Τα τοπωνύμια αποτελούν·«επιγραφάς γεγλυμμένας επί του εδάφους, πραγματικά ζώντα ιστορικά και γλωσσικά μνημεία…»
Αντ. Μηλιαράκης
Πριν από κάθε προσέγγιση των μικροτοπωνυμίων είναι απαραίτητες κάποιες διευκρινίσεις:
α) σε γενικές γραμμές θα μείνουν ασχολίαστα τα αγιωτικά τοπωνύμια (π.χ. Άγιο Λιάς, Αγιαντριάς, Άγιος Νικήτας κ.λπ.), εκτός και αν υπάρχει ιδιαιτερότητα, όπως Μισοσπορίτισσα, Μπρουσιάκα κ.λπ.
β) τα τοπωνύμια με κατάληξη –αίικα δηλώνουν τόπο όπου διέμεναν ή εκμεταλλεύονταν πατριαρχικές οικογένειες εκτεταμένες. Για παράδειγμα Πρασαίικα, Βουρδουσαίικα, Κουτρουμπαίικα και πάει λέγοντας. Δηλαδή πρόκειται για τόπους που σχετίζονται με τις αντίστοιχες οικογένειες Πρασά, Βουρδούση, Κουτρουμπή. Τα τελευταία χρόνια σε ταμπέλες οδοδείκτες η κατάληξη εμφανίζεται με –ε και όχι -αί, όπως Σερβέικα στο Καστρί.
γ) όπου το τοπωνύμιο παρουσιάζεται σε γενική, δηλαδή γενική κτητική δείχνει τον ιδιοκτήτη ή τον χρήστη. Για παράδειγμα η γούρνα του Καράμ-Αλη, του Γαλή τ’ αλώνι, στου Καΐτσα, στου Κόκοτα, στου Παρδάλη, στου Κίτρου, της Σκοτίδαινας το μονοπάτι, το μονοπάτι του Κούστα κ.λπ.
δ) δεν έχουν γραφεί όλα τα μικροτοπωνύμια, και αυτό φαίνεται από το ότι υπάρχει διαφοροποίηση για τον ίδιο τόπο αλλά από διαφορετική πηγή. Άλλα μικροτοπωνύμια εντοπίζει ένας φυσιολάτρης παραθεριστής στο βουνό και άλλα ένας γεωργοκτηνοτρόφος. Θα μπορούσαν να προστεθούν άπειρες ονομασίες…
Είναι προφανές, τέλος, πως η παρούσα εργασία δεν καλύπτει όλα τα τοπωνύμια. Ελπίζεται πως μελλοντικά θα συμπληρωθεί.
Όχι μόνο ευπρόσδεκτη αλλά και αναγκαία είναι οποιαδήποτε διαφορετική άποψη, γνώμη ή ερμηνεία διατυπωθεί από τους αναγνώστες, πολύ δε περισσότερο η επισήμανση λαθών που, οπωσδήποτε, υπάρχουν..
Αγία Κυριακή: Ανήκει στο Καστρί και αναφέρεται στο πατριαρχικό σιγίλλιο του Πατριάρχη Ιερεμίου του Γ΄. Στο εκκλησιαστικό έγγραφο επαναβεβαιώνονται προϋπάρχοντα σταυροπηγιακά δικαιώματα στο ιερό μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Καστρί της Λακεδαιμονίας (αναφέρεται στο μοναστήρι της Παναγίας στον Κάρδαρη, του οποίου διάδοχος ήταν η Ζωοδόχος Πηγή). Το καθιστά αυτόνομο, αυτοδιοίκητο και ορίζει να έχει στην εξουσία του τα μετόχια του Προφήτη Προδρόμου και Βαπτιστή Ιωάννου στην Καστανιά, της Αγίας Κυριακής στο Καστρί και του Ιωάννη του Θεολόγου στη Βορδώνια.
Το σιγίλλιο συντάχθηκε το 1721 που σημαίνει πως τα μοναστήρια που έγιναν μετόχια είχαν διανύσει πριν μία μεγάλη χρονικά διαδρομή. Η περιοχή της Αγίας Κυριακής ονομάζεται και Δριμέ(αι)ικα.
Άγιος Δημήτριος Μεσονησίων Καστρίου.
Ο ναός του Αγίου Δημητρίου κτίστηκε στην πεδινή θέση «Μεσονήσια» στο Καστρί Καστορείου, κοντά στη Μυστριώτικη στράτα, που συνέδεε τον Μυστρά με την Αρκαδία. Ανήκε στον αρχιτεκτονικό τύπο των σταυρεπίστεγων ναών οι οποίοι διαδόθηκαν μετά τον 13ο αιώνα.
Στο ναό του Αγίου Δημητρίου στο αψίδωμα του Ιερού σώζεται γραπτή παράσταση του Αγίου Θεόκλητου, αγίου του οποίου τη σχεδόν εξίτηλη μορφή του, αριστερά, ταυτίζει η επιγραφή: Ο ΑΓ(ΙΟC) ΘΕΟΚΛΙΤΟS ΛΑΚΕΔΑΙΜΟ(ΝΙΑC), η οποία εμπεριέχει μια σημαντική πληροφορία για την εκκλησιαστική ιστορία της Λακωνίας. Ο παλιός ναός κινδύνευε να καταρρεύσει λόγω προβλημάτων και αποκαταστάθηκε το 2000 με την φροντίδα της 5ης Εφορείας Αρχαιοτήτων Σπάρτης.
Ακολουθεί χειρόγραφο του Παν. Τζωρτζάκη, δημάρχου της Καστανιάς ο οποίος φρόντισε να περιέλθουν τα χειρόγραφα απομνημονεύματα του Δ. Δημητρακάκη στα χέρια του Γ. Βλαχογιάννη και να διασωθούν.
«Ναός μικρός επί της ανατολικής του χωρίου «Καστρί» επί γηλόφων κείμενος μήκους οκτώ περίπου μέτρων πλάτους πέντε και ύψους τριών εκ τοιχοδομίας βυζαντινής μετά κεραμοπλαστικών διακοσμήσεων μετά δύο μικρών τετραγώνων θυρών εκ δυσμών και μεσημβρίας άνευ τυμπάνου ο ναός είναι μονόκλιτος άνευ νάρθηκος και μετά μιας τριπλεύρου κόγχης. Φαίνεται ότι το πάλαι ο ναός ούτος ήτο θολωτός και φέρει εν τω ιερώ και κατά την δεξιάν πλευράν δύο τοιχογραφίας αγίων εκατέρωθεν του ενός των οποίων αναγινώσκονται ευκρινώς αι λέξεις «Θεόκλητος Λακεδαιμονίας» ο ναός ούτος βυζαντινός αδιαφιλονικήτως δεν φέρει ατυχώς υπογραφήν τινα δηλούσαν το έτος της κτίσεως αυτού. Κατά παράδοση όμως υπήρξεν ούτος ενοριακός ναός του καταστραφέντος Βυζαντινού χωρίου Μεσονήσια χρησιμοποιούμενος άμα και ως νεκροταφείου αυτού. Κείται ανατολικομεσημβρινά της Καστανιάς απέχων περί τα 10΄ λεπτά».
Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος
Βυζαντινό εκκλησάκι στον Άγιο Μάμα, για το οποίο αντλούμε πληροφορίες από χειρόγραφο του Παν. Τζωρτζάκη, δημάρχου της Καστανιάς που φρόντισε να περιέλθουν τα χειρόγραφα απομνημονεύματα του Δ. Δημητρακάκη στα χέρια του Γ. Βλαχογιάννη και να διασωθούν.
«Ο ναός Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος μήκους εννέα μέτρων πλάτους πέντε και ύψους τεσσάρων εκ τοιχοδομίας νεωτάτης κατερειπωθείσης της Βυζαντινής εξ ης υπελείφθη μόνο η καλλιτεχνικότατη πεντάπλευρος αψίς εκ πωρίτου λίθου μετά κεραμοπλαστικών διακοσμήσεων. Ο ναός ούτος κείται εις την θέσιν Άγιος Μάμας και εις το μεσημβρινόν άκρον του χωρίου Καστανιά».
Αγιο-Μάμας
«Ο Αγιο-Μάμας είναι το στολίδι της Καστανιάς. …κατάφυτος, πρασινόχαρος, νεροποντισμένος».
Κώστας Πασαγιάννης
«…Από εκεί ετραβήξαμεν και ευρήκαμεν πολλές βρύσες από τον καιρόν των παλαιών Βυζαντινών με πολλά νερά, οπού τρέχουν από βρύσες χτισμένες εις καμάρες εκείνου του καιρού. Εκεί γίνεται η πανήγυρις και αγορά ίππων και άλλων ζώων και λέγεται άγιος Μάμας κατά τον εν Κωνσταντινουπόλει».
Φώτης Κόντογλου
Στην τοποθεσία Αγιο-Μάμας χτύπαγε η καρδιά της Καστανιάς. Νερά άφθονα, νερόμυλος, νεροτριβή, υδροπρίονο για την κοπή πέτρας, λιοτρίβι, ξυλουργείο, λατρευτικός χώρος, χώρος οικονομικής δραστηριότητας.
Ο μύλος μέχρι πρόσφατα έφερε πλάκα όπου αναγραφόταν έτος ανέγερσης από τον καθηγούμενο Παγκράτιο το 1827. Όμως αυτό το δεδομένο ανατρέπεται από έγγραφο των βενετικών αρχείων του 1699 που έφερε στο φως ο Νικ. Σαντάς.
Ειδικά για τον μύλο στον Άγιο Μάμα το χειρόγραφο αναφέρει «…Ένας μήλος κύμενος στον Άγιον Μάμαν αφιερωμένος στο μοναστήριο της Θεοτόκου της Καστρίτισας από τον ποτέ Πυθεκούη με χοτζέτι τουρκικόν, νεροτριβήν μίαν κυμένην σιμά εις το άνωθεν μήλον αφιερωμένα από τον ποτέ Πάπα Σαμουήλ με χοντζέτια τρία Τουρκικά…».
Υπήρχε ένας μικρός βυζαντινός ναός αφιερωμένος στον Άγιο Μάμα.
Ο Άγιος Μάμας είναι προστάτης των γεωργών και των ποιμένων. Στο όνομά του χτίζονταν εκκλησίες κοντά σε πηγές όπου οι ποιμένες στάλιζαν και πότιζαν τα ποίμνιά τους.
Γεννήθηκε στη Γάγγρα της Παφλαγονίας το 260 μ.Χ. από γονείς χριστιανούς. Βρέφος ακόμα έμεινε ορφανός και τον ανέθρεψε μία ευσεβής χριστιανή. Επειδή αποκαλούσε συνέχεια τη θετή του μητέρα μάμα, ονομάστηκε Μάμας. Κατά μίαν εκδοχή τη λατρεία του Άγιο-Μάμα μετέφερε από την Πόλη ο Όσιος Νίκωνας.
Εκτός από την Ελλάδα και την Κύπρο ο άγιος τιμάται στον Λίβανο, την Ιταλία, την Ισπανία.
Παρότι ο άγιος βοσκός γιορτάζεται στις 2 Σεπτεμβρίου, το πανηγύρι του Άγιο-Μάμα στο Καστόρι, με αγοραπωλησίες ζώων και γεωργικών προϊόντων για λόγους σκοπιμότητας γινόταν στα τέλη Ιουλίου.
Αη-Νικόλας
Ο Αγιο-Νικόλας είναι το Κοιμητήριο του Καστορείου, λίγο πιο έξω από τα τελευταία σπίτια του χωριού, ανηφορίζοντας προς το βουνό.
Ο λαογράφος ερευνητής Δημήτρης Καλλιάνης έχει γράψει πως στην πρώτη σελίδα του Θείου και Ιερού Ευαγγελίου με ημερομηνία 6 Αυγούστου 1890 έχουν αναγραφεί τα ονόματα όλων των μέχρι τότε ιερέων της Καστανιάς. Το ιερό βιβλίο εκδόθηκε στη Βενετία το 1852 από την ελληνική τυπογραφία του Φοίνικος.
Εκεί κοντά είναι η Χαντάκα του Άγιο-Νικόλα στην οποία, κατά την τοπική πασράδοση, αναμετρήθηκαν οι Καστανιώτες με Τούρκους. Στα βράχια προς την πλευρά του βουνού υπήρχαν μικρά σπήλαια στα οποία εύρισκαν καταφύγιο οι καταδιωκόμενοι από τον εχθρό Καστανιώτες.
Αλετρέ(αι)ικη δέση
Η αλετρέ(αι)ικη δέση είναι στο Βρυσιώτικο.
Δέση: φράγμα που σταματά τη ροή του νερού ή την εμποδίζει να κυλήσει σε άλλο αυλάκι.
Δεσιά: «έχτισε μια δεσιά στον ποταμό, έβαλε στο αυλάκι το νερό» (Π. Πρεβελάκης).
Νεροδεσιά
Αμόργιανη
Αμόργιανη είναι η γράνα, το ποταμάκι. Στην περίπτωση αυτή είναι ένας χείμαρρος από τα Περιβόλια μέχρι τον Ευρώτα.
Σύμφωνα με παλαιά λεξικά υπάρχουν διάφορες ερμηνείες για τη λέξη.
Αμόργη είναι η μούργα, το κατακάθι από τη σύνθλιψη ελιάς, το κατακάθι στο κρασοβάρελο (τρυγία, πηλά, λάσπη).
Αμοργίς το λεπτό λινό παρόμοιο με βύσσο (το υποκίτρινο λινό με το οποίο φάσκιωναν οι Αιγύπτιοι τις μούμιες).
Αμοργός είναι αυτός που συνθλίβει, εκμυζά ή αποστραγγίζει. Αυτή η εκδοχή ίσως ταιριάζει καλύτερα εφόσον στον χείμαρρο συγκεντρώνονται τα νερά της γύρω περιοχής.
Κατά τον Κώστα Σκαφιδά, αμόργιανη λέγεται το μαύρο αποσαθρωμένο χαλίκι που στραγγίζει και δεν βαστάει καθόλου νερό.
Απάνου Καστανιά
Η Απάνου Καστανιά, η ορεινή, με ενοριακή εκκλησία της Παναγίας στην Μπρουσάκα. Υπάρχουν και υπολείμματα από το νεκροταφείο το οποίο ήταν αφιερωμένο στη μνήμη του Αγίου Δημητρίου. Είναι ολοφάνερο πως το χωριό ονομάστηκε από το καρποφόρο δέντρο καστανιά, μέχρις ότου μετονομάστηκε σε Καστόρειο το 1921 για να μην συγχέεται με το χωριό Καστάνια στη Νότια Λακωνία.
Γράφει ο Δημήτρης Καλλιάνης στο 10ο φύλλο του Βορειοδημότη. «…προ του χωρίου αυτού βρισκόταν το κοινό δάσος με τις καστανιές από όπου έλαβε και την ονομασία του. Για πολλά χρόνια μετά την κάθοδο των Καστανιωτών στο νέο χωριό μάζευαν όλοι μαζί τα κάστανα με τους ήχους της καμπάνας και τα μοίραζαν δίκαια. Αργότερα κάθε οικογένεια είχε τη δική της καστανιά έως ότου εγκαταλείφθηκε το μάζεμα του καρπού…».
Η Απάνου Καστανιά ήταν οικισμός ανυπότακτων κλεφταρματολών.
Ο Γιάννης Ρεξίνης αφηγείται πως οι κατοικούντες εκεί έκαναν δουλειές στα χωράφια έχοντας έτοιμο δίπλα τους το καριοφίλι και προχωρώντας στην εργασία τους το μετακινούσαν.
Αρκούδη Ράχη (Αρκουδόρραχη), Αρφάνη Καλύβι, Ασημοπούλου Λάκκα πρόκειται για ιδιοκτησίες, σε γενική κτητική.
Βαμβακιές
Είναι προφανές πως εκεί καλλιεργούσαν βαμβάκι.
Στη Σπάρτη λειτουργούσαν μεταξοκλωστήρια και κλωστοϋφαντουργεία.
- Το υφαντουργείο βαμβακερών υφασμάτων στη Σπάρτη που απασχολούσε δέκα εργάτριες.
- Το εργοστάσιο μεταξωτών και βαμβακερών υφασμάτων στη Μαγούλα, της Αντ. Μοσχοβίτου, που βραβεύτηκε στο Παρίσι το 1892 σε Παγκόσμια έκθεση.
- Το υφαντήριο στην Παντάνασσα στον Μυστρά όπου εργάζονταν τρεις καλόγριες.
Βαμβακεροί ήσαν οι περίφημοι αλατζάδες υφασμένοι πριν από 100 χρόνια, τεράστιας αντοχής.
Βαρικά, (Βαρικό Τζωρτζάκη)
Είναι ο τόπος που κρατά υγρασία και το χώμα είναι βαρύ.
Βατσινιά, Βατσινιές
Ο τόπος με τα βάτα δηλ. ο βατότοπος (βατιώνας) λέγεται βατσινιά, βατζινιά, βατσουνιά, βάτσος. Ο βάτος είναι πυκνός και αγκαθωτός θάμνος συνήθως αδιαπέραστος και γι’ αυτό χρησιμοποιείται για φράχτης. Ο καρπός του βάτου είναι το βατόμουρο, βάτσινο, βατζινόμουρο, το φύλλο βατσινόφυλλο, το εργαλείο για το κόψιμο των βάτων βατοκόπι ή βατοκόφτης. Τα πουλιά που κρύβονται στα βάτα βατοπούλια και μεταφορικά ο άνθρωπος που δεν είναι ανοικτός, κοινωνικός λέγεται βατοκρυμμενος.
Βεργατσούλα
Βεργατσούλα ήταν το πρόχειρο στέγαστρο στο οποίο καθόταν ο βεργάτης.
Ο βεργάτης ήταν ο δραγάτης, ο αγροφύλακας, ο φύλακας των αμπελιών. Αυτός λοιπόν καθόταν σε ένα ψήλωμα και αγνάντευε νυχτοήμερα τ’ αμπέλια.
Εάν δεν υπήρχε φυσικό ίσκιωμα από δέντρα ή θάμνους έφτιαχνε ένα πρόχειρο στέγαστρο από κλαριά και φτέρες.
H βεργατσούλα στηνόταν σε τέτοια τοποθεσία, ώστε ο βεργάτης (αγροφύλακας) να έχει πλήρη έλεγχο της περιοχής. Κατά τον Βασίλη Λάμπο υπάρχουν 3-4 σχετικά τοπωνύμια στην περιοχή.
Βιβάρι ή Διβάρι
Μετά τον καστανιώτικο κάμπο, απέναντι κοντά σε πηγές, ήταν ένα κτίσμα σε τρία επίπεδα που είχε μπροστά του μία δεξαμενή, μάλλον ιχθυοτροφείο.
Βιβάρι λεγόταν κάθε περιορισμένη επιφάνεια νερού κατάλληλη για εκτροφή ψαριών. Εδώ πρόκειται για χτισμένη δεξαμενή. Γενικά διβάρια ήταν τα καλαμένια φράγματα δηλ. καλαμωτές που πλέκονταν με ψαθί ή βούρλα. Τα φράγματα αυτά εγκλώβιζαν τα ψάρια και λειτουργούσαν ως πρωτόγονα ιχθυοτροφεία.
Βίγλα
Βίγλα είναι η σκοπιά, στο ψηλότερο σημείο ώστε να εποπτεύει και να ελέγχει τη γύρω περιοχή. Προέρχεται από τη λατινική λέξη vigilia (=νυκτοφυλακή). Ο φρουρός φύλακας λεγόταν βιγλάτορας ή βιγλιστής, αν υπήρχε αμοιβή, βιγλιάτικο. Το ρήμα βιγλίζω και η ενέργεια βίγλισμα.
Ο Βράχος της Νύφης
Λίγο έξω από το χωριό στο δρόμο για το βουνό υπάρχει ένα καμαράκι όπου έτρεχε λίγο νερό μέχρι τα μέσα του καλοκαιριού, όπως αναφέρει ο Γιάννης Κορζής στον «Θρύλο των Νερών». Επάνω από το Καμαράκι υψώνεται ένας βράχος που οι ντόπιοι τον ονομάζουν «ο βράχος της νύφης». Εκεί σε αυτόν τον γκρεμό, κατά την τοπική παράδοση, έπεσε κάποτε μια νύφη με το άλογό της.
Ο Γιάννης Κορζής παρουσιάζει το θέμα με παραμυθικά στοιχεία της παραλογής.
Ο Νικόλαος Μενίδης με ρεαλιστικότερη περιγραφή, αναφέρεται στην απαγωγή της νύφης. Το τοπωνύμιο είναι γνωστό και σήμερα.
Η βρύση του Καρβέλη
Κάποιοι θυμούνταν τον γέροντα Καρβέλη που γούρνιαζε το νερό της πηγής και πότιζε το χωράφι του.. Ο Δημήτρης Καλλιάνης γράφει πως το νερό της πηγής αυτής ήταν τόσο χωνευτικό, ώστε μπορούσε κάποιος τρώγοντας και πίνοντας να φάει ολόκληρο καρβέλι. Στου Καρβέλη τη βρύση παραθέριζαν παλιότερα άρρωστοι από φυματίωση που έρχονταν από την Αθήνα και αλλού. Το ιαματικό της νερό σε συνδυασμό με τον καθαρό αέρα και τον ήλιο, έκανε θαύματα.
Γουλάς
Ο Γουλάς προέρχεται από την τούρκικη λέξη kule που σημαίνει πύργος.
Οι γουλάδες ήσαν αμυντικοί πύργοι-παρατηρητήρια, πολυώροφοι, με χοντρά τοιχώματα και ορθογώνιες κατόψεις. Ήσαν δημόσια ή ιδιωτικά κτίσματα και αποτελούσαν τα ύστατα καταφύγια των κατοίκων σε περίπτωση επίθεσης.
Από την αρχαιότητα η επικοινωνία της Λακεδαίμονος με τη Μεγαλόπολη γινόταν μέσω της παρευρώτειας δημόσιας οδού που συνέδεε τις δύο αυτές περιοχές και που, ακόμη και σήμερα, καλείται «δημοσιά». Ένας λόφος που υψώνεται πάνω από την παλιά αυτή οδό και που εποπτεύει και ελέγχει την πεδιάδα και τις διαβάσεις ονομάζεται “Γουλάς”.
Ο λόφος αυτός (άλλοτε ιδιοκτησία Νικολοπουλαίων και Δ. Γ. Καλλιάνη), λόγω θέσεως, αποτέλεσε οχυρή θέση, όπως πιστοποιείται από την επίπεδη κορυφή και την διαμόρφωση την αμφιθεατρική που παρουσιάζει. Κατά καιρούς στο λόφο αυτό έχουν βρεθεί τεμάχια από κεραμοειδή και στη σύνδεσή του (έξοδο) με την δημόσια οδό (φραγκοσυκιές) υπάρχουν ίχνη τοιχίου, της πύλης ίσως.
Αξίζει να σημειωθεί πως τοποθεσία Παληογουλάς αναφέρεται και στις Ελληνικές Παραδόσεις του Ν.Γ. Πολίτη, σελ. 349, στο μύθο της νύφης του Σκυλοκέφαλου. Η τοποθεσία βρίσκεται πλησίον του Βουρλιά (Σελλασίας).
Γραμμένη Πέτρα
Στην αγροτική περιοχή του σημερινού χωριού Αλαγονία (πρώην Σίτσοβα) και σε ύψος 1500 μέτρων μέσα σε δασώδη περιοχή του Ταΰγέτου υπάρχει η τοποθεσία που ονομάζεται Γραμμένη Πέτρα.
Όπως λέει η παράδοση εκεί βρισκότανε μια πέτρινη στήλη που έγραφε στην Ανατολική πλευρά «επί τάδε Λακωνίας» στη δυτική «επί τάδε Μεσσηνίας». Η περιοχή αυτή ανήκε στους Μεσσήνιους αλλά λόγω της στρατιωτικής της σημασίας ήταν πάντοτε το μήλο της έριδας μεταξύ Μεσσηνίων και Λακώνων.
Ο Ρωμαίος ιστορικός Τάκιτος που έζησε τον 1ο μ.Χ. αι. στα Χρονικά του γράφει πως όταν αυτοκράτορας στη Ρώμη ήταν ο Τιβέριος το 14-37 μ.Χ. τοποθετήθηκαν λίθινες στήλες για τον καθορισμό των συνόρων. Στη διαμάχη ανάμεσα σε Λάκωνες και Μεσσήνιους αναφέρεται ο Στράβων στα Γεωγραφικά του βιβλ. Η, Κεφ. Δ, Λακωνικά. Οι λίθινες πλάκες σήμερα δεν υπάρχουν.
Διάσελο και Λυκοδιάσελο
Διάσελο είναι το μονοπάτι που αποτελεί δίοδο μεταξύ βουνών (η κλεισούρα, το δερβένι), το πέρασμα της κορυφογραμμής. Κατά τον Ελευθερουδάκη η διασέλα ή το διάσελο είναι ιδιωματική λέξη και δηλώνει τον αυχένα που συνδέει δύο κορυφές όρους ή λόφων.
Κυριολεκτικά το διάσελο είναι το διάστημα ανάμεσα στα άκρα της σέλας.
