Φαίδ. Μαλιγκούδης
Αναδημοσιεύουμε το παρακάτω άρθρο του Φ. Μαλιγκούδη δεδομένου πως περιέχονται σημαντικές πληροφορίες και για τοπωνύμια της περιοχής μας.
"Στην ενότητα αυτή θα προσπαθήσουμε, τονίζοντας τις ιστορικές εκφάνσεις μερικών σλαβικών τοπωνυμίων του ελλαδικού χώρου, να καταδείξουμε την αξία που έχει η μελέτη των τοπωνυμίων για την ιστορική έρευνα. Όπως είναι γνωστό, η διείσδυση των σλαβικών φύλων στη Βαλκανική έχει ήδη φθάσει, γύρω στα μέσα του 7ου αιώνα, στο νοτιότερο σημείο της Χερσονήσου, στην Πελοπόννησο(1).
Σε ορισμένες περιοχές της βυζαντινής αυτής επαρχίας τα φύλα αυτά εγκαταστάθηκαν μόνιμα και διατήρησαν τη γλωσσική τους ταυτότητα για ένα μακρό χρονικό διάστημα, έως, το αργότερο, τα μέσα περίπου του 15ου αιώνα.
Τα τοπωνύμια, τα οποία σχηματίστηκαν από τη γλώσσα των φύλων αυτών και, μετά την εθνολογική αφομοίωση των φορέων, εξακολούθησαν να επιζούν στις ελληνικές διαλέκτους της περιοχής, αποτελούν μια αντικειμενική ιστορική πηγή. Πηγή, από την οποία μπορεί ο σημερινός ερευνητής να αντλήσει λίγες, αλλά αντικειμενικές πληροφορίες τόσο για την εσωτερική ιστορία των επήλυδων, όσο και το φαινόμενο της συμβίωσής τους με το γηγενές, το ελληνόφωνο στοιχείο.
Οι πρώτες μνείες για τα φύλα των Σκλαβηνών εμφανίζονται στις μεσαιωνικές ελληνικές πηγές κατά τη διάρκεια της τρίτης δεκαετίας του 6ου αιώνα (2). Μισό αιώνα αργότερα, σύμφωνα με το Χρονικό της Μονεμβασιάς, αρχίζουν οι πρώτες σποραδικές αλλά μόνιμες, εγκαταστάσεις των Σλάβων στην Πελοπόννησο (3). Για τους δύο επόμενους αιώνες, τον 7ο και τον 8ο, οι σποραδικές, αλλά ρητές, μαρτυρίες των βυζαντινών πηγών μας πληροφορούν ότι σλαβικά φύλα έχουν εγκατασταθεί μόνιμα στην περιφέρεια της Θεσσαλονίκης, στην Ήπειρο, στην Κ. Ελλάδα και Θεσσαλία, καθώς και στην Πελοπόννησο (4).
Το νέο, όμως, ατό εθνολογικό στοιχείο δεν εγκαταστάθηκε βέβαια σε έναν έρημο από ανθρώπους χώρο, αλλά ίδρυσε τις νέες του κατοικίες σε περιοχές, όπου εξακολουθούσαν να ζουν οι αυτόχθονες, οι ελληνόφωνοι υπήκοοι του βυζαντινού κράτους (5). Την καίριας σημασίας για την εθνολογική σύσταση της μεσαιωνικής ελλαδικής υπαίθρου αυτή διαπίστωση, αντλούμε κατά κύριο λόγο από τη μελέτη των τοπωνυμίων· ερευνώντας τη μικροτοπωνυμία (ονόματα δηλαδή των τοποθεσιών ενός οικισμού, όπως πηγές, λόφοι, χωράφια κ.τ.λ.), μιας ευρύτερης περιοχής (π.χ. της Πελοποννήσου) μπορεί κανείς να διαπιστώσει από τη συχνότητα σλαβικών μακροτοπωνυμίων, τα περίπου όρια της εγκατάστασης φορέων της σλαβικής κατά το Μεσαίωνα (6).
