Κείμενο: Ευαγγελία Ν. Πάντου Αρχαιολόγος
Αμυδρές παιδικές μνήμες από μια πολύβουη συγκέντρωση ανθρώπων που κινούνταν αργά, ανάμεσα σε παντοειδή εμπορεύματα προς πώληση εκτεθειμένα σε εύυδρο, κατάφυτο από πανύψηλα πλατάνια τοπίο, περιγράφουν τη δική μου, μικρή βιωματική εμπειρία από το πανηγύρι του χωριού μου, το οποίο για πολλές δεκαετίες, αποτέλεσε σημείο αναφοράς για την οικονομική και κοινωνική ζωή της βόρειας Λακεδαίμονας.
Με το από 29-8-1888 Β. Διάταγμα εγκρίθηκε η σύσταση εμπορικής πανήγυρης στη θέση «Άγιος Μάμας» της περιφέρειας της κωμόπολης Καστανιάς, πρωτεύουσας του δήμου Καστορείου, με ημέρα τέλεσης την 8η Μαΐου. Με το από 20-11-1889 Β. Διάταγμα, που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ αρ. 283/21-11-1889, ως ημέρα τέλεσης της πανήγυρης ορίστηκε η 25η Ιουλίου εκάστου έτους. Ένας δραστήριος και φιλοπρόοδος δήμαρχος, ο Γεώργιος Θεοφιλόπουλος, φρόντισε για τη σύσταση της πανήγυρης, όπως προκύπτει από το με αρ. 6693/3-7-1890 έγγραφο του νομάρχη Λακωνίας Ε. Γονατά με το οποίο παρακινεί τους δημάρχους του νομού να ενεργήσουν ό,τι κρίνουν συντελεστικόν προς ενίσχυσιν της εμπορικής ταύτης πανηγύρεως. Ο Γ. Θεοφιλόπουλος, από τη σημαντική για την ενίσχυση της εμπορικής κίνησης του τόπου πρωτοβουλία του αλλά και από την εν γένει δραστηριότητά του, κρίνεται ως πρότυπο δημάρχου, σύμφωνα με το ίδιο έγγραφο ... Προτρέπω δέ και υμάς να παρευρεθήτε αυτοπροσώπως εις την πανήγυριν ταύτην, διότι επί τη ευκαιρία ταύτη θέλετε ίδη πολλά χρήσιμα υμίν τε και τοις συνδημόταις υμών πράγματα. Θέλετε παρατηρήσει ότι, εις τον μικρόν και ορεινόν Δήμον Καστορείου, πλην της συστάσεως της εμπορικής πανηγύρεως και φιλανθρωπικού συλλόγου, ο νυν Δήμαρχος κ. Γεώργιος Θεοφιλόπουλος, εντός βραχέος χρόνου κατώρθωσε, μη επαρκούντων των τακτικών πόρων του Δήμου, δι' εράνων και προσωπικής εργασίας να κατασκευάση οδούς, υδραγωγεία, κρήνας, οχετούς, πλατείας, ων στερούνται οι ευπορώτεροι των Δήμων.
Εκ της παρατηρήσεως δε και της μελέτης των έργων τούτων θέλουσι πάντες πεισθή, ότι πλούτος και δύναμις του Δήμου είναι η φιλοτιμία, ο ζήλος και η άμιλλα του Δημάρχου και η πεποίθησις των κατοίκων, ότι η προσωπική των εργασία και ο έρανος αυτών δεν θέλουσι δαπανηθή εις πλάγιους σκοπούς, αλλά θέλουσι χρησιμοποιηθή ειλικρινώς και αμερολήπτως επί κοινή ωφελεία πάντων.
Ο χώρος τέλεσης της εμποροπανήγυρης είναι γνωστός μέχρι σήμερα ως«Αγιομάμας», τοπωνύμιο που πιθανόν απηχεί παλιά λατρεία του Αγίου Μάμαντος και σύνδεση με τις κτηνοτροφικές δραστηριότητες της περιοχής αφού, όπως είναι γνωστό, ο Άγιος Μαμάς τιμάται ως προστάτης και βοηθός των βοσκών. Η εργώδης προσπάθεια του Γ. Θεοφιλόπουλου να ενισχύσει την οικονομική ζωή του Δήμου με θεσμούς και έργα υποδομής, ιχνηλατείται μέσα από εγχάρακτη ενεπίγραφη πλάκα τοποθετημένη στα πλάγια της κρήνης του «Αγιομάμα» με τους δυο κρουνούς, πλησίον τής ασφαλτοστρωμένης οδού: 'Εγένετο το/1780 ανεκαινίσθη δε το/1894 υπό /Ιω. κ(αι) Γε. Π. Θεοφιλοπούλων.
Ο λογοτέχνης και πεζοπόρος Κώστας Πασαγιάννης που πέρασε τα νιάτα του στα ελατά του Ταΰγετου κι έλουσε την ψυχή του στα νερά του Ευρώτα γράφει: Η τοποθεσία της δροσερής Καστανιάς είναι στην ποδιά σύρριζα του Ταΰγετου, πού ορθώνεται απάνω της μεγαλόπρεπης και υπερήφανος. Κ' είναι ένας εξώστης θεαματικότατος, μάλιστα από την κορφούλα του Προφητηλιά, προς τη διάπλατη κοιλάδα του Ευρώτα αποκάτω.
Ο Αγιομάμας είναι το στολίδι της.
Ένα από τα ωραιότερα και πιο δροσερά ελληνικά τοπία στο φρύδι του βουνού.
Κατάφυτος, πρασινόχαρος νεροποντισμένος.
Κάθε άκρη του και μια κρυσταλλένια πηγή. Κάθε του πλαγιά και μια γάργαρη ανάβρα. Κεφαλάρια άφθονα και πλούσιες παντού νερομάννες κελαρύζουν μουσικά και ασώπαστα το μυστικό και μονόρρυθμο των νερών το τραγούδι σε μια συναυλία ξωτική και παράξενη, κατηφορίζοντας στην κοίτη του Ευρώτα.
Νερόμυλοι με πολύτοξες χτιστές νεροδεσιές, σκεπασμένες από πυκνά νεροσέλινα και παχύτατα βρύα, ο ένας κοντά στον άλλο μες τη ρεματιά την κατάχλωρη, καταπίνουν τα άφθονα νερά στα πανύψηλα χορταριασμένα μυλοβάγενα και αλέθουν αλέθουνε το θραψερό σιτάρι:
Η περιοχή του «Αγιομάμα» ήταν κατάλληλη για πολυάνθρωπες συγκεντρώσεις στο μέσο της θερινής περιόδου, συνεπώς και για τη διεξαγωγή εμποροπανήγυρης αφού ήταν πάνω σε κύρια οδική αρτηρία και διέθετε ευρύχωρα πλατώματα, άφθονα τρεχούμενα νερά για την ύδρευσιν των πανηγυριστών και την πόσιν των ζώων και σκίαση κάτω από πλατύφυλλα πλατάνια. Επιπλέον η ύπαρξη της πλησιόχωρης εκκλησίας του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου προσέφερε τη δυνατότητα συσχετισμού της πανήγυρης με την τέλεση μιας σημαντικής θρησκευτικής εορτής του θέρους, αυτής του Αγίου Παντελεήμονα, γεγονός που μπορούσε να προάγει την κοινωνική συνύπαρξη και ενότητα.
Στο περιοδικό Σπαρτιατικόν Ημερολόγιον του έτους 1900 ως εμπορική πανήγυρη της Λακεδαίμονας αναφέρεται και Η εν Καστανιά του Δήμου Καστορείου, την 27ην Ιουλίου τελούμενη, οπού επίσης γίνεται και εμπορική ζωηρά κίνησις. Παρόμοιες μνείες γίνονται και σε επόμενα τεύχη του περιοδικού.
Όταν ο Φώτης Κόντογλου προπολεμικά θα περιηγηθεί στους βόρειους δήμους, θα σημειώσει για το χώρο της πανήγυρης: Από εκεί ετραβήξαμεν και ευρήκαμεν πολλές βρύσες από τον καιρό των παλαιών Βυζαντινών με πολλά νερά, οπού τρέχουν από βρύσες χτισμένες εις καμάρες εκείνου του καιρού. Εκεί γίνεται η πανήγυρις και αγορά ίππων και άλλων ζώων και λέγεται άγιος Μάμας κατά τον εν Κωνσταντινουπόλει.
Φαίνεται λοιπόν ότι ο καθιερωμένος πλέον θεομός της εμποροπανήγυρης είχε διευρυνθεί περιλαμβάνοντας και αγοραπωλησία ζώων. Άλλωστε τα γειτονικά στον «Αγιομάμα» απλόχωρα κτήματα προσφέρονταν για τη συγκέντρωση δεκάδων ζώων και ζωοπουλητάδων.
Πολύ πριν την καθιέρωση της πανήγυρης, η περιοχή του «Αγιομάμα» είχε συνδεθεί με την οικονομική και κοινωνική ιστορία του τόπου. Υδροκίνητες εγκαταστάσεις εκμεταλλευόμενες την ενέργεια των πλούσιων υδάτινων πηγών λειτουργούσαν από καιρό. Κυρίαρχο στο τοπίο κτίσμα ήταν προεπαναστατικός νερόμυλος/ ιδιοκτησία άλλοτε της μονής Καστρίου, με εντυπωσιακά για τα δεδομένα της εποχής του κατασκευαστικά στοιχεία. Νεροσυρμή, με τη μορφή λιθόκτιστου, ανοιχτού υδραγωγείου με έξι ψηλά τόξα, μετέφερε για αρκετά μέτρα το νερό από την πηγή στην κρέμαση, απ' όπου έπεφτε στο εσωτερικό του μύλου, κτισμένου σε αρκετά χαμηλότερη στάθμη. Μέχρι πρόσφατα ο μύλος λειτουργούσε και μάλιστα με τον αυθεντικό βιοτεχνικό του εξοπλισμό. Η μυρωδιά του φρεσκοαλεσμένου σταριού δεν έχει ακόμη σβήσει...
Εντοιχισμένη στην κύρια όψη του κτίσματος εγχάρακτη κτητορική επιγραφή μάς πληροφορεί για την ανέγερσή του το έτος 1827 με μέριμνα του ηγουμένου της μονής Καστρίου, Παγκράτιου: 1827 ΜΑΡΤΙ(ΟΥ) 21/ΑΝΗΓΕΡΘΗ Ο ΠΑΡΩΝ ΜΥ/ΛΟΣΔΗΑ ΕΠΕΙΜΕΛΥΑΣ ΤΟΥ/ΤΑΠΙΝΟΥ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΠΑΓΚΡΑ/ΤΙΟΥ Κ(ΑΙ) ΔΙ ΕΞΟΔΩΝ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΜΟΝΑ/ΣΤΙΡΙΟΥ Κ(ΑΙ) ΤΩΝ ΒΟΗΘΟΥΝΤΩΝ.
Μερικές δεκάδες μέτρα πιο κάτω, λιθόκτιστη νεροτριβή εκμεταλλευόταν το νερό του μύλου που γινόταν αρκετά ορμητικό, για το πλύσιμο των ρούχων και την επεξεργασία προϊόντων από μαλλί. Πολύ κοντά στο μύλο λειτουργούσε υδροκίνητο ελαιοτριβείο, αρχικά και αυτό ιδιοκτησία της μονής Καστριού. Σήμερα βρίσκεται σε ερειπώδη κατάσταση και με διάσπαρτα στο χώρο στοιχεία του εξοπλισμού του. Όπως θυμούνιαι παλιοί κάτοικοι, η υδραυλική ενέργεια, μέσω οριζόντιας φτερωτής, κινούσε αποκλειστικά τον ελαιόμυλο, ενώ το πιεστήριο ήταν χειροκίνητο. Το μοναδικό μυλολίθι ήταν κατακόρυφα τοποθετημένο με συνέπεια την αργή κίνηση του μηχανισμού περιστροφής. Το ελαιοτριβείο, συνδεδεμένο με τόν ελαιοπαραγωγικό χαρακτήρα της περιοχής, βρισκόταν σε χρήση μέχρι τα μέσα περίπου του 20ού αιώνα.
Η πολύδροση λοιπόν περιοχή του «Αγιομάμα», καθιερωμένος χώρος παραγωγικών δραστηριοτήτων, υποδέχτηκε και φιλοξένησε για δεκαετίες την ετήσια πανήγυρη, στο πλαίσιο σύνδεσης του αγροτικού με το αστικό τοπίο.
