Σούφρα είναι η πτυχή, η πτύχωση, η σούρα, ο μαρασμός βρέφους από αθρεψία. Μάλλον πρόκειται για την αρχαία λέξη σύφαρ που κατά το λεξικό LIDDELL SCOTT σημαίνει τεμάχιο ρυτιδωμένου δέρματος, το σύκο το ζαρωμένο. Σαν επίθετο η λέξη σύφαρ σημαίνει ο ρυτιδιασμένος, ο καταπονημένος, ο πολύ γερασμένος.
Κατά το Μέγα Ετυμολογικό λεξικό, σύφαρ δεν είναι απλώς τα γεράματα αλλά και το επακόλουθο της εσχάτης ηλικίας, το καταρυτιδιασμένο δέρμα. Ο Σώφρων στους Ανδρείους Μίμους είπε: "Τι μεν ξύσιλος; τι γαρ; σύφαρ αντ' ανδρός". Τον ανακρινόμενο γέροντα παίζοντας ονόμασε ξύσιλον, επειδή από φαγούρα ο γέροντας έξυνε το δέρμα του και αυτό διαλυόταν. Η απάντηση "σύφαρ αντ' ανδρός" σημαίνει ότι αντί του ανδρός έχει μείνει μόνο πολύ ψιλό δέρμα, ήδη δαπανημένο. Μερικοί σύφαρ ονομάζουν το γέρασμένο δέρμα του φιδιού, το φιδοπουκάμισο που αποσύρεται. Κατά πάσα πιθανότητα το σύξ(υ)ιλος που λέμε σήμερα, είναι το αρχαίο ξύσιλος με αναγραμματισμό, και σημαίνει αυτόν που έμεινε απολιθωμένος χωρίς να μπορεί να αντιδράσει. Έμενε δηλαδή "σύφαρ αντί ανδρός".
σητίζει: στο χωριό λένε συχνά το χειμώνα σητίζει δηλαδή ψιλοβρέχει χωρίς να βλέπουμε ολοκληρωμένες σταγόνες βροχής, σαν να ψιλοκοσκινίζει κάποιος. Πρόκειται για το αρχαίο ρήμα σήθω που σημαίνει κοσκινίζω και στην περίπτωση αυτή ψιλοκοσκινίζω. Οι πρόγονοί μας χρησιμοποιούσαν χοντρό κόσκινο (δρυμόνι) για χοντροδουλειές και το ψιλό κόσκινο με μεταξένιο πάτο για ψωμί πολυτελείας. Σητάνειος ήταν ο κοσκινισμένος, ο καθαρισμένος. Από την ίδια ρίζα βγαίνει και η λέξη σήτα, το λεπτό διχτυωτό που τοποθετούμε στα πορτοπαράθυρα, για προστασία από ενοχλητικά έντομα.
ρηχάνω: χρησιμοποιεί τη λέξη ο Καστανιώτης Γ.Λ. όταν πέφτει το μεσημέρι για έναν υπνάκο. Μάλλον προέρχεται από την αρχαία λέξη ρέγκω, ρέγχω, ροχαλίζω. Ο Κοραής έχει τους τύπους ρέγχει, ροχάζει, ρουχαλίζει. Ο Ελευθερουδάκης ρεγχάζω, ρέγχω, το ρογχάζειν είναι το ροχάλισμα κ.λπ. Η λέξη συναντάται και στην Παλαιά Διαθήκη (φυσικά σε μετάφραση των Ο΄) στην περιπέτεια του Ισραηλινού προφήτη Ιωνά. Όταν ταξίδευε με πλοίο να πάει για να κηρύξει μετάνοια στη Νινευί, μεγάλος κλύδωνας κατέλαβε το πλοίο. Ο κάθε ναυτικός επικαλέστηκε το θεό του και πετούσαν διάφορα σκεύη στη θάλασσα για να ανακουφιστεί το πλοίο από το βάρος. "Ιωνάς δε κατέβη εις την κοιλίαν του πλοίου και εκάθευδε (κοιμόταν) και έρεγχε (ροχάλιζε). Τότε ήρθε σε αυτόν ο πρωρεύς και του είπε: "Τι συ ρέγχεις; ανάστα και επικαλού τον θεόν σου". Τότε ρίξανε τον κλήρο για να βρουν τον αίτιο της τρικυμίας, ο κλήρος έπεσε στον Ιωνά, τον ρίξανε στη θάλασσα και τον κατάπιε ένα κήτος που μετά από τρεις μέρες τον ξέρασε στην ξηρά.
Θεοδώρα Πελεκάνου-Δαρειώτη