Σε μια δεύτερη, εξίσου σπουδαίας σημασίας για την εθνολογική εικόνα της μεσαιωνικής Ελλάδος, διαπίστωση μπορεί να μας οδηγήσει επίσης η μελέτη των σλαβικών τοπωνυμίων. Εξετάζοντας συγκριτικά το μικροτοπωνυμικό υλικό των διαφόρων περιοχών, διαπιστώνει κανείς την ύπαρξη σε μερικές περιοχές τοπωνυμίων, τα οποία αντικατοπτρίζουν ένα παλαιότερο στάδιο (κυρίως στη φωνολογία) της σλαβικής γλώσσας και σε άλλες, νεότερο. Με άλλα λόγια, διαπιστώνει κανείς τη διαφορά ανάμεσα σε παλαιότερα και νεότερα τοπωνυμία. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι μεμονωμένες εκείνες νησίδες στο τοπωνυμικό της Πελοποννήσου, όπου αντικατοπτρίζεται ακόμη το παλαιότερο φωνολογικό στάδιο της σλαβικής, όπως π.χ. μικροτοπωνύμια που σχηματίστηκαν πριν από τη λεγόμενη μετάθεση των υγρών συμφώνων στη σλαβική (φαινόμενο, η εμφάνιση του οποίου χρονολογείται γύρω στα μέσα του 9ου αιώνα) ή μικροτοπωνύμια, τα οποία διατηρούν στη σημερινή μορφή τους φθόγγους (όπως τα ημιφωνήεντα ь και ъ ή το έρρινο φωνήεν ο), οι οποίοι χάθηκαν νωρίς στα σλαβικά. Η δεύτερη κατηγορία παρουσιάζει, αντίθετα, σλαβικά τοπωνύμια που αντιστοιχούν σε μια μεταγενέστερη εξελικτική φάση της σλαβικής.
Η παραπάνω συγκριτική θεώρηση μας οδηγεί στο αντικειμενικό συμπέρασμα ότι στις περιοχές της πρώτης κατηγορίας (εκεί δηλαδή, όπου λείπουν τα νεότερα σλαβικά τοπωνύμια) σταμάτησε ενωρίτερα η χρήση της σλαβικής, διότι οι φορείς της αφομοιώθηκαν από το γηγενές, το ελληνόφωνο, στοιχείο. Στις περιοχές, όμως, της δεύτερης κατηγορίας θα πρέπει να υποθέσουμε ότι εξακολουθούσε να ομιλείται η σλαβική και μετά τα μέσα του 9ου αιώνα, μετά δηλαδή τη μετάθεση των υγρών στη σλαβική. Με τον τρόπο αυτόν, εφόσον θα είχε συγκεντρωθεί και το πλήρες τοπωνυμικό υλικό, μπορεί κανείς να ανιχνεύσει την ιστορική διεργασία του εξελληνισμού του σλαβικού στοιχείου στο μεσαιωνικό ελλαδικό χώρο. Μια διεργασία, η οποία περατώθηκε οριστικά γύρω στα τέλη του 15ου αιώνα (7). Το στάδιο, στο οποίο βρίσκεται σήμερα η έρευνα των σλαβικών τοπωνυμίων στην Ελλάδα μας επιτρέπει να διατυπώσουμε τη γενικότερη υπόθεση ότι η ανωτέρω ιστορική διεργασία του εξελληνισμού αρχίζει, χρονικά και γεωγραφικά, από το Νότο, από την Πελοπόννησο. Όσο βορειότερα προχωρεί κανείς, τόσο νεότερα σλαβικά τοπωνύμια θα συναντήσει· δεδομένο το οποίο δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι, π.χ., οι Σλάβοι εκείνοι, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στη Βοιωτία εξελληνίστηκαν αργότερα από τους Σλάβους της Πελοποννήσου.