Η λέξη έχει λατινική προέλευση (sella= κάθισμα) γιατί οι αρχαίοι Έλληνες δε χρησιμοποιούσαν σέλες. Οι σέλες για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκαν στον ρωμαϊκό στρατό. Μεταφορικά σημαίνει το μεταίχμιο: “στης ιστορίας το διάσελο, όρθιος ο γιος πολέμαγε” Νικηφ. Βρεττάκος.
Το Λυκοδιάσελο δηλώνει την ύπαρξη και το πέρασμα λύκων παλιά.
Δίρρεμα ή Δίρρευμα
Ρέμα είναι η βαθειά κοιλότητα ή το άνοιγμα της γης, κυριολεκτικά η ανώμαλη κοίτη μικρού χειμάρρου. Εδώ πρόκειται για διπλό ρεύμα.
Τα άφθονα νερά και τα δασικά δέντρα ευνοούσαν την υλοτομία για την εμπορεία ξυλείας και την κατασκευή σανίδων.
Στη διδακτορική διατριβή της Δήμητρας Σταθοπούλου «Εξέλιξη πληθυσμού στη Λακωνία και νοοτροπίες κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα (1850-1900), σελ. 67, αναφέρεται σε αίτηση για λειτουργία υδροπριόνης στο Δίρρευμα. «Ο Παν Καύκαλης εφορεύων γραμματεύς Λακεδαίμονος, κάτοικος Σπάρτης, χορηγεί την άδειαν προς τον Παν. Κουτρουμπή, υλοτόμο, κάτοικο Καστανιάς του δ. Καστορίου να ανεγείρει υδροπριόνην εις την θέσιν Δίρευμα του ορίου Καστανιάς του δήμου Καστορίου και να υλοτομή εις το αυτόθι δάσος επί τρία ολόκληρα χρόνια υπό τους εξής όρους και υποχρεώσεις…».
Δριμαί(ε)ικα
Πρόκειται για γεωργική έκταση στο Καστρί που σύμφωνα με τον Διονύσιο Σιγαλό ήταν τιμάριο που ανήκε στην οικογένεια Ράλλη, του Ισή ή Δριμή.
Κατά τον Ελευθερουδάκη ο Δριμής (Μιχαήλ Ραούλ) κάτω από τις διαταγές του βενετού αρχιστράτηγου Βερθόλδου ξεσήκωσε σε επανάσταση ολόκληρη τη δυτική και νότια Πελοπόννησο το 1463 κατά των Τούρκων. Οι επαναστάτες ηττήθηκαν από τους Τούρκους, οι Βενετοί τους εγκατέλειψαν, ο δε Δριμής συνελήφθη από τους Τούρκους στην Πάτρα και ανασκολοπίστηκε.
Η οικογένεια των Ράλληδων ή Ραούλ ήταν εγκατεστημένη στην Λακεδαίμονα και τον Μυστρά από τον 11ο αιώνα. Πολλά μέλη της οικογένειας διακρίθηκαν σαν πολιτικοί, στρατιωτικοί και συγγραφείς.
Στην περιφέρεια της άνω κοιλάδας του Ευρώτα κοντά στο χωριό Περιβόλια υπάρχει τοπωνύμιο «του Ράλλια» που περιλαμβάνει μεγάλη περιφέρεια ποτιστική και λόφο πάνω στον οποίο ευρίσκονται ερείπια υποστατικών και πύργων. Κατά μία εκδοχή πρόκειται για τιμάριο της οικογένειας Ράλλη.
Ζάγκλα
Έξω από το Καστρί με κατεύθυνση προς τη Σπάρτη, υπάρχει μία μεγάλη στροφή γυριστή σαν δρεπάνι που ονομάζεται Μεγάλη Ζάγκλα.
Ζάγκλο είναι το δρεπάνι του θερισμού.
Πρόκειται για την αρχαία λέξη διάγκυλον (αγκύλη) και μετά από παραφθορά έγινε ζάγκλον αφού το δ(έλτα) μετατράπηκε σε ζ(ήτα), όπως π.χ. συνέβη στις λέξεις διόγκος <ζιόγκος (τσιόγκος =ρόζος) ή διουλούφι <τζουλούφι< τσουλούφι, διαβολιά <ζαβολιά (Δρανδάκης). Το δρεπάνι (ζάγκλο) είναι γυριστό για να αγκαλιάζει και να δρέπει.
Ζάγκλη είναι το αρχαίο όνομα της Μεσσήνης στην Μεγάλη Ελλάδα, από το σχήμα της φυσικής προκυμαίας η οποία σχηματίζει το λιμάνι.
Από την ίδια ρίζα προέρχεται και η μικρή αγκύλη, η αγκυλίτσα <αγκλίτσα <γκλίτσα <κλίτσα, εργαλείο απαραίτητο στον τσοπάνη, για να πιάνει τα ζωντανά του.
Ζωρός
H τοποθεσία Ζωρός είναι απέναντι στα Κονιδιτσιώτικα, μετά από τον Καστανιώτικο κάμπο και τον Ευρώτα.
Ο Ζωρός είναι αρχαία λέξη που συναντάται στον Όμηρο (8ος αι. π.Χ.), στον Αριστοτέλη, τον Ηρόδοτο, τον Αιλιανό, τον Θεόφραστο, τον Λουκιανό και σημαίνει τον άκρατο οίνο τον καθαρό χωρίς νερό.
Ζωρόν δέπας είναι το ποτήρι με άκρατο οίνο, ζωροποτέω σημαίνει πίνω άκρατον οίνο, ζωροπότης είναι ο μέθυσος και τέλος ζωρύαι (αι) είναι πιθανόν τα αυλάκια ή η τάφρος για την απορροή των υδάτων.
πηγή: λεξικό H. LIDDELL, R. SCOTT.
Καλάμι
Είναι προφανές πως η βαλτώδης σύσταση του εδάφους ευνοεί την ανάπτυξη των καλαμιών. Τα καλάμια είχαν ευρύτατη χρήση στην καθημερινή ζωή της υπαίθρου. Έπλεκαν καλάθια σε ποικίλα μεγέθη και είδη, κοφίνια, πανέρια για διάφορες χρήσεις.
Έφτιαχναν τσατουμάδες για τα χωρίσματα στα σπίτια. Φράχτες και πορτάκια για τα περιβόλια. Καλαμωτές για να ξεραίνουν καρπούς. Στηρίγματα για τα κηπευτικά.
Καλλιαναίικη ράχη
Τα περισσότερα σπίτια στο χωριό κτίστηκαν με χορήγι από τα καμίνια της Καλλιανόρραχης. Όλα αυτά τα δούλευαν τεχνίτες από την Κυνουρία του Πάρνωνα που διέθεταν γερά μουλάρια με τα οποία κουβαλούσαν την πέτρα και το χορήγι. Αυτή η έκταση είχε κατάλληλες πέτρες για ψήσιμο και πολλά αγριόδεντρα για τη φωτιά.
Καστανιά και Απάνου Καστανιά
Βλέπε παραπάνω Απάνου Καστανιά.
Κιρίμπεη
Προφανώς πρόκειται για το όνομα ενός Τούρκου μπέη του Κερίμ μπεη. Στα Βενετικά κατάστιχα, ο προβλεπτής της Λακωνίας Μικέλε Μάνιο, το 1700, ενημερώνοντας τον γενικό προβλεπτή Γκριμάνι σχετικά με τις προσόδους αναφέρει «..Βορδόνια με τα ζευγολατειά, Λόπεση, Κερίμ μπέη…».
(Σημ: λίγο πριν, αναφέρει τις προσόδους από Καστανιά, Καστρί, Περιβόλια, Αλευρούνη, Καΐτσα, Λυκόκαστρο, Ντεμίρη).
Του Κίτρου το γεφύρι
Ο βυζαντινός άρχοντας Κίτρος ή Κιτράκης, σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Δημ. Καλλιάνης, παρακολουθούσε τη λειτουργία του Αγίου Γεωργίου έφιππος. Έχει κατασκευάσει το ομώνυμο γεφύρι (του Κίτρου το γεφύρι) και έχει δωρίσει ένα μεγάλο κτήμα στην περιοχή Κόκοτα. Το κτήμα αυτό ανήκει στην τοπική εκκλησία. Υπάρχει στο Καστρί το Κιτραίικο, είδος πύργου.
Κούρνιζα ή Γκούρνιζα
Κούρνιζα είναι η πηγή από την οποία υδρευόταν το χωριό τους χειμερινούς μήνες.
Κανονικά το χωριό υδρευόταν από την πηγή του Πισαγιάννη αλλά συχνά η ύδρευση διακοπτόταν τον χειμώνα λόγω των κατολισθήσεων κάτω από το αλώνι του Αγιο-Νικόλα που αποσύρονταν οι ξύλινες κάναλες.
Από την πηγή ονομάστηκε και το ρέμμα που κατηφόριζε στο Γεφύρι του Ψηλού που σήμερα είναι σκεπασμένο.
Κατά τον Δημήτρη Καλλιάνη στο φύλλο 18 του Βορειοδημότη η λέξη προέρχεται από τον κρουνό, κρουνίδιο.
Κατά άλλη εκδοχή η Κούρνιζα προέρχεται από την κούρνια που σημαίνει χώρος όπου φωλιάζουν τα πτηνά και προέρχεται από την παλαιοσλαβική λέξη Kurnija.
Η Κούρνιζα είχε άφθονο νερό και αυτό απεικονίζεται πάνω στον πέτρινο βράχο που υψώνεται εκεί (Μαυρομάτης), με εγχάρακτη επιγραφή έργο του δημάρχου Θεοφιλόπουλου. Η κούρνιζα κάθε άνοιξη μεταβαλλόταν σε κινητό ωδείο από τα αηδόνια που φώλιαζαν εκεί και το έστηναν στο τραγούδι. Στην πορεία του υδραυλικού έργου που ήταν σκεπασμένο με πλάκες έρεαν δύο βρύσες. Η μία κάτω από το σπίτι του Χρ. Αθανασόπουλου ή Γουρνά και η άλλη κάτω από το σπίτι του Δ. Γεώργαρη (πληροφορίες από τον Δημ. Καλλιάνη).
Κουτρουμπαίικη σπηλιά
Η σπηλιά βρίσκεται στο Μισορράχι. Αποτελείται από δύο συνεχόμενους χώρους και έχει δύο εισόδους μία από εμπρός και μία προς το βουνό, το Βρυσιώτικο. Εκεί κατέφευγαν οι κυνηγημένοι από τους Τούρκους Καστανιώτες
Κουτσουρούμπα
Υπάρχει και χωριό Κουτσουρούμπας (ο) στην Ηλεία.
Σε αντίθεση με το τοπωνύμιο Κουτσομύλια, που σχετικά εύκολα ερμηνεύεται (δες στη συνέχεια) το παρόν έχει δυσκολίες.
Προφανώς η λέξη είναι σύνθετη με πρώτο συνθετικό το κουτσο-. [Δες και κουτσου-πός από το κουτσός (Κριαράς)].
Κατά το Λεξικό Τριανταφυλλίδη το κουτσο- [kutso] & κουτσό- [kutsó], 1. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: α. παρουσιάζει ελάττωμα, αναπηρία κτλ. ως προς τη μορφή ή τη λειτουργία που συνεπάγεται: κουτσαύτης, ~μύτης, ~πόδης, ~χέρης. || ~φλέβαρος. β. είναι μικρό, πενιχρό όχι ικανοποιητικό: ~δουλειά, ~μάγαζο, ~τράπεζο. γ. γίνεται με δυσκολία, ανεπαρκώς, σε μικρό βαθμό, όχι ικανοποιητικά: ~βλέπω, ~διαβάζω, ~ζώ· ~βολεύω. 2. προσδίδει στη σύνθετη λέξη, ανάλογα με την πρόθεση του ομιλητή, θετική ή αρνητική χροιά: ~δόντης, ~πίνω. || Kουτσόβλαχος.
Εδώ το δεύτερο συνθετικό –ρούμπα δεν παραπέμπει σε οτιδήποτε σχετικό, τουλάχιστον στον τόπο μας.
Βέβαια ρούμπα λέγεται το σωληνάκι από όπου στάζει το πρωτοράκι στα ρακοκάζανα.
Παραμένει πιθανή και η ερμηνεία να πρόκειται περί ανθρωπωνυμικού τοπωνυμίου.
Να αναφερθεί τέλος και η τοπική έκφραση «και η Κουτσουρούμπα γέννημα».
Κουτσομύλια
Κάτω από τον Αγιο-Νικόλα με κατεύθυνση προς το ποτάμι είναι τα Κουτσομύλια. Είναι προφανές πως η λέξη σημαίνει κουτσός μύλος δηλ. μύλος που δεν δούλευε όλο τον χρόνο. Δούλευαν τον μισό χρόνο, όταν υπήρχε αρκετό νερό.
Το τοπωνύμιο το συναντάμε και σε άλλες ελληνικές περιφέρειες.
Λαγκάδι
Κοιλάδα, φαράγγι δασώδες, ανάμεσα σε βουνά ή λόφους ή σε απότομο έδαφος
Η λέξη χρησιμοποιούνταν τον Μεσαίωνα και είναι πιθανόν υποκοριστικό της αρχαίας λέξης λαγκάς –δος. Εξ ίσου πιθανόν είναι να προέρχεται από την αρχαία σλαβική λέξη lang που σημαίνει χαράδρα. Στην περιοχή υπάρχουν τα Λαγκάδια, η Λαγκαδίτσα, Λαγκάδια στα Σκαφιδαίικα.
Λάκκα
Μεγάλη έκταση εδάφους που σχηματίζει κοίλωμα σε σχέση με τις γύρω εκτάσεις (γούβα, γούβωμα). Κοιλότητα μεγάλης έκτασης στην επιφάνεια του εδάφους.
Έχουμε τα τοπωνύμια Λακκίτσες, Λάκκες, Λακκώματα, Ασημοπούλου Λάκκα, Λάκκα Κουτρουμπή, Καστανιώτικη Λάκκα, Μπουρδουσαίικη Λάκκα, της Αντριούς οι Λάκκες, τρεις Λακκίτζες, τρεις Λακκούλες.
Λαμπαίικα
Ο οικισμός Λαμπαίικα γνώρισε επί Ιμπραήμ φοβερή δοκιμασία. Οι Τουρκοαιγύπτιοι επιδρομείς εσφαγίασαν πολλούς Καστανιώτες που τους έπιασαν στον ύπνο. Είχαν οδηγηθεί από της Σκοτίδαινας το μονοπάτι και δεν έγιναν αντιληπτοί. Τότε κάηκε και το Παλιό μοναστήρι του Αφέντη του Αγιαννιού (πληροφορίες από τον Δημ. Καλλιάνη). Φυσικά ο οικισμός δημιουργήθηκε από την οικογένεια Λάμπου.
Λουσίνα
Κατά τον Ελευθερουδάκη, λουσινία (luscinia) είναι η λατινική ονομασία ωδικών πτηνών που ανήκουν στο γένος «αηδών». Τα αηδόνια ζουν σε καταπράσινους τόπους κοντά σε ποταμούς και ρυάκια. Το γλυκό κελάηδημα του αηδονιού προσπάθησε να αποδώσει ο Μπετόβεν στην 6η συμφωνία.
Ο Ioannis Meursii στο Γλωσσάριο γράφει λουσινία είναι η αηδών, το αηδονάκιον: «και τ’ αηδονάκια τάμορφα, στέρκ’ απέ την ημέραν και εκηλαηδούσασιν γλυκύ, εις τους κορφούς απάνου».
Ο Γ. Πουλάκος ετυμολογούσε τη λέξη από το ρήμα λούομαι όπως ο Λούσιος ποταμός στον οποίο κατά τη μυθολογία λούστηκε ο Δίας.
Ο Δ. Καλλιάνης απέδιδε την ονομασία στη λέξη lux που σημαίνει φως.
Μάλα
Η Μάλα είναι η εκτεταμένη κορυφή που μας χωρίζει από τα χωριά της Αλαγονίας. Λέγεται και Αγριόκαρος, ίσως από τον άγριο καιρό που επικρατεί εκεί με χιόνια και ασήκωτες συννεφιές. Υπάρχει και τοπωνύμιο αγριόκαρος. Δημήτρης Καλλιάνης.
Μάντρες και Μαντρίτσα
Μάντρα γενικά είναι ο τοίχος, είναι ο περιφραγμένος χώρος για πρόβατα, κατσίκια, αγελάδες. Εκεί μαντρώνει ο κτηνοτρόφος τα ζώα και δεν μπορούν να βγουν χωρίς τη θέλησή του. Μάντρες έλεγαν και τα μοναστήρια όπου οι μοναχοί ήσαν αποκλεισμένοι από τον έξω κόσμο και την κοσμική ζωή. Από τον όρο αυτό προέρχεται και ο αρχιμανδρίτης. Μην ξεχνάμε πως ένα από τα σύμβολα εξουσίας των επισκόπων είναι η ποιμαντορική ράβδος και οι πιστοί αποτελούν το ποίμνιο.
Με πέτρινες μάντρες χώριζαν τις ιδιοκτησίες ώστε τα όρια να είναι σταθερά.
