Τότε οι αντάρτες βγάναν φυλάκιο από μακριά να βλέπουν τι γίνεται. Είδανε ότι έρχονται Γερμανοί και ειδοποίησαν με τα ντουφέκια τον κόσμο. Ειδοποίησαν οι δικοί μας οι αντάρτες ότι έρχονται Γερμανοί και το βάλαμε στα πόδια. Είχαμε φοβηθεί. Φτάσαμε στον Κουρεμένο. Εμείς οι νέοι προ παντός. Μείναμε εκεί μέχρι που μάθαμε ότι φύγανε οι Γερμανοί. Εκεί μας φιλοξενήσανε σε ένα καλύβι, μας είχανε τσιτώσει τα παπούτσια και ήμασταν ξυπόλητοι με τα παπούτσια στο χέρι σ' εκείνο το βουνό κοντά στο Παρδάλι.
Ήρθε πολύς κόσμος εκεί, δηλαδή πολλοί νέοι. Ξενυχτήσαμε σε ένα λόγγο αγόρια και κορίτσια.
Είχε φύγει από το βουνό ο Γιώργης ο Αϊβαλής με το όπλο και το άφησε στο σπίτι μας. Όταν ειδοποίησαν πως έρχονται οι Γερμανοί, ήρθε τρέχοντας να αρπάξει το όπλο του για να μην μας ενοχοποιήσει.
Οι Γερμανοί μπήκανε με τανκς στο χωριό και οι ρόδες άφησαν αποτυπώματα στο δρόμο. Η πρώτη φορά ήταν για αναγνώριση. Όταν καιγόταν το σπίτι μας εμείς ήμαστουν στο βουνό. Είχαμε παραχώσει στον κήπο μια λαήνα με λάδι που βλέπαμε να καίγεται για δυο μέρες. Κάηκαν σχεδόν όλα, τα ρούχα μας τα πράγματά μας, κανα δυο φωτογραφικές μηχανές που είχε φέρει ο πατέρας μου Ηλίας Σκιαδάς από την Αμερική με τρίποδα και γλύτωσαν μόνο μια ραπτομηχανή, το βιολί του πατέρα μου και ένα λεξικό του αδερφού μου του Παναγιώτη που ήταν φιλόλογος.
Όταν κατεβήκαμε στο χωριό εγώ και η μάνα μου, κοιμηθήκαμε στον κήπο μας κάτω από μια πορτοκαλιά. Για κανα δυο χρόνια μείναμε στην Παπαδογιαννού μέχρι να φτιάξουμε ένα δωματιακάκι για να μείνουμε.
Λίγα χρόνια πριν, στον πόλεμο του σαράντα, ο Παναγιώτης ο μεγαλύτερος αδερφός μου που ήταν στο αλβανικό μέτωπο μας είχε διηγηθεί πως κάποια φορά που έπεσε κατάχαμα να κοιμηθεί, κατάκοπος. όταν ξύπνησε είδε πως είχε τρυπήσει από βόλι το παγούρι του που είχε βάλει για προσκέφαλο.
Ο άλλος αδερφός μου ο μικρότερος ο Αναστάσης δεκαεφτά χρονώ παλικαράκι ανέβηκε αντάρτης στο βουνό.
Η οικογένεια της μάνας μου είχαν έρθει από το Αϊβαλί της μικράς Ασίας (από εκεί πήραν το επώνυμο Αϊβαλή ενώ λεγόντουσαν Παπαγιαννόπουλοι) περί το 1890 και εγκατασταθήκανε στο Καστρί και η μάνα μου η Χαρίκλεια μας έλεγε ότι γεννήθηκε σε ξίσκεπο σπίτι, δεν είχαν προλάβει να το σκεπάσουν.
Μας έλεγε ότι μια φορά στην αρχή της Αντίστασης πήγαινε με τον ξάδερφό της τον Νίκο τον Αϊβαλή στο βουνό για να δούνε τα παιδιά τους που είχαν ανέβει αντάρτες, τον Γιώργη και τον Αναστάση. χειμώνας, κρύο, χιόνι, είχαν ένα μπουκάλι κονιάκ μαζί τους. Προσπάθησαν να ανοίξουν το φελλό για να πιούν να ζεσταθούν αλλά τα χέρια τους είχαν κοκκαλιάσει και δεν μπορούσαν. Τότε λέει ο Νίκος -Μωρ΄ Χαρίκλεια, δεν του σπάζουμε το λαιμό;