Ξεκινώντας, τώρα, από το παραπάνω συμπέρασμα (ότι δηλαδή ο εξελληνισμός των Σλάβων είναι μια διεργασία, η οποία εξελίσσεται, χρονικά και γεωγραφικά, από το Νότο προς το Βορρά) θα διατυπώσουμε την ακόλουθη υπόθεση εργασίας: από το τοπωνυμικό υλικό –τα σλαβικά μικροτοπωνύμια, τα οποία έχω μέχρι σήμερα συλλέξει και αξιολογήσει- παρατηρεί κανείς ότι, όσο βορειότερα προχωρεί κανείς, τόσο λιγότερα γίνονται τα τοπωνύμια εκείνα, τα οποία προέρχονται από ονόματα προσώπων, από ανθρωπονύμια. Η διαφορά αυτή γίνεται πράγματι κτυπητή, αν συγκρίνει κανείς το μικροτοπωνυμικό υλικό από δύο ακραίες περιοχές του ελλαδικού χώρου. Στην πρώτη στη νότια Πελοπόννησο, στις δυτικές πλευρές του Ταϋγέτου, όπου έχει εγκατασταθεί μόνιμα, πριν από τα μέσα του 9ου αιώνα, το σλαβικό φύλο των Μελιγγών- υπάρχουν πολλά μικροτοπωνύμια, όπως Nemir, Ljubovid, Tolimer, Vitomir κ.τ.λ.(8). Στη δεύτερη περιοχή –στο Ζαγόρι της Ηπείρου, όπου υπάρχει αδιαμφισβήτητα σλαβική παρουσία στο τοπωνυμικό- είναι, αντίθετα, ελάχιστα τα τοπωνύμια εκείνα, τα οποία σχηματίστηκαν από σλαβικά προσωπωνύμια (9).
Μια πιθανή ερμηνεία του φαινομένου αυτού (υπόθεση εργασίας, η οποία χρήζει περαιτέρω έρευνας) θα ήταν να αναζητηθεί η αιτία του στην εξέλιξη των σχέσεων αγροτικής ιδιοκτησίας κατά τους βυζαντινούς χρόνους. Αν αναλογισθεί κανείς ότι ο σχηματισμός τοπωνυμιών από προσωπωνύμια αποτελεί, κατά κύριο λόγο, την έκφραση της σχέσης ιδιοκτησίας του παραγωγού με τη γη, την οποία καλλιεργεί (10), τότε θα πρέπει να δεχθούμε ότι τα σλαβικά τοπωνύμια του Ζαγορίου, τα οποία είναι νεότερα από εκείνα της Μεσσηνιακής Μάνης, αντικατοπτρίζουν επίσης μια υστερότερη φάση της κοινωνικής ιστορίας του Βυζαντίου, κατά την οποία αλλάζουν οι σχέσεις ιδιοκτησίας των μικροπαραγωγών με τη γη, την οποία καλλιεργούν και εξαφανίζεται βαθμιαία η κοινωνική κατηγορία των ελεύθερων μικροκαλλιεργητών (11). Υπόθεση εργασίας προς το παρόν, η οποία αξίζει να ερευνηθεί στο μέλλον.
Ο τομέας ωστόσο εκείνος, στην έρευνα του οποίου συμβάλλει κατά κύριο λόγο η μελέτη των τοπωνυμίων είναι η εσωτερική ιστορία, η μέλετη της κοινωνικής και οικονομικής δομής, των σλαβικών φύλων που ίδρυσαν μόνιμες εγκαταστάσεις στο μεσαιωνικό ελλαδικό χώρο. Εγκαταστάσεις, για την ύπαρξη των οποίων, στις περισσότερες περιπτώσεις, τα μοναδικά τεκμήρια που διαθέτουμε σήμερα είναι αποκλειστικά η ύπαρξη σλαβικών μικροτοπωνυμίων. Στον τομέα αυτόν ελάχιστες είναι οι πληροφορίες, τις οποίες θα μπορούσε να αντλήσει ο ερευνητής από τις γραπτές πηγές, πληροφορίες που φέρουν επιπρόσθετα τη σφραγίδα της υποκειμενικότητας του συντάκτη τους: η προσήλωση των βυζαντινών ιστορικών στα κλασικά τους πρότυπα, οι στερεότυποι κοινοί τόπο των αγιογραφικών κειμένων και η γενικότερη αδιαφορία των λογίων της Βασιλεύουσας για την κατάσταση των πραγμάτων στη βυζαντινή επαρχία, δε μας παραδίδουν οπωσδήποτε μια αντικειμενική απεικόνιση της εσωτερικής δομής των «βαρβάρων» που είναι εγκατεστημένοι εκεί. Απεικόνιση, που οδηγεί πολλούς νεότερους ερευνητές σε διαπιστώσεις, οι οποίες ελάχιστη σχέση έχουν με τη μεσαιωνική πραγματικότητα του ελλαδικού χώρου (12).