Η Μαντρίτσα είναι μια περιοχή ανάμεσα σε Μάντρες, Κουτσουρούμπα και Ντεμίρια.
Μαρμαρογιόφυρο
Η δημιουργική περίοδος του Τρικούπη έχει βάλει τη σφραγίδα της και στη Β. Λακεδαίμονα. Με κονδύλιο που χορηγήθηκε στον τότε δήμαρχο Καστορείου και πρώτο επιστήμονα γιατρό Γεώργιο Λεοναρδόπουλο, ανηγέρθη το γνωστό για την αρχιτεκτονική του κατασκευή και τη συμβολή του στην οικονομική ζωή της μεγάλης αυτής γεωργικής περιοχής, Μαρμαρογιόφυρο. Είναι το γεφύρι που περνάει πάνω από το χείμαρρο που κατεβαίνει από το Γεωργίτσι και χύνεται στον Ευρώτα από την πλευρά του κάμπου. Αναμφισβήτητα πρόκειται για ένα αξιόλογο έργο που κινεί και σήμερα το θαυμασμό με την τεθλασμένη γραμμή του και τις τρεις μαρμαρόχτιστες καμάρες. Ας κηρυχθεί και το έργο αυτό διατηρήσιμο. (του Δημήτρη Καλλιάνη από τα Λακωνικά»). Είναι προφανές πως χτίστηκε από μάρμαρο που αφθονούσε στον Ταΰγετο. Σήμερα υπάρχει παράλληλα ένα καινούργιο γεφύρι που εξυπηρετεί τις επαγγελματικές δραστηριότητες των Καμπήσιων.
Μεσονήσια
Κατά τον ιστορικολαογράφο Δ. Κ. τα Μεσονήσια ονομάστηκαν έτσι γιατί γεωλογικά μοιάζουν με νησιά που ανάμεσά τους κατεβαίνουν και τα χωρίζουν ρεματιές-γράνες. Ίσως υπάρχει ένα ψήγμα αλήθειας που χάνεται στο βάθος των μυθικών χρόνων αν λάβουμε υπόψη μας τη «Γεωγραφία Παλαιά και Νέα» του Μελετίου που γράφει: «λίμναι ποτέ λέγουσιν να ήσαν εις εκείνον τον τόπον, όπου τανύν είναι η Βορδόνια κώμη, ξέμακρα της Σπάρτης 20 στάδια, τετιμημένην με θρόνον επισκόπου, έχει την επίσκεψιν των περί την Μουχλίου πόλιν χωρίων».
Η Βυζαντινή πολίχνη Μεσονήσια κοντά στον Άγιο Δημήτρη, λέγεται πως καταστράφηκε από σεισμό. Έχει όμως παραδοθεί πως την έκαψαν οι ακτήμονες κολλήγοι εκδικούμενοι τους γαιοκτήμονες του τόπου, τις «γούνες», όπως τους έλεγαν από τη βαριά και ακριβή ενδυμασία που φορούσαν. Λένε πως στην περιοχή Μεσονήσια λειτουργούσαν 15 εργαστήρια γούνας. Αφθονούσαν τα κουνάβια-κάστορες. Να σημειωθεί πως για εργαστήρια γουνοποιίας κάνει λόγο ο Δ.Κ και στον Αγιο-Μάμα.
Μισοσπορίτισσα
Η Παναγία η Μισοσπορίτισσα είναι κολλημένη στον βράχο της Ξεροβούνας στη χαράδρα του Καστανιώτη. Κάθε χρόνο στις 21 Νοέμβρη που γιορτάζει η εκκλησία μας τα Εισόδια της Θεοτόκου, στο Καστόρι γιορτάζει το γραφικό ξωκκλήσι της Παναγίας της Μισοσπορίτισσας. Ονομάστηκε έτσι γιατί χρονικά είναι στο μέσο της σποράς και συνοδεύεται από την παροιμιώδη φράση «μισόσπειρες, μισόφαγες, μισή κονόμα να ’χεις». Είναι μια γιορτή που ταυτίζεται με τις γεωργικές εργασίες. Σύμφωνα με προφορική παράδοση στο σπηλαιώδες εκκλησάκι, το κολλημένο στον βράχο με ελάχιστο ζωτικό χώρο, ασκήτεψε ο Άγιος Θεόκλητος τοπικός άγιος του Καστορείου του οποίου η γιορτή καθιερώθηκε το 1960. Γραπτή παράσταση του αγίου Θεοκλήτου βρίσκεται στον Βυζαντινό ναό του Αγίου Δημητρίου στον οικισμό Καστρί Καστορείου σε σχετικά μικρή απόσταση από την Μισοσπορίτισσα. Σύμφωνα με μνήμες υπέργηρων κατοίκων του Καστορείου η προσπέλαση στο ασκηταριό γινόταν με ένα είδος ανεμόσκαλας. Το σπήλαιο πρόσφερε ιδανικές συνθήκες για απομόνωση, πνευματική ανάταση και ασκητισμό κάτω από συνθήκες απόλυτης ένδειας. Ο βιογράφος του γράφει χαρακτηριστικά πως μόναζε «επί δώματος ως όρνις εν αβάτοις τόποις».
Μονές
Υπάρχει μία διαδοχή μονών στο χώρο μας. Μετά το Παλιομονάστηρο έχουμε τη Μονή της Αγίας Κυριακής (Σερβέ(αι)ικα), τον Κάρδαρη (Κοίμηση της Θεοτόκου που την διαδέχθηκε η σημερινή μονή της Ζωοδόχου Πηγής) και η μονή του Αγιάννη του νηστευτή. Τρεις σκήτες του Κάρδαρη, της Μισοσπορίτισσας στον βράχο και η Παναγία του Λουκά αγιογραφημένη στα εννιάμερα της Παναγίας.
Μούσγα
Μούσγες είναι οι λακούβες με νερό, οι λούμπες. Εξυπηρετούσαν το πότισμα των ζώων την άνοιξη και το καλοκαίρι. Μούσγα είναι ένα ρέμα που έδωσε το όνομα στην περιοχή. Υπάρχει το τοπωνύμιο Λαδά Μούσγα.
Μπεχτάσια
Η λέξη δείχνει εγκατάσταση Μπεχτασήδων (Τούρκων ή Αλβανών) Οι μπεχτασήδες είναι μοναστικό μουσουλμανικό τάγμα με ιδρυτή το Χατζή Μπεκτάς Βελή. Η κοσμοθεωρία τους συνδυάζει το νεοπλατωνισμό, χριστιανικές ορθόδοξες αντιλήψεις με την παλαιοτουρκική αίσθηση ελευθερίας, της ανεξιθρησκείας και της θετικής αντιμετώπισης της ζωής.
Οι μπεχτασήδες είναι μουσουλμάνοι δερβίσηδες που ζουν φτωχικά και ταπεινά. Ήταν ιδιαιτέρως μορφωμένοι και υπηρετούσαν χωρίς να κάνουν διακρίσεις τους ντόπιους και τους επισκέπτες. Οι μπεχτασήδες είχαν παντρέψει στοιχεία της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης με τον Σιιτισμό αλλά και με το ορθόδοξο Ισλάμ (Σουνιτισμό).
Μια γνήσια μυστικιστική αδελφότητα, εξαιρετικά ετερόδοξη. Ακόμη και χοιρινά έτρωγαν. Ήσαν άνθρωποι του θεού που προσπαθούσαν να τον πλησιάσουν με μυστικιστικό τρόπο, οργανωμένοι σε τάγματα και είχαν τα δερβίσικα μοναστήρια.
Οι δερβίσηδες που δεν προσαρμόζονταν στο θρησκευτικό δίκαιο για να αποφύγουν τις διώξεις αναζητούσαν προστασία στα δερβίσικα τάγματα των μπεχτασήδων που διαμορφώνονταν γύρω από τους τάφους των αγίων τους.
Η φιλοξενία των επισκεπτών ήταν ιδιαίτερα σημαντική κατά μήκος των δρόμων με περιορισμένη κίνηση όπου δεν υπήρχαν δημόσια καταλύματα, Χάνια. Στη συλλογή δημοτικών τραγουδιών Καστανιάς υπάρχει το δημοτικό με τίτλο «Ασίκης εροβόλαγε» που αναφέρεται στον παράνομο έρωτα της Κάντως με τον δερβίση.
Παλιούρια
Το παλιούρι είναι πολύκλαδος αγκαθωτός θάμνος φυλλοβόλος με σκληρό και βαρύ ξύλο. Ονομάζεται και αλλιώς αγκάθι του Χριστού. Σύμφωνα με έναν παλιό θρύλο με κλαδιά από παλιούρι έφτιαξαν το ακάνθινο στεφάνι του Χριστού.
