Γράφει η Ευαγγελία Πάντου
Μετά τη μικρασιατική καταστροφή, πρόσφυγες από τη Λιβερά του Πόντου που είχαν βίαια εκδιωχθεί από τις πατρικές τους εστίες, κατέφυγαν στο Καστρί της βόρειας Λακεδαίμονας. Σαράντα