Αν δεν είχαν σωθεί σήμερα τα σλαβικά τοπωνύμια στον ελλαδικό χώρο και αν ως μοναδικές μαρτυρίες είχε στη διάθεσή του ο ιστορικός μόνο τις γραπτές βυζαντινές πηγές, τότε θα είχε σχηματίσει την εικόνα ότι τα σλαβικά εκείνα φύλα, τα οποία κατέβηκαν στον ελλαδικό χώρο κατά τον 7ο αιώνα δεν ήταν παρά νομάδες, ή ημινομάδες, οι οποίοι δεν επεδίδοντο στην καλλιέργεια της γης και, κατά συνέπεια, δεν ήταν εξοικειωμένοι με τη συναφή τεχνολογία. Οι αντικειμενικές μαρτυρίες, ωστόσο, τις οποίες μας παρέχουν τα σλαβικά εκείνα τοπωνύμια που έχουν σωθεί, τεκμηριώνουν ότι, αντίθετα, το νέο αυτό εθνογλωσσικό στοιχείο εισήλθε στον ελλαδικό χώρο κομίζοντας τη δική του τεχνολογία, τόσο ως προς την καλλιέργεια της γης, όσο και ως προς ορισμένους κλάδους της οικοτεχνίας (13).
Μια επιμέρους έκφανση εσωτερικής οικονομίας των σλαβικών αυτών φύλων, όπως αποκαλύπτεται από τέσσερα τοπωνύμια θα μας απασχολήσει στη συνέχεια. ΜΕ τον τρόπο αυτόν ίσως καταδειχθεί πληρέστερα η σημασία της έρευνας των τοπωνυμίων ως βοηθητικής επιστήμης για την ιστορία.
Πολοβίτσα: Κοινότητα του Νομού Λακωνίας, επαρχία Λακεδαίμονος, νότια της Σπάρτης (14). Θα έπρεπε, ως πρώτο δεδομένο, να τονιστεί ότι το σλαβικό αυτό τοπωνύμιο δεν εμφανίζεται μεμονωμένο, αλλά υπάρχει σε μια περιοχή, στη ΝΔ Λακωνία, το μικροτοπωνυμικό της οποίας φέρει εμφανή τα ίχνη σλαβικής εγκατάστασης κατά το Μεσαίωνα (15). Παρόλο που δεν υπάρχουν δυσκολίες να ετυμολογηθεί το τοπωνύμιο, τόσο από πλευράς φωνητικής όσο και μορφολογίας από το σλαβικο polь= «μισό», παραμένει η σημασιολογική πλευρά σκοτεινή(16), αν δε λάβει υπόψη του κανείς τους κανόνες που διέπουν τις γεωργικές σχέσεις κατά τη βυζαντινή περιόδο: Ο γεωργός, ο οποίος δεν ήταν σε θέση να καλλιεργήσει ο ίδιος ολόκληρη τη γη που του ανήκε, μπορούσε να νοικιάσει ένα μέρος της σε έναν άλλο ακτήμονα. Ο δεύτερος ανελάμβανε την υποχρέωση να αποδίδει, ως ενοίκιο, το μισό της σοδειάς του. Από τη διαδεδομένη αυτή πρακτική στη βυζαντινή επαρχία (που ονομάζεται στις νομικές πηγές ημισεία, ο δε ακτήμων ενοικιαστής ημισειαστής) (17) είναι προφανές ότι προήλθε και το συγκεκριμένο τοπωνύμιο. Χαρακτηριστικό για τη συμβίωση των δύο διαφορετικών γλωσσικών φορέων (ελληνοφώνων και σλαβοφώνων) στη βυζαντινή επαρχία είναι το δεδομένο της μετάφρασης του όρου στα σλαβικά. Σαφής ένδειξη ότι οι Σλάβοι, πριν ακόμα απωλέσουν τη γλωσσική τους ταυτότητα, είχαν ήδη ενταχθεί στο βυζαντινό σύστημα και στη δικαιική πρακτική των ελλήνων γειτόνων τους.
Σεμπροβίτσα: Μικροτοπωνύμιο του χωριού Βυτίνα στην Αρκαδία (18). Όπως είναι προφανές από τα δύο επιθήματα ov-ica, πρόκειται για τοπωνύμιο που σχηματίστηκε, σύμφωνα με τους κανόνες της σλαβικής μορφολογίας, από το ουσιαστικό sebrь, έναν τεχνικό όρο, ο οποίος, από τα σλαβικά, πέρασε στις υπόλοιπες βαλκανικές γλώσσες με τη σημασία: «αγρότης που αποδίδει τη μισή σοδειά στον ιδιοκτήτη της γης» (19). Το σλαβικό δάνειο αυτό (σέμπρος) έχει περάσει σε πολλές νεοελληνικές διαλέκτους, αλλά και στην Κοινή Νεοελληνική (20). Η περίπτωση του τοπωνυμίου αυτού παρουσιάζει μια σημασιολογική αναλογία με προηγούμενο: Sebrovica = «η γη του ημισιαστού» και τεκμηριώνει μια αντικειμενική πραγματικότητα, ότι δηλαδή ο θεσμός του ημισιαστού, που συναντούμε στο κωδικοποιημένο βυζαντινό δίκαιο (Νόμος Γεωργικός) υπήρχε και στο εθιμικό δίκαιο των Σλάβων (21).
Μιτάτοβα: Συνοικισμός της Κοινότητας Αγία Ειρήνη, επαρχία Λακεδαίμονος του Νομού Λακωνίας, ο οποίος μετονομάστηκε το 1928 σε Αγραπιδούλα (22). Το τοπωνύμιο αναφέρεται σε έγγραφο του Ανδρονίκου Παλαιολόγου το 1314/15 (23). Πρόκειται εδώ για έναν ad hoc: από το βυζαντινό τεχνικό όρο μητάτον προήλθε, μέσω του επιθήματος –ovo, το υβρίδιο τοπωνύμιο Mitatovo. Όπως είναι γνωστό, ο όρος μητάτον σημαίνει μια από τις υποχρεώσεις που είχαν οι κάτοικοι της βυζαντινής υπαίθρου έναντι της κεντρικής εξουσίας· στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για την υποχρέωση δωρεάν παροχής στέγης και τροφής σε απεσταλμένους του αυτοκράτορα είτε σε στρατιωτικές μονάδες που στρατοπέδευαν στην περιοχή (24). Το δεδομένο ότι πρόκειται εδώ για σλαβικό τοπωνύμιο, το οποίο σχηματίστηκε από το βυζαντινό όρο, συνηγορεί υπέρ της απόψεως ότι οι Σλάβοι, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στα περίχωρα της Σπάρτης, ενσωματώθηκαν, ως υπήκοοι του αυτοκράτορα, στο βυζαντινό σύστημα, οπωσδήποτε πριν εξελληνιστούν γλωσσικά (25).
Τεργοβίτσα: Μικροτοπωνύμιο της κοινότητας Ζάβιτσα στην Ακαρνανία (25). Μιας περιοχής, στην οποία υπάρχουν εμφανή τα ίχνη της σλαβικής τοπωνυμίας, διότι παραδίδονται πρωτογενείς σλαβικοί σχηματισμοί (με επιθήματα –ovo, ica κ.τ.λ.) από σλαβικά προσηγορικά, όπως τα τοπωνύμια Korytьno, Stěnovьcь, Grazdenica κ.τ.λ. (27). Για το λόγο αυτό δεν υπάρχουν δυσκολίες να ετυμολογηθεί το μικροτοπωνύμιο αυτό από το σλαβικό Tъrgovica από το ουσ. tьrgь= «αγορά». Ο εντοπισμός του τοπωνυμίου αυτού στην περιοχή αυτή έχει σημασία για δύο λόγους: πρώτον, διότι αποτελεί το μοναδικό μέχρι σήμερα γνωστό στον ελλαδικό χώρο τοπωνύμιο που σχηματίστηκε από το παραπάνω ουσιαστικό και δεύτερον, διότι παρέχει ενδείξεις για τη λειτουργία αγοράς στην περιοχή αυτή, όπου, κατά το Μεσαίωνα, υπήρχε εγκατάσταση φορέων της σλαβικής. Η ύπαρξή του επιβεβαιώνει εξάλλου έμμεσες μαρτυρίες των γραπτών πηγών ότι οι Σλάβοι της Ελλάδος διατηρούσαν εμπορικές σχέσεις τόσο με τα μεγάλα αστικά κέντρα (28), όσο και μεταξύ τους για την ανταλλαγή των προϊόντων τους (29).
Υποσημειώσεις:
1. Πβ. Φ. Μαλιγκούδης, Σλάβοι στη μεσαιωνική Ελλάδα, Θεσσαλονίκη 1991, όπου και η σχετική βιβλιογραφία
2. Στο έργο του Ψευδο-Καισάριου· για περισσότερες λεπτομέρειες πβ. Τη σχετική μελέτη στο βιβλίο αυτό
3. Όπως είναι γνωστό, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Χρονικού της Μονεμβασιάς, χρονολογείται η πρώτη εγκατάσταση Σλάβων στην Πελοπόννησο στα έτη 587/88 Πβ. Σχετικά: O.Kresten, Zur Echtheit des Sigillion des Kaisers Nikephoros für Patras. Εν.: Römische Historische Mitteilungen 19 (1977), σ.72 κ.ε.
4. Εκτός από το έργο στη σημ.1 ανωτέρω, πβ. Και J.Koder, Zur Frage der slawischen Siedlungsgebiete im mittelalterlichen Griechenland. Εν. Byzantinische Zeitschrift 71 (1978), σ. 315-331· V.Popovic, Aux origines de la slavisation des Balkans. La constitution des premières Sklavinies Macédoniennes vers la fin du Vie siècle- Académie des Inscriptions et Belles-Lettres, Janvier-Mars, 1980, σ.230 κ.ε. P.Soustal, Nikopolis und Kephalenia (=Tabula Imperii Byzantini, 3), Βιέννη 1981, σ.50-54
5. Δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη στις πηγές, η οποία θα στήριζε την άποψη ότι κατά τους, όπως τους αποκαλούν ορισμένοι ερευνητές, «σκοτεινούς αιώνες» αυτούς είχε εξαφανισθεί τελείως από την ύπαιθρο το ελληνόφωνο στοιχείο. Αντίθετα, μας παρέχουν οι πηγές ρητές μαρτυρίες (τις οποίες, ωστόσο, επιμένουν να αγνοούν πολλοί νεότεροι ερευνητές) ότι οι σλάβοι επήλυδες εγκαταστάθηκαν σε μία χώρα, όπου το αυτόχθονο στοιχείο δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί την πλειοψηφία του πληθυσμού. Πβ. Ενδεικτικά τα στοιχεία, τα οποία παρέχει ο K. Πορφυρογέννητος για την πληθυσμιακή εικόνα της Αχαίας κατά την πρώτη δεκαετία του 9ου αιώνα, σύμφωνα με τα οποία οι ολιγάριθμοι Σλάβοι, κατά τη διάρκεια μιας πρόσκαιρης εξέγερσης, λεηλάτησαν τα σπίτια των γειτόνων τους Γραικών (C.Porphyrogenitus, De administrando Imperio, εκδ. Gy. Moravcsik, Βουδαπέστη 1949, σ. 228, 5-6).
