Όπως έχω γράψει ολόκληρη η στρατηγική της επαναστατημένης ορεινής Καστανιάς, που, σε όλη την περίοδο της τουρκοκρατίας, αποτελούσε ελεύθερη περιοχή, στηριζόταν στις δυο ελεγχόμενες, από «καραούλια», στενές διαβάσεις- χαράδρες, και στην καλά φυλαγμένη προσπέλαση από τον Άγιο Νικόλα. Η ιστορία της σπηλιάς με την ονομασία «Κρυφό Πανεθυράκι” που είναι στη βορεινή πλευρά της βουνοπλαγιάς υπεράνω του “Καστανιώτη», αποτελεί έναν από τους πιο γοητευτικούς θρύλους.
Ο ιστορικός βράχος απέναντι από τη Μισοσπορίτισσα, έχει στην κορυφή του μπηγμένη τη μαγγούρα του καλόγηρου.
Από ψηλά ελεγχόταν η στενή διάβαση και με ομοβροντίες και σφυρίγματα, μετάδιδαν τις ειδήσεις στους κατοίκους του χωριού και τους άλλους ένοπλους είτε επρόκειτο για σοβαρό κίνδυνο εισόδου εχθρών, είτε για ηρεμία.
Το «Κρυφό Πανεθυράκι» ήταν το μάτι και το αυτί του προχωρημένου αυτού Φυλακίου καί στην ικανότητα της φρουράς, στηριζόταν η ζωή και η ύπαρξη των Καστανιωτών του βουνού. Ήταν απόρθητο σπήλαιο με πολεμότρυπες. Η χαράδρα όμως αυτή, ο «Καστανιώτης», συνδέεται και με μία άλλη ιστορία. Ο αγωνιστής ιερεύς Ιωάννης Νικολόπουλος, αδελφός του Γεωργίου, σε περιόδους φοβερές, όταν αποσπάσματα Τούρκων εισέρχονταν στο πεδινό χωριό, κατάφευγε εκεί, κατερχόμενος με σκοινί που κρατούσε ο αράπης υπηρέτης του, από το ύψωμα που είναι απέναντι της «Μισοσπορίτισσας» και ενσωματώνεται στην πλαγιά της «Τίκλας», πιο πάνω από τα «Νικολοπουλέικα».
Σε μία τέτοια κάθοδο, είτε από αμέλεια, είτε επίτηδες, ο αράπης άφησε το σχοινί και ο ιερεύς έπεσε πάνω στο βράχο, στην εσοχή της στενωπού, και χτύπησε βαριά. Στή θέση, αυτή υπάρχει και μικρή σπηλιά, όπου έκρυβαν οι Νικολόπουλοι χρήματα και άλλα τιμαλφή.
Η περίπτωση ήταν όντως τραγική, αλλά βρέθηκε η λύση της μεταφοράς του χτυπημένου ιερέως επάνω σε αντρομίδα από Καστανιώτες στο ορεινό χωριό, όπου με τις καντήλες της Παναγιάς και με το γιαταγάνι του έκοψαν χαραχτές βεντούζες για να φύγει το μαυρισμένο από το χτύπημα, αίμα.
Ώστε τη χαράδρα αυτή την ανέβηκαν, ασφαλώς με πολλούς κινδύνους, οι μεταφορείς του τραυματία ιερέα. Ψηλότερα, πάνω στην πλαγιά της «Μισοσπορίτισσας», υπήρχε ως τις ημέρες μας, ένας «κατσικόδρομος» που τον ακολουθούσαν, με κίνδυνο πάντοτε, ποιμένες και γυναίκες που ανέβαιναν για λάχανα του βουνού, προς τις “τρύπες”, με οδηγό κάποιον που ήξερε καλά το μονοπάτι. Η μακαρίτισσα η μάννα μου είχε περάσει αυτό το σχεδόν κρεμαστό, πάνω από τη χαράδρα, μονοπάτι και μου διηγιόταν τη λαχτάρα της....
Ήταν εποχή της Μ. Τεσσαρακοστής και έβγαιναν για μυρουδάτα τσιγαριτά με ρύζι λάχανα που γινόντουσαν στα «ριζοσπήλια» της πλαγιάς. Μία άλλη ιστορία - θρύλος.
Τα «Περιβόλια» ήταν τούρκικος Μαχαλάς με διοικητική, στρατιωτική και εκκλησιαστική οργάνωση. Μόλις άρχισαν τα επαναστατικά γεγονότα και τα Κινήματα των υπόδουλων Μωραϊτών, κι έπεφταν ντουφεκιές και οι φήμες δημιουργούσαν πανικό, ο φιλοπαίγμονας (αστείος και σαρκαστής ταυτόχρονα), Καστανιώτης, Στρατήγης Κουρούπης, φόρτωνε, σε πωλητάρια (καφάσια), στο ζώο του, γουρουνόπουλα και περνούσε από τον τούρκικο Μαχαλά, τάχα πως θέλει να τα πουλήσει ενώ γνώριζε πως οι τούρκοι απεχθάνονταν τα γουρούνια, για λόγους θρησκευτικούς - το απαγορεύει το Κοράνιο να τρώνε κρέας χοιρινού. Η προσβολή που ελάβαιναν, ήταν δεινή, αλλά ο φιλοπαίγμονας Κουρούπης σ’ αυτό απέβλεπε, να τους ταπεινώσει και εξευτελίσει δηλαδή.
Αργότερα, ο Στρατήγης Κουρούπης διακρίνεται στη μάχη που έγινε στη χαντάκα τ’ Άγιου - Νικόλα που αποτελεί την πρώτη αντίσταση της πλευράς αυτής, εναντίον των τουρκο-αιγυπτίων (αραπάδων) του Ιμβραήμ, και χαιρετίστηκε σαν ελπιδοφόρο γεγονός μέσα στην γενική κατάθλιψη και την συμφορά με τις δηώσεις, σκοτωμούς, αρπαγές και την κοπή των δέντρων της κοιλάδας του Ευρώτα από τα αποσπάσματα αυτά των Αράβων.