊναι να τον ξεπαστρέψει, γιατί τον λογαριάζει ενάντιο γνώμη του καπτάν Νταλίκη, πού δεν ήθελε να χαραμίσει την κόρη του σε χωροφύλακα, "Ηξερε καλά πως αν τον περνούσε το γέροντα μέσα από τα χωριά, κιντύνευε να τον χάσει μέσα από τα χέρια του και να κακοπάθει κι ο ίδιος.
Προχωρούσε λοιπόν χωρίς να τρέχει και χωρίς να φανερώσει σε κανέναν τα σχέδια του. Σ αν καλός χωροφύλακας, κρατούσε πάντα την πισινή γιατί φοδόταν το φιάσκο. Δεν ήταν δμως μονάχα οί καλοί λογαριασμοί πού τον αργοπορούσαν. Χασομερούσε πάντα στο δρόμο του για να φάει μια καλοψημένη κότα, μια καλή μιτζύθρα, λίγα φρούτα και να δροσίζει το λαρύγγι του με λίγο μπρούσκο... Εξόν άπ' αυτά τ* αρεσεν η κουβέντα με τον πάσα £να πού αντάμωνε. "Ηθελε να μαθαίνει τα καθέκαστα, να ξέρει τι γίνεται μέσα στη φαμίλια του ένοΰ και πόσο είναι το 6ιός του άλλου. Φλυαρούσε λοιπόν και δικαιολογούσε τούτη του την αδυναμία, με την πρόφαση πως η εξουσία πρέπει όλα να τα ξετάζει κι δλο; να τα ξέρει.
—Συλλογιστητε, Ιλεγε στους χωροφυλάκους του, τη θέση μου, αν ο Βασιλιάς μ' άρωτήσει πόσα κεφάλια κότες §-χει ο Γιωργής και πόσα γιδοπρόδατα ο Παναγής ο Τρίχας και γώ δεν ξέρω να τ* αποκριθώ.. Οϋτε ψύλος στον κόρφο μου.
Ωστόσο την άλλη μέρα, ανάμεσα Καστανιάς και Παλιοχώρας, κι απάνω στη δημοσιά, έμαθε πως ο γέροντας, συνοδεμένος από λαό, οδεύει προς την Παλιοχώρα. Στην αρχή δεν έδωκε πολλή προσοχή και νόμισε λίγους τους συνοδούς του.
Όταν όμως από ένα ψήλωμα, αγναντεύοντας, είδε στο δρόμο ένα τέτοιο ασκέρι, κιότεψε. Και ξαρμάτωτους ακόμα δύσκολα θα τους έκανε ζάφτι, εχτός αν ταμπουρωνόταν και χτυπούσε στο ψαχνό. Δεν μπορούσε όμως ολομόναχος να πάρει τέτοια απόφαση, που θα σήκωνε μεγάλη φωτιά σ' όλο το Μανιάτικο και μαζί με τα γαλόνια του θάχανε και τη ζωή του. Αν πάλι, συλλογίστηκε, τούτο το πλήθος ήταν αρματωμένο, τότε το πιο φρόνιμο που είχε να κάνει ήταν να παραστήσει τον αδιάφορο.
Προχώρησε λοιπόν στη δημοσιά και στάθηκε στο σταυροδρόμι να δει πούθε θα περάσει τ’ ασκέρι. Μετά μισή ώρα τους είδε να ζυγώνουν και φοβήθη. Μάζωξε τους δικούς του σε παράταξη στο δεξί πεζούλι του δρόμου και καθώς τους είδε αρματωμένους, άντρες και γυναίκες, και μπροστά τη Μάρω να κρατά το μεγάλο σταυρό κι όλοι μαζί να ψέλνουν το «Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια», έμπηξε μια δυνατή φωνή στους δικούς του:
—Προσοχή ! Παρουσιάστε αρμ...
Και στάθηκε κι ο ίδιος προσοχή κι έφερε το δεξί του χέρι στο γείσο του πηληκίου του και χαιρέτισε, καθώς θα χαιρετούσε τη λιτανεία της Υπαπαντής στην Καλαμάτα, τον Επιτάφιο ή την Άγια Μετάληψη.
Έτσι ο Παπουλάκος, ο παπα-Παύλος, η Μάρω και τρακόσοι χριστιανοί, το κάστρο του γέροντα, πέρασαν μ' όλες τις τιμές και κατά το σούρουπο, μπήκαν στην Παλιοχώρα. Οι καμπάνες χτυπούσαν, ο κόσμος υποδέχτηκε ολόχαρος τους καινούργιους σταυροφόρους κι ενώθηκε μαζί τους κι άστραψεν η χαρά σ' όλον τον τόπο, εξόν απ' το σπίτι της Ανέζως, οπού οι τρεις γυναίκες είχαν χλωμιάσει κι αναρωτιόνταν πού στο διάβολο πήγε και τι έκαμε ο αστυνόμος με τ' ασκέρι του.
Από στόμα σε στόμα μαθεύτηκαν και στην Παλιοχώρα όσα γίνηκαν στο Γιωργίτσι κι ο κόσμος, την ώρα που ο γέροντας με τον παπα-Παύλο βρισκόταν στου παπα-Βαφέα το σπίτι, ξεσηκώθηκε και κύκλωσε της Ανέζως το σπίτι και γύρευε να βγάλει όξω τις μάγισσες».