6. Πβ. Ph.Malingoudis, Studien zu den Slavischen Ortsnamen Griechenlands 1, Slavische Flurnamen aus messenischen Mani (=Abhandlungen der Geistes – und Sozialwissenschaftl. KI.d.Akad.d.Wissensch 1981, σ.177-178· του ιδίου. Toponymy and History. Observations concerning the Slavonic Toponymy of the Peloponnese. Εν.: Cyrillomethodianum VII (1983), σ. 99-111
7. Πβ. Malingoudis (όπως σημ. 6 ανωτέρω), σ. 178-179
8. Πβ. Malingoudis (όπως σημ. 6 ανωτέρω), passim
9. Πβ. σχετικά την πρόσφατη μονογραφία του Κ.Οικονόμου, Τοπωνυμικό της περιοχής Ζαγορίου (=Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Επιστ. Επετ. Φιλος. Σχολής «Δωδώνη», Παράρτημα αριθμ. 45), Ιωάννινα 1991, όπου και λεπτομερείς στατιστικοί πίνακες
10. Παράδειγμα: το μικροτοπωνύμιο Βιτομίρι στο σημ. χωριό Καρυοβούνιο της Μεσσηνιακής Μάνης [Malingoudis, Studien (όπως σημ. 6 ανωτέρω), σ. 117] αποτελεί επιθετικό προσδιορισμό και σημαίνει κατά κύριο λόγο τη σχέση ιδιοκτησίας: «ο αγρός του Vitomir».
11. Πβ. σχετικά τη συνοπτική, αλλά θεμελιώδη εργασία του F. Dölger, Der Feudalismus in Byzanz. Εν: Studien zum mittelalterlichen Lehnswesen (Lindau-Konstanz 1960), σ.185-193. Πβ. επίσης: P.Lemerle, The Agarian History of Byzantium. From the Origins to the Twelth Century, Galway 1979 καθώς και H.Köpstein, Zur Veränderung der Agrarverhältnisse in Byzanz vom 6. zum 10. Jahrhundert. Εν.: Besonderheiten der byzantinischen Feudalentwicklung, Βερολίνο 1983), σ. 69-76
12. Τέτοια είναι η περίπτωση π.χ. του βυζαντινολόγου Π.Γιαννόπουλου ο οποίος καταλήγει σε αυθαίρετες και τελείως φανταστικές διαπιστώσεις. Πβ. P.Yannopoulos, La pénétration slave en Argolide. Εν. Etudes Argiennes (=Bulletin de Correspondance Hellénique, Suppl. VI). Αθήνα-Παρίσι 1980, σ. 353 και τις παρατηρήσεις του Φ.Μαλιγκούδη, Παρατηρήσεις σχετικές με τον υλικό πολιτισμό των πρώιμων σλαβικών φύλων στην Ελλάδα (βουλγ.) Εν: Istoriceski Pregled 1985, τ.9-10, σ.65
13. Πβ. σχετικά Ph.Malingoudis, Frühe slawische Elemente im Namensgut Griechenlands. Εν: B.Hänsel (εκδ.) Die Völker Südosteuropas im 6. bis 8. Jahrhundert, Βερολίνο-Μόναχο 1987, σ.53-68· του ιδίου. Η ελληνο-σλαβική συμβίωση στο Βυζάντιο υπό το φως της τοπωνυμίας (ρωσ.) Εν: Vizantijskij Vremennik 48 (1987), σ.44-52
14 Πβ. Στοιχεία συστάσεως και εξελίξεως δήμων και κοινοτήτων, τ.29: Νομός Λακωνίας, Αθήνα 1961, σ.300
15. Το χωριό βρίσκεται στην περιοχή όπου εγκαταστάθηκαν κατά το Μεσαίωνα οι σλάβοι Εζερίτες, τους οποίους αναφέρει ο Κ.Πορφυρογέννητος. Πβ. C.Porphyrogenitus (όπως σημ. 5 ανωτέρω), σ. 232 κ.ε. Σλαβικά μικροτοπωνύμια έχουν εντοπισθεί στο γειτονικό χωριό Κουρτσούνα (σημ. Βασιλική)· πβ. Π.Βλαχάκου, Το μικροτοπωνύμιο του χωριού Βασιλική Λακωνίας. Εν: Ιστορικογεωγραφικά 2 (1988), σ. 117-129
16 Το τοπωνύμιο έχει περιληφθεί και στο έργο του Vasmer για τα σλαβικά τοπωνύμια της Ελλάδος, όπου παρόλον ότι δίδεται η σωστή ετυμολογία του, δεν υπάρχει ερμηνεία της σημασιολογικής πλευράς. Πβ. Μ.Vasmer, Die Slaven in Griechenland, Βερολίνο 1941 (ανατύπωση: Λιψία 1970), σ.172
17 Πβ. τις αντίστοιχες παραγράφους (12-15, 67) του Νόμου Γεωργικού, εκδ. Ε.Lipšic, Leningrad 1984 καθώς και τα όσα σχετικά αναφέρει η H.Köpstein, Zu den Agraverhältnissen (in Byzanz). Εν: Byzanz im 7. Jahrhundert. Untersuchungen zur Herausbildung des Feudalismus, Βερολίνο 1978, σ. 48-49.
