του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά.
Η μεγαλύτερη επιχείρηση απομάκρυνσης αλλοδαπών, αέργων και γενικότερα «αλητών» από την πόλη των Αθηνών έγινε με αφορμή τη σφαγή ενός πάμπλουτου ομογενούς μέσα στο σπίτι του. Ήταν Φεβρουάριος του 1842, όταν στις δύο το πρωί τέσσερις κακοποιοί, τρεις με φουστανέλα και ένας με βράκα, μπήκαν στο σπίτι του Παύλου Νεγρεπόντη και λήστεψαν τα πάντα, αφού έσφαξαν τον ίδιο μπροστά στη γυναίκα και τα τρία παιδιά του.
Στην Αθήνα των λίγων χιλιάδων κατοίκων το γεγονός προξένησε αλγεινή εντύπωση. «Κακούργοι τινές εμφωλεύουσι προ πολλού εις τας Αθήνας. Δολοφόνοι σφαγείς των πολιτών, κατασκοπεύοντες την ημέρα τας οικίας, εισέρχονται την νύκτα κρυφίως ή βιαίως και γυμνόνουσι τους πολίτας εν τω μέσω των τέκνων και των συζύγων» έγραφαν οι εφημερίδες.
Εντός λίγων ημερών οι τέσσερις δράστες συνελήφθησαν και αποκαλύφθηκε ότι ήταν όλοι αλλοδαποί που σύχναζαν στα κακόφημα καπηλειά της πόλης. Την εκκαθάριση της κατάστασης ανέλαβε η Δημοτική Αστυνομία, συνεπικουρούμενη από δυνάμεις του στρατού.
Οι ανεπιθύμητοι υποχρεώνονταν να επιστρέψουν στις χώρες τους – ήταν κυρίως από χώρες των Βαλκανίων, τη Μάλτα και την Ιταλία. Στο ζήτημα δόθηκε εθνικός χαρακτήρας, λήφθηκαν ιδιαίτερα μέτρα για τους εισερχόμενους και εξερχόμενους στην πόλη και καθιερώθηκαν αυστηροί έλεγχοι.
Ο Παύλος Νεγρεπόντης ήταν από τους αγαπητούς Φαναριώτες, ο οποίος ήρθε με την οικογένειά του στην Αθήνα μετά την έλευση του Όθωνα. Αφού έχτισε ένα από τα ωραιότερα ακίνητα, συνέχισε τις εμπορικές δραστηριότητές του στην Αγγλία για να επιστρέψει πλέον μόνιμα στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1841. Είχε επενδύσει σε γη και σώζεται μέχρι σήμερα ανακαινισμένο ένα από τα ακίνητα που είχε αγοράσει στη συμβολή των οδών Κεραμεικού και Μυλλέρου (επί Όθωνος ονομάζονταν Φειδίου και Πραξιτέλους), το οποίο έχει μετατραπεί σε πολιτιστικό κέντρο πολλαπλών καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων.