Φουσκί: είναι βέβαια το κοπρόχωμα που χρησιμοποιείται για τη λίπανση των χωραφιών. Πρόκειται για την αρχαία λέξη φύσκη και φυσκίον κοινώς φούσκα το στομάχι ή το παχύ έντερο και το φουσκί είναι το περιεχόμενο της φύσκης που αποβάλλεται. Φύσκη ή φύσκων είναι ο παχύς στην γαστέρα, ο κοιλαράς, ο φούσκας. Ίσως από την φύσκη προέρχεται η φράση «είμαι φύσκα, έχω φάει πολύ, δεν χωράει άλλο».
Τη φούσκα την παραγέμιζαν με κοπανιστό κρέας και μυρωδικά και έφτιαχναν λουκάνικα ή μπομπάρι. Επίσης την χρησιμοποιούσαν για να φτιάχνουν δυναμωτικά ροφήματα. Γράφει ο Μέρσιους στο λήμμα φύσκη: « ει δε πάνυ καματούμενος έλθη από θήρας, φούσκαν μετά γλήχωνος συμμίξας ράνε εις το στόμα αυτού. Φούσκα δε εστιν όξος και ύδωρ θερμόν και ωά δύο». Σε μετάφραση «εάν γυρίσει κάποιος από το κυνήγι πολύ κουρασμένος ανακάτεψε φούσκα με φλησκούνι και ράντισε το στόμα του. Φούσκα είναι, ξύδι και ζεστό νερό και δύο αυγά». Φουσκολόγοι στη Γραικοβαρβαρική γλώσσα ήσαν οι κατήγοροι, οι καταλαλητάδες, οι κακολόγοι.
Θεριακλής: σύμφωνα με μεγάλο σύγχρονο λεξικό είναι το πρόσωπο που επιδίδεται με πάθος σε κάτι (κυρίως στο κάπνισμα και την καφεποσία), ετυμολογείται δε από την τούρκικη λέξη <tiryak < περσ. tiryak= όπιον. Ίσως όμως να πρόκειται για αντιδάνειο, γιατί σύμφωνα με το λεξικό Etymologicum Graecum, θηρίκλειον είναι "είδος ποτηρίου από του ποιήσαντος αυτό Θηρικλέους". Ο Θηρικλής ήταν περίφημος Κορίνθιος αγγειοπλάστης (κεραμεύς). Από το όνομά του σχηματίστηκε το επίθετο θηρίκλειος -εια, -ειον, το οποίο έχει τη σημασία του μεγάλου. Υπάρχουν (κατά το Liddell-Scott) σχετικές αναφορές από κωμικούς ποιητές, όπως ο Εύβουλος, ο Άλεξις, ο Αριστοφών, ο Μένανδρος και ο Διώξιππος, π.χ. θηρίκλειος είναι ο κύλικας, ο κρατήρας, θηρίκλειον ήταν "μέγα και ευρύ ποτήριον φέρον το επίθετο". Μάλλον αυτός που έπινε σε θηρίκλειο ποτήρι, λεγόταν θεριακλής. Η έννοια του μεγάλου έχει διασωθεί στη λέξη μεγαθήριο η οποία αποδίδεται σε προϊστορικό γιγάντιο θηλαστικό ή σε κατασκεύασμα υπερβολικά μεγάλο με γιγάντιες διαστάσεις. Στην καθομιλούμενη το θηρίο λέγεται και θερίο, από όπου παράγεται το ρήμα θεριεύω με την έννοια όχι μόνο αγριεύω αλλά και μεγαλώνω ραγδαία π.χ. η φωτιά θεριεύει, ο βάτος θέριεψε κ.ά.
Τσατίζω και τσαντίζω: εκνευρίζω κάποιον, τον κάνω να θυμώσει.