Ο σπουδαίος ντόπιος ιστοριοδίφης Δημήτρης Καλλιάνης παρατηρεί: Η Καστανιά -Καστόρι, υπήρξε στα νεότερα χρόνια κέντρο οικονομικών, εμπορικών, γεωργικών και επαγγελματικών υποθέσεων, για ολόκληρη την περιοχή των λεγόμενων βορείων Δήμων της Λακεδαίμονας και των γειτονικών χωριών της Μεσσηνίας και Αρκαδίας, με κοινωνική και πολιτιστική ακτινοβολία.
Οι δημόσιες υπηρεσίες που συγκέντρωνε, τα σχολεία, τα πολλά καταστήματα, καφενεία, οινοπωλεία, παντοπωλεία, πανδοχεία... το γενικό εμπόριο (τυριού, κουκουλιών, λαδιού, γεννημάτων), η θέση της σαν δίοδος όλων των κατοίκων της «Απάνω Ρίζας» μέχρι τη Μεγαλόπολη και το σταθμό του σιδηρόδρομου στο Ρούτσι, η εβδομαδιαία Αγορά της Δευτέρας, η Πανήγυρη, το θέρος, του Άγιο-Μάμα με την εμπορική κίνηση που συγκέντρωνε σε υφάσματα, οικιακά είδη, υποδήματα, χάλκινα επίσης είδη, προϊόντα κτηνοτροφίας και κυρίως το διεξαγόμενο ζωεμπόριο, τής εξασφάλιζε για μια εκατονταετία και πλέον, το προβάδισμα.
Διάφορα επίσης κοινωφελή έργα που είχαν γίνει (δρόμοι, πλατείες, ύδρευση, υπόνομοι, λιθόστρωτες εσωτ. οδικές αρτηρίες, αγροτικοί δρόμοι), οι μύλοι της, τα ελαιοτριβεία, η ανεπτυγμένη υλοτομία, το οργανωμένο αγροτικό και επαγγελματικό στοιχείο (σαγματοποιοί, σιδηρουργοί, Λαγκαδιανοί) συνιστούσαν τη συνεχή γενική πρόοδο με δραματικές ενίοτε κάμψεις και εκπατρισμούς (μετανάστευση), λόγω διαφόρων γεγονότων, καταστροφή της γεωργικής παραγωγής, πτώση των τιμών των αγροτικών προϊόντων, πόλεμοι, εσωτερικές αναταραχές, ασθένειες και άλλες δοκιμασίες.
Τις εμπορικές συναλλαγές στο πανηγύρι του «Αγιομάμα», όπως άλλωστε σε κάδε πανηγύρι, πλαισίωνε διασκέδαση μέχρι πρωίας υπό τούς ήχους παραδοσιακών μουσικών οργάνων με τραγούδι, χορό και άφθονο κρασί. Μια υδραυλική κατασκευή ημικυκλικής κάτοψης εν είδει υπερυψωμένου λιθόκτιστου βάθρου, απ' όπου έρρεε νερό δροσερής πηγής, μετατρεπόταν για τις ανάγκες ψυχαγωγίας των πανηγυριστών σε χώρο για τους οργανοπαίκτες και τους τραγουδιστές (πάλκο). Το εύθυμο βουητό των πανηγυρικών συνάξεων κορυφωνόταν στην εορτή του Αγίου Παντελεήμονα. Για πολλές δεκαετίες το τέλος κάθε πανηγυριού καλλιεργούσε τη γλυκιά προσμονή για το επόμενο... Μέχρι τη δεκαετία του 1970 που ο θεσμός ξαφνικά έσβησε προκαλώντας πικρία σε μικρούς και μεγάλους. Ποτέ δε στάθηκαν επαρκείς οι εξηγήσεις που κάποιοι προσπάθησαν να δώσουν. Και δεν έφτανε μόνον αυτό. Πληγώθηκε βέβηλα και το τοπίο του «Αγιομάμα». Χώθηκαν οι πηγές, τα δέντρα κόπηκαν, έπεσαν τα πλατάνια...
