Γεννήθηκε το 1874 στο Καστόρι της Σπάρτης (τότε λεγόταν Καστανιά), όταν ο πατέρας του υπηρετούσε εκεί ειρηνοδίκης, και στη συνέχεια πήγαν στη Σπάρτη, στα Λεβέτσοβα (Κροκεές), στους Μολάους, το Γύθειο. Έτσι ο Σπήλιος από παιδάκι μαζί με τον αδελφό του Κωστή γνώρισαν όλες τις ομορφιές του Ταϋγέτου και την Ανατολική πλευρά της καταγωγής τους και την Δυτική όπου τα παππουδικά τους (Καρδαμύλη - Ανδρούβιτσα). Τα δύο αδέλφια πιο βαθειά από κάθε σύγχρονό τους Μανιάτη νιώσανε την λαλιά του Ταϋγέτου και της Μάνης.
Κι ο Σπήλιος την αποτύπωσε σε δεκάδες ποιήματά του: Γλωσσοπλάστης με σύνθετες λέξεις-εικόνες στο ύψος του Παλαμά, αν όχι ανώτερος. Γράφτηκε στην Ιατρική, αλλά λόγω φτώχειας δεν σπούδασε, αλλά ξανακατέβηκε στη Μάνη. Εκεί έμεινε 5 χρόνια σαν «ερημίτης και φιλόσοφος και πολυβασανισμένος ποιητής», όπως ο ίδιος γράφει σε γράμμα στον αδελφό του Κωστή το 1897 από τη Μάνη (Καρδαμύλη).
Ο πατέρας του τον ήθελε γιατρό, αυτός ένιωθε να μην του ταιριάζει στην ποιητική του φύση τέτοια δουλειά. Έτσι ενώ τον Κώστα τον σπούδασε ο πατέρας του, ο Σπήλιος διέκοψε τις σπουδές του. Ωραίος στη μορφή και την ψυχή, ευαίσθητος και νοήμων, ήθελε να γραφτεί στη Νομική και να εξασκήσει την ποίηση, αφού βρει καμιά «ψωροθεσούλα», όπως λέει ο ίδιος, βάζοντας «μέσον» τον Παλαμά! Μετάφραζε αρχαίους, ενώ βρισκόταν στη Μάνη, αλλά δεν δημοσίευσε τίποτα απ’ αυτές. Παραδόξως πρωτοπαρουσιάζεται σαν πεζογράφος1 στην εφ. «Μούσαι» της Ζακύνθου (του Λ. Ζώη), ενώ στη «Φιλολογική Ηχώ» της Κωνσταντινούπολης δημοσιεύει το πρώτο ποίημα του (1894). Το 1898 σκεφτόταν στην Καρδαμύλη να βγάλει την εφημερίδα «Μάνη» πού δεν βγήκε ποτέ. Χωρίς οικονομική βάση δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Αβοήθητος από παντού.
Ένα μεγάλο ταλέντο «πεταμένο» στην επαρχία τότε, ήταν σαν να μην υπήρχε. Ταυτόχρονα όμως θρέφεται απ' την φύση της Μάνης, που γέννησε πια τον μεγαλύτερο ως τότε ποιητή της. Πήρε, δίκαια, τον τίτλο «Ο ποιητής του Ταϋγέτου», όταν τύπωσε την πρώτη ποιητική του συλλογή «Αντίλαλοι» το 1899, όντας στη Μάνη. Δέχτηκε ευμενή κριτική του Κ. Παλαμά. Κι έτσι δεν έφτασε στο σημείο να «πεθάνει χωρίς να βγάλει βιβλίο», όπως έλεγε μαραζωμένος. Το 1905 δίνει εξετάσεις στη Δραματική Σχολή μαζί με τον Σκίπη, που τον παρουσιάζει κάπου «σωστόν Απόλλωνα»... με πικραμένο χαμόγελο. Ήταν αιθέριος. Λες πως δεν πατούσε στη γη και πως η πατρίδα του, ήταν αλλού, πολύ μακριά, πολύ ψηλά, όπου βιαζόταν να ξαναγυρίσει, και περνούσε χωρίς να σταματά πουθενά, αδιαφορώντας για την εξασφάλιση της ζωής του...».
Έγινε ηθοποιός μαζί με τον Σκίπη και τον Σικελιανό, έπαιξε και σε δύο-τρία έργα. Αλλά «είχε στη φλέβα του το σπόρο του χαμού», όπως λέει ο ίδιος (στον «Αγελαδάρη»). Γνωρίζεται με την Ελένη (αδερφή του Σικελιανού), μια ανήσυχη ξεπεσμένη αριστοκράτισσα, που έγινε η αρχή νέων προβλημάτων του. Την παντρεύτηκε κι αυτό ήταν η αρχή της «κάτω βόλτας» γι’ αυτόν. Το 1905 με τη γυναίκα του, τον κουνιάδο του Άγγελο και τ' αδέρφια του Κωστή και Φαλλίτσα έμειναν στον Ταΰγετο 40 μέρες.
Ήδη απ’ το 1903 ήταν τακτικός συνεργάτης στον «Νουμά» με ποιήματα και διηγήματα («αριστουργήματα» κατά τον Καρκαβίτσα). Επίσης στα «Παναθήναια», τον «Πάνα» και τη «Ζωή». Το 1906 ήταν στη Γερμανία. Εκεί εγκαταλείπει τη μεγαλομανή Ελένη Σικελιανού και γυρίζει στην Ελλάδα το 1907. Αμέσως μετά φεύγει για την Ιταλία και ύστερα στο Παρίσι κι απο εκεί στην Αμερική, όπου δουλεύει σε καπνεργοστάσιο. Η χειρωνακτική δουλειά και ο «ζωντοβολισμός» των Αμερικανών τον κούρασε γρήγορα... «Κουράστηκα σε τούτη τη χώρα την αποπνίχτρα κάθε καλού κι ευγενικού. Ο χάλυβας, το σίδηρο και τ' ατσαλένια μπράτσα με τρομάζουνε και με τυραγνάνε».
Γυρίζει στην Ελλάδα, αλλά έχει γίνει φυματικός. Έμεινε στην Κέρκυρα με όνειρο να πάει στη Ρωσία, αλλά η επιδείνωση της υγείας του τον κάνει να γυρίσει στη Μάνη. Σε λίγο επιστρέφει στην Αθήνα άρρωστος και κλείνεται — από έλλειψη οικονομικών πόρων — σ' ένα σκοτεινό δωμάτιο στο τέρμα Ζωοδόχου Πηγής. Φεύγοντας από εκεί πήγε στο σπίτι του Ελληνολάτρη Δούγκαν, στον Υμηττό, που στην πραγματικότητα ήταν ένα γιαπί χωρίς τοίχους. Πάνω του είχε τεντώσει ένα αντίσκηνο! Αλλά ο θάνατος πλησίαζε. Φεύγει στη Ζάκυνθο, οπού ο αδελφός του ήταν ειρηνοδίκης. Εκεί πέθανε στο τελείωμα του χρόνου, 6 Δεκέμβρη, 34 μόλις χρονώ, ο μεγαλόπνοος ποιητής της Μάνης, ο δημιουργός του «Πέτρακα» και της «Ταϋγέτης», ο «δάσκαλος» του Σικελιανού2, ο «καταραμένος» της Ελλάδας του 19ου αιώνα.
Παραπομπές
1. Σ. Σκοπετέα, «Ελληνική Δημιουργία», τ. 86 (1951), αφιέρωμα στους Πασαγιάννηδες, σελ. 329. Χ.Σ. Σκίπη, «Ποιητικά θέματα», σελ. 131-132.
2. Ο Μελάς λέει ότι «η επιρροή του Σ.Π. στον Σικελιανό ήταν μεγάλη. Ίσως και κομμάτια κειμένων του Σικελιανού να είναι από «παρατημένα’ χειρόγραφα ή «ιδέες» του Σπήλιου στο σπίτι των Σικελιανών.
Από το βιβλίο το Κυριάκου Δ. Κάσση «Διακόσιοι Μανιάτες Λογογράφοι», Αθήνα 1998.