Παναγία του βουνού
Στην ιστορική Μπρουσάκα στην περιοχή της Παλιάς Καστανιάς είναι κτισμένη η εκκλησιά της Παναγίας που γιορτάζει στις 23 Αυγούστου εννέα μέρες μετά την Κοίμηση και τη Μετάσταση της Θεοτόκου. Χτίστηκε τα μαύρα χρόνια της δουλείας και αποτέλεσε τη Μητρόπολη του ορεινού επαναστατημένου χωριού της Απάνω Καστανιάς. Μετά την καταστροφή στο Καστρί το 1460 από τον Μωάμεθ τον Β΄ η ορεινή αυτή περιοχή αποτέλεσε καταφύγιο των δοκιμαζομένων Χριστιανών.
Παλιολήνι
Σιμά στο Παλιοκκλήσι της Παναγίας και σιμά στο Καθολικό μοναστήρι. Το Παλιολήνι είναι μια ιδιαίτερη περιοχή στις Βαμβακιές. Παλιά που είχαν εδώ αμπέλια, οι άνθρωποι μάζευαν τα σταφύλια και έβγαζαν τον μούστο στα ληνά. Όσος μούστος περίσσευε τον έριχναν μέσα σ’ ένα λαγήνι θαμμένο στο χώμα και τον χειμώνα που έρχονταν για δουλειές όπως για παράδειγμα να μαζέψουν ελιές, έπαιρναν από κει μέσα και έπιναν.
Παλιομονάστηρο
Είναι άγνωστο πότε καταστράφηκε το μοναστήρι αυτό και από ποιους κατακτητές. Ήταν κοντά στη δημοσιά και όπως ήταν επόμενο δεχόταν επιθέσεις από τους διερχόμενους επιδρομείς. Γεγονός είναι ότι από αυτόν τον δρόμο πέρασαν στρατηλάτες της Σπάρτης, Ρωμαίοι, Φράγκοι, Ενετοί, Τούρκοι, άγιοι, ασκητές και πολύς λαός που πήγαινε από τη Μεγαλόπολη στη Σπάρτη-Μυστρά. Τα άφθονα κεραμίδια που υπάρχουν εκεί δείχνουν πως υπήρχε αξιόλογη οικιστική ανάπτυξη. Ο Δημ. Καλλιάννης γράφει πως σύμφωνα με προφορική παράδοση που κρατήθηκε ζωντανή επαναλαμβανόμενη από στόμα σε στόμα, στα χρόνια της άλωσης κατέφυγε εδώ ένας Πατριάρχης που είχε έδρα το παλαιό μοναστήρι. Αυτό βρισκόταν στην αγροτική περιοχή ανάμεσα στο Καστόρι και στο Παρδάλι, με το σημερινό όνομα, Παλιομονάστηρο. Ο γύρω χώρος είναι κατάσπαρτος από κεραμίδια και τάφους. Εκεί παλαιότερα είχαν βρεθεί και γλυπτά.
Οβορός, Παλιοβορός
Οβορός είναι η αυλή, το περιφραγμένο αγροτεμάχιο στο οποίο σταυλίζονταν μεγάλα ζώα. Η λέξη είναι αλβανικής προέλευσης (oborr = αυλή) ή σλάβικης προέλευσης (obor) που φανερώνει την παρουσία των λαών αυτών στην περιοχή.
Σύμφωνα με τοπική πληροφορία οι κτηνοτρόφοι συνεργάζονταν και ανελάμβανε ένας από αυτούς να βοσκάει τα ζώα και να τα φροντίζει για ένα χρονικό διάστημα. Μάλιστα δεν τα έβοσκαν συνέχεια στην ίδια περιοχή, αλλά σε διαφορετικές. Τα ζώα μετά τη βοσκή σταυλίζονταν στον οβορό.
Στον Καστανιώτικο κάμπο υπάρχει ο «οβορός του Δημητρακάκη».
Πρασαίικα
Είναι μια γειτονιά που κατοικήθηκε από φερτούς ανθρώπους, και πιο συγκεκριμένα Αργίτες. Τους Αργίτες γενικά, ακόμη και σήμερα τους αποκαλούν πρασάδες. Μέχρι πριν πενήντα χρόνια περίπου υπήρχε μια γριά κομπογιαννίτισσα που την αποκαλούσαν με το παρατσούκλι «Πρασού».
Ρασέ(αι)ικα
Ήταν κεντρικός δρόμος που κατηφόριζε από την παλιά αγορά, περνούσε
Πίσω από τη σημερινή παιδική χαρά. Εκεί υπήρχε του Γκιτάκη το λιοτρίβι. Ο δρόμος ήταν καλντερίμι που έβγαινε στον Άγιο Μάμα πάνω από το σπίτι του Λάτα. Στα Ρασέικα σύμφωνα με μαρτυρία λειτουργούσαν μαγαζιά με υφάσματα. Είναι πιθανόν να ζούσαν σ’ αυτόν το μαχαλά, ρασ(ι)άδες που ύφαιναν ή πουλούσαν ράσα. Το ράσο είναι πανωφόρι υφασμένο με μάλλινο στημόνι και μάλλινο υφάδι. Εκτός από τα ράσα ένδυσης ,ήταν και τα ράσινα (ολόμαλλα) κλινοσκεπάσματα, τα ρασοσέντονα, τα ρασομαξίλαρα.
Η σπηλιά του Ράλλια (και τα Δριμέικα)
Η σπηλιά αυτή βρίσκεται στη θέση Σταυρούλη ενώ στην περιφέρεια Περιβολίων-Καστορείου υπάρχει αγροτική έκταση (τιμάριο) με την ονομασία «Του Ράλλια». Η παράδοση τη συνδέει με τον Ράλλη (Ραούλ) ο οποίος υπήρξε ιστορικό πρόσωπο. Το λεξικό Ελευθερουδάκη έχει τρία λήμματα σχετικά. α) Ράλλης είναι το όνομα οικογένειας Πελοποννησίων ευπατρίδηδων Νορμανδικής ή Αλβανικής καταγωγής. Το 1459 ο Ιωάννης Ράλλης ηγήθηκε στην Πελοπόννησο σε κίνημα κατά των Τούρκων. β) Δριμής (Μιχαήλ Ραούλ). Βενετός στρατηγός κατά του πολέμου μεταξύ Βενετών και Τούρκων (1463-1479) υπηρετών υπό τον Βενετό αρχιστράτηγο εν Πελοποννήσω Βερθόλδο ηδυνήθη ηγούμενος 200 μόνον μαχητών Βενετών να εξεγείρει εις επανάστασιν ολόκληρον την δυτικήν και νότιον Πελοπόννησον τω 1463 κατά των Τούρκων. Οι επαναστατήσαντες όμως Έλληνες υπέστησαν δεινήν φθοράν από τους Τούρκους, επειδή οι Βενετοί τους εγκατέλειψαν και κλείστηκαν στο φρούριο του Ναυπλίου. Η επανάσταση διατηρήθηκε στην Πελοπόννησο παρά τις ήττες των Βενετών. Ο Δριμής κατά την ήττα στην Πάτρα το 1466 συνελήφθη από τους Τούρκους και ανασκολοπίστηκε. Ίσως σχετίζεται με το τοπωνύμιο Δριμέικα.
γ) ο Μιχαήλ Ράλλης ο επονομαζόμενος Ίσσης. Αρχηγός των Λακεδαιμονίων στην επανάσταση του 1479 που προκλήθηκε από τους Βενετούς με τους οποίους συνεργάστηκε. Στην Πάτρα ηττήθηκαν, ο Μιχαήλ Ραούλ συνελήφθη από τους Τούρκους κοντά στην Πάτρα και θανατώθηκε με ανασκολοπισμό. Η δράση των Ράλληδων καθώς και ο θάνατός τους είναι πολύ κοντά τοπικά και χρονικά με τη θυσία του Πρινοκοκκά και των Καστριτών.
Ρεξιναίικη σπηλιά
Η Ρεξιναίικη σπηλιά βρίσκεται στο Βρυσιώτικο. Εκεί υπάρχει μία φυσική χαράδρα της οποίας το πάνω μέρος χρησιμοποιούνταν σαν ασβεστοκάμινο και το κάτω μέρος όπου υπήρχε φυσικό σπήλαιο που χρησιμοποιούσε η οικογένεια σαν κατάλυμα για τους ίδιους και μαντρί για τα ζώα τους. Για να προστατέψουν από τους κλέφτες τα ζώα, έφτιαξαν μπροστά στο φυσικό σπήλαιο, ένα τείχος σαν φυλάκιο με πολεμίστρες. Η είσοδος είναι πολύ ψηλά από το έδαφος και η πρόσβαση γίνεται με ένα είδος ανεμόσκαλας από ξύλα και σκοινιά, που δεν είναι μόνιμη. Το εσωτερικό είναι λαξευμένο στον λίθο πολύ προσεκτικά. Δηλαδή δεν προορίζονταν για αιγοπρόβατα αλλά μάλλον για σημαντικούς ανθρώπους. Σύμφωνα με μαρτυρία του Κ. Λαγανά, υπάρχει πανομοιότυπη σπηλιά στο Ρίντομο.