Την ακριβή έννοια του όρου νομίζω πως την ανακάλυψα σε λαογραφική εργασία από το Παραλίμνι της Αμμοχώστου, όπου γράφει: "Τσιαττίσματα είδος τραγουδιού από τα πολλά είδη της Κύπρου. Από το κυπριακό ρήμα τσιαττώ= συναγωνίζομαι μετά τινος. Τα τσιαττιστά τραγούδια λέγονται μεταξύ δύο ανδρών οι οποίοι απαντούν ο ένας στον άλλον με στίχους τους οποίους σκέφτονται την ίδια στιγμή. Δεν μπορεί δηλαδή να το έχει προετοιμάσει γιατί είναι υποχρεωμένος να απαντήσει στον αντίπαλο, ανάλογα με το θέμα. Συνήθως σατιρίζονται μεταξύ τους οι τσιαττισταί με τη συνοδεία βιολιού ή λαγούτου. Στο πέρας του τσιαττίσματος ειδική επιτροπή απονέμει το βραβείο. Τα τσιαττίσματα γίνονται σε εορτάσιμες μέρες. Το τσιάττισμα λήγει τη στιγμή που ο ένας αδυνατεί να απαντήσει στον αντίπαλο με στίχους σατιρικούς οι οποίοι κρύβουν μέσα τους αλήθεια".
Η κυπριακή σατιρική εφημερίδα "Ραγιάς" αναφερόμενη σε εκδηλώσεις στην Κερύνεια γράφει: "Στο πρόγραμμα της βραδιάς σημειώνεται η λέξη "τσιαττίσματα" και πιο κάτω τραγούδια δίστιχα. Είναι τώρα η σειρά του ποιητικού διαγωνισμού όπου θα λάβουν μέρος οι αυτοσχέδιοι "ποιητάρηδες" των βουνών και των κάμπων της Κύπρου με το έμφυτο μέσα τους και αυθόρμητο στιχουργικό δαιμόνιο. Τα τσιαττίσματα είναι μια έμμετρη αυτοσχέδια λογομαχία γεμάτη έξυπνα πειράγματα που με πεισματική διάθεση γίνεται ανάμεσα σε δύο ποιητάρηδες". Από το βιβλίο "Η κατεχόμενη γη μας" Υπουργείο Παιδείας Λευκωσία 1993, σελ. 39.
Ο Ελευθερουδάκης στο λήμμα ποιητάρηδες γράφει: "Ποιητάρηδες, λαϊκοί στιχουργοί που συνθέτουν σε καθαρή κυπριακή διάλεκτο διάφορα ποιήματα που τα απαγγέλλουν σε γιορτές και πανηγύρια. Τα ποιήματα αυτά έχουν τα χαρακτηριστικά του αρχαίου κώμου ή της ραψωδίας και ενίοτε ίχνη από τον ακριτικό κύκλο. Οι ποιητάρηδες διακρίνονται από τη θαυμαστή ευκολία τους να αυτοσχεδιάζουν και επιδεικνύουν την ιδιάζουσα τέχνη τους στα πανηγύρια κατά το κοινώς λεγόμενο τσάτισμα κατά το οποίο διεξάγονται ποιητικοί διαξιφισμοί σε σπινθηροβόλα τετράστιχα μεταξύ των διαγωνιζομένων ποιητάρηδων". Αναφορά στα τσιαττίσματα γίνεται και στο βιβλίο της Αθηνάς Ταρσούλη "Κύπρος" τομ. Α΄.
Και ποιος δεν τσαντίζεται, όταν αδυνατεί να απαντήσει σε πειράγματα εναντίον του που εμπεριέχουν δόση αλήθειας;
Στην αρχαία ελληνική υπάρχει το ρήμα χιάζω και η λέξη χίασμα που δηλώνει δυο γραμμές διαγώνιες που τέμνονται όπως στο γράμμα Χ, αλλά και τα χιάσματα που είναι τα διασταυρούμενα ξύλα. Με δεδομένο πως στην κυπριακή διάλεκτο το κε, κι προφέρονται tche, tchi, και το χε, χι προφέρεται che, shi, είναι πιθανόν τα τσατίσματα να συγγενεύουν με τα χιάσματα, εφόσον και σημασιολογικά είναι κοντά.
Οφείλω να καταγράψω πως στα σύγχρονα λεξικά, η λ. τσατίζω ετυμολογείται από την τούρκικη λ. Ḉatismak = συγκρούομαι.
Θεοδώρα Πελεκάνου-Δαρειώτη