Και ενώ το πανηγύρι έπαυσε, ενεργός μέχρι σήμερα παραμένει ο υπεραιωνόβιος θεσμός της εβδομαδιαίας τοπικής αγοράς της Καστανιάς, αλλιώς «παζάρι», στο κέντρο του οικισμού, κατά μήκος των καταστημάτων, με πωλητές και καταναλωτές και από τα γύρω χωριά, που καλύπτει μέχρι σήμερα ανάγκες σε βασικά καταναλωτικά αγαθά (φρούτα, οπωροκηπευτικά, τυροκομικά προϊόντα κ.ά.). Ενδιαφέρον παρουσιάζει το με αρ. πρωτ. 22/ 16 του έτους 1834 έγγραφο του επισκόπου Λακεδαίμονος Δανιήλ προς τη Β. Νομαρχίαν της Λακωνίας με το οποίο ζητά να οριστεί ως ημέρα διενέργειας της εβδομαδιαίας αγοράς άλλη εκτός της Κυριακής ήτις κατά την θείαν εντολήν πρέπει να είναι αφιερωμένη προς δοξολογίαν του υπέρτατου όντος..." Από την τέλεση του παζαριού την Κυριακή, σύμφωνα με το ίδιο έγγραφο, εμποδίζονται οι χριστιανοί ν' ακούωσι την θείαν μυσταγωγίαν οι ιερείς σχεδόν μόνοι μένουν εις τον ναόν του Θεού και όλα τα γειτνιάζοντα χωρία και οι ενορίται των σπεύδουν να πωλήσουν και ν' αγοράσουν.... Φαίνεται ότι η ενέργεια του Δανιήλ απέδωσε και η Δευτέρα καθιερώθηκε ως μέρα διεξαγωγής της αγοράς.
Ακόμη και σήμερα το «παζάρι» της Καστανιάς εκτός από πλαίσιο οικονομικών συναλλαγών βιώνεται ως γιορτή, ένα μικρής διάρκειας πανηγύρι, που διακόπτει την καθημερινότητα της εργασίας και προσφέρει τον τόπο για την ανάπτυξη προσωπικών σχέσεων. Στη σύγχρονη καταναλωτική εποχή με αποδυναμωμένες, παρακμασμένες ή ανύπαρκτες τις εορταστικές στιγμές, το «παζάρι» της Καστανιάς εξακολουθεί να ασκεί τη συνεκτική του δύναμη στην κοινωνία της βόρειας Λακεδαίμονας.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. «Στις 27 και 20 Ιουλίου, Τα πανηγύρια στο Καστόρι και το Γεωργίτσι. Δύο έγγραφα του 1890 και του 1911», Λακωνικά 64 (1974), σ. 121 (Προσφορά των εγγράφων στο περιοδικό από τον Γ. Δ. Θεοφιλόπουλο).
2. Κ. Πασαγιάννη, Σπάρτη-Μυστράς, Εκδ. Εταιεςία Τύπος, Αθήναι, σελ. 5
3. Ό.π. σελ. 49-50
4. Σπαρτιατικόν Ημερολόγιον 1 (1900), σ. 21,
5. Βλ. ία αρ. 5 (1905), ο. 26, 6 (1906), ο. 24, και 7 (1907), σ. 24.
6. Φ. Κόντογλου, Ο Καστρολόγος, Αθήνα 1987, σ. 67.
7. Αρχαιολογικόν Δελτίον 52 (1997), Χρονικά Β' Ι, σ. 224.
8. Αρχαιολογικόν Δελτίον 50 (1995),Χρονικά Κ· 1, οο. 159-160 και 54 (1999), Χρονικά Β' 1, οο. 217-218.
9. Δ.Γ. Καλλιάνης, «Βόρεια Λακεδαίμονα: Δια πυρός και σιδήρου, Μεσονήοια, Καστρίζι, Χώρα, Καστανιά, Καστόρι», Λακωνικά 125 (1985), σ. 23.
10. Δ. Μενίδης, Ο νερόμυλος, εκδ. Παρουσία, χ, ι., χ. χ., σ. 8.
11. Αρχιμ. Μ. Γαλανόπουλος, Εκκλησιαστικοί σελίδες Λακωνίας, εν Αθήναις 1939, σ. 457.
12. ό.π.,σσ. 457-458.
Αναδημοσίευση από ΛΑΚΩΝΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ 2010, σελ 53-57