Σάρα
Σάρα είναι ο σωρός από πέτρες και χαλίκια στην κοίτη χειμάρρου ή σε απότομη πλαγιά βουνού. Τον χειμώνα τα νερά κατεβαίνουν ορμητικά, και σαρώνουν στο πέρασμά τους ότι βρίσκουν.
Σάρα υπάρχει στην πλαγιά πάνω από τον Άγιο Μάμα προς το Καστρί και έτσι ονομάζεται η περιοχή. Επίσης σάρες υπάρχουν στη Λαγκάδα, στη διαδρομή Σπάρτη-Καλαμάτα.
Η λέξη προέρχεται από το αρχαίο ρήμα σαρόω= σαρώνω, σκουπίζω, καθαρίζω. [σάρωμα= σκουπίδι, σάρων= ο αισχρός άνθρωπος, σαρωνίς= η παλαιά δρυς με κουφάλα, σάρωσις= το σάρωμα, σαρωτής= ο σκουπιστής, σάρωτρον= το σάρωθρον, σκούπα].
Σπηλιά του Μπαρλαβεζογιαννάκη
Είναι η σπηλιά καταφύγιο του Γιαννάκη του βοσκού, του «άγριου» του Ταϋγέτου για την οποία ο Κώστας Πασαγιάννης γράφει: «Το θεόχτιστο παλάτι του είναι μια μεγάλη σπηλιά, ψηλά στον βράχο, κρεμαστή σε μια άγρια ρεματιά. Σ’ αυτήν εγύμνασε με υπομονή και γνώση και τα ανεβάζει τα γίδια του τα αγαπημένα, ο Γιαννάκης με μια κινητή ξυλογέφυρα δικής του τέχνης και κατασκευής από το δάσος. Έπειτα τη σηκώνει τη γέφυρα και κοιμάται ήσυχος με τις κατσίκες του, ασφαλισμένες από τα αγρίμια και από τους κλέφτες, ανάμεσα ουρανού και γης στο βαθύ το σπήλαιο».
Όταν κάποιος παραθεριστής του παραπονιόταν πως του έκλεψαν το σακούλι με το λάδι του έλεγε: «Να δω, να δω, το σκυλί θα το πήρε». Πολλοί πίστευαν πως πράγματι ο μπάρμπα-Γιαννάκης θα είχε γυμνάσει τον σκύλο του γι’ αυτή τη δουλειά, ενώ τα έκλεβε ο ίδιος. Διαπιστώθηκε, όταν κάποιοι με κίνδυνο της ζωής τους κατόρθωσαν να φτάσουν στο απρόσιτο σπήλαιό του, είδαν μια γούρνα επίτηδες φτιαγμένη για λάδι που περιείχε 3-4 οκάδες.
Του Τριανταφύλλη ο Λόγγος
Λόγγος είναι το πυκνό δάσος από θάμνους και δέντρα μικρής ανάπτυξης. Κατά την Αγγελικούλα Παπαηλίου υπήρχε ένας προοδευτικός δάσκαλος με το όνομα Τριανταφύλλης ο οποίος κέντρωνε τα άγρια δέντρα (συνήθως αγριοαπιδιές δηλ. γκορτσές που τις κέντρωνε σε αχλαδιές). Η μεσαιωνική λέξη λόγγη (=τάφρος) προέρχεται από το παλαιότερο σλαβικό loga/longu. Από εκεί προέρχονται τα τοπωνύμια Λογγιά, Λόγγος Κακούνη.
Τύκλα και Τυκλάλωνα
Μαρμάρα ή τύκλα είδος σχιστόπλακας. Τύκλες ονομάζονται οι πλάκες σχιστόλιθου που χρησιμοποιούνται στην οικοδομή. Ολόκληρη η σειρά του Ταϋγέτου αποτελείται από υδατογενή πετρώματα σε παράλληλη διάταξη μεταξύ τους, που ανάμεσά τους περιέχουν στρώματα μαρμαρυγιακού σχιστολίθου. Τις πλάκες σχιστολίθου τις χρησιμοποιούσαν στην οικοδόμηση και τις ονόμαζαν τύκλες. Σε πολλά μέρη τον άζυμο άρτο τον ονομάζουν τύκλα. Αλλά και τον ένζυμο που δε ζυμώθηκε καλά, τον λένε τυκλιασμένο, αφού δε φουσκώνει και μένει σαν πλάκα. Ο Κορύλλος αναρωτιέται μήπως οι Μανιάτες μεταφορικά ονομάζουν τύκλες τις πλάκες σχιστολίθου που μοιάζουν με ζυμάρι που δε φούσκωσε καθόλου. Ο Γιάννης Κορζής αναφέρει το παιχνίδι τύκλα που προφανώς παιζόταν πετρινες πλάκες.
Είναι πολύ πιθανό να προέρχεται από την αρχαία λέξη τύκη (=όργανο λιθοκόπου), τυκίζω (=κόβω, ξύνω λίθους), και τυκάνη (δουκάνη) εργαλείο με το οποίο αλώνιζαν ή σκαλιστήρι με το οποίο έσπαζαν τους βώλους. Ας σημειωθεί πως η κεντρική εκκλησία του Καστορείου είναι χτισμένη με μαρμαρόπετρα που έχει καλυφθεί ολοσχερώς από νεότερο σοβάτισμα. Επίσης πελεκημένη μαρμαρόπετρα υπάρχει σε προσόψεις σπιτιών, σε καμάρες, υπέρθυρα, κόγχες, σε γωνίες πυργόσπιτων (Μουστάκη, Κάντζια), στο μαρμαρογιόφυρο.
Η Χαντάκα του Άγιο-Νικόλα
Μαρτυρείται πως στη Χαντάκα του νεκροταφείου έγινε συμπλοκή ανάμεσα σε έφιππους Τούρκους και ένοπλους πατριώτες. Οι Τούρκοι ανηφόριζαν για να χτυπήσουν την ορεινή Καστανιά. Στη συμπλοκή οι Έλληνες νίκησαν και πήραν τα άλογα μαζί με λάφυρα. Όταν ανέβηκαν στο χωριό με τις στολές και τα άλογα των Τούρκων οι χωριανοί φοβήθηκαν. Χρειάστηκε να τους φωνάξουν με τα μικρά τους ονόματα για να τους καθησυχάσουν.
Χαρανάκι (Χαρανιά)
Είναι βαθουλώματα σε δύσβατα σημεία που συγκέντρωναν νερά, δηλ. μεγάλες και βαθιές λακκούβες σαν μεγάλα καζάνια. Το χαρανί είναι τούρκικη λέξη και σημαίνει καζάνι, λέβητας, λεβέτης. Το καζάνι χρησιμοποιούνταν για τις μπουγάδες, για το βάψιμο ρούχων, την παρασκευή σαπουνιού, για τα παστά, το βράσιμο του σταριού για τα μνημόσυνα κ.λπ. Το χαρανί ανήκε στα χαλκωματένια σκεύη του σπιτιού που τα συντηρούσαν και τα γυάλιζαν με γάνωμα.
Χούνες
Χούνη είναι τόπος βαθύς και στενός, περικλειόμενος από όλα τα μέρη. Μία λέξη που επικράτησε στον μεσαίων και προήλθε από το αρχ. χωνίον<χοάνη<χέω.
Κατά τονΧόφμαν χοάνη ή χόανος είναι η κοιλότητα, το κοίλο σκεύος όπου τοποθευούσαν το μέταλλο που ήθελαν να λιώσουν, το χωνευτήριο. Κατά τα Συριακά Γράμματα Χούνη είναι η καταβόθρα. Αλλά και χους είναι ο σωρός χώματος, το ανάχωμα, ο γήλοφος.
Χωσμένη σπηλιά
Βρίσκεται στην Ξεροβούνα και την έχωσαν οι σταλαγμίτες και οι σταλακτίτες.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Τοπωνύμια και μικροτοπωνύμια της Καστανιάς και της ευρύτερης περιοχής του τ. Δήμου Καστορείου