18. Πβ. Θ. Μελέαγρος εν: Αρκαδία 2 (1974), τεύχος 5, σ. 21
19 Πβ. σχετικά: N.Jokl εν: Τιμητικός τόμος στον καθηγ. L.Miletic, Σοφία 1933, σ.131
20 Πβ. G.Meyer, Neugriechische Studien II, Βιέννη 1894, σ.56-57. Η απόπειρα του D.Moutso (Greek σέμπρος and slavic sebrь Εν: Indogermanische Forschungen 88, 1983) να χαρακτηρίσει το προσηγορικό ως δάνειο από τη μεσαιωνική ελληνική στα σλαβικά δεν είναι παρόλη την περίπλοκη επιχειρηματολογία που παραθέτει, πειστική: με ποιο τρόπο εισχώρησε ο (αμάρτυρος) τύπος σύμμοιρος>σέμπρος από τη μεσαιωνική ελληνική ως δάνειο τόσο στις βόρειες σλαβικές γλώσσες, όσο και στις βαλτικές
21. Η συμβατότητα αυτή των δικαιικών θεσμών (ο θεσμός του ημισιαστού που ανταποκρίνεται στο sebr) αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, τον κύριο παράγοντα που ευνοεί τη συμβίωση των δύο διαφορετικών εθνογλωσσικών στοιχείων στη βυζαντινή επαρχία. Το ζήτημα αυτό αξίζει οπωσδήποτε να ερευνηθεί περισσότερο
22. Πβ. Στοιχεία Δήμων (όπως σημ. 14 ανωτέρω), σ.180-181
23. Πβ. G.Millet, Inscriptions byzantines de Mystra. Εν: Bulletin de corresp. Hell.23 (1899), σ.103,34
24 Πβ. Γ.Κόλιας, Περί μητάτου. Εν: Αθήνα 51 (1941), σ.129-142
25. Πβ. την ανάλογη περίπτωση των Σλάβων εκείνων στα περίχωρα της Πάτρας, την οποία αναφέρει ο Κ.Πορφυρογέννητος (όπως σημ. 5 ανωτέρω): μετά την αποτυχημένη εξέγερσή τους, παραχωρήθηκαν, με αυτοκρατορικό έγγραφο, ως εναπόγραφοι στη Μητρόπολη των Πατρών, με την υποχρέωση, μεταξύ των άλλων, και παροχής μητάτου. Πβ. σχετικά Kresten (όπως σημ. 3 ανωτέρω), σ.61 κ.ε.
26. Πβ. Γ.Παπατρέχας, Τοπωνυμικά Ξηρομέρου. Εν: Επετηρίς Εταιρείας Στερεοελλαδικών Μελετών 3 (1974), σ. 380
27. Παπατρέχας (όπως σημ. 26 ανωτέρω), σ.379-380
28. Πβ. π.χ. τη μαρτυρία των Θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου για την αγορά εκ μέρους των Θεσσαλονικέων, κατά το τελευταίο τέταρτο του 7ου αιώνα, μεγάλης ποσότητας σιτηρών και οσπρίων από τους σλάβους Βελεγεζίτες της Θεσσαλίας. P.Lemerle (εκδ.), Les plus anciens recueils de miracles de St. Démétrius, τ.1, Παρίσι 1979, σ. 214, 9-3, 218, 1-3
29 Πβ. τις πληροφορίες του Ι.Καμενιάτη για τις εμπορικές συναλλαγές των Σλάβων των περιχώρων της Θεσσαλονίκης στις αρχές του 10ου αιώνα, G.Böhlig (εκδ.), Ioannis CaminiataeQ De expugnationae Thessalonicae, Βερολίνο – Ν.Υόρκη 1973, σ. 8, 85-88."
Πηγή: http://phmalingoudis.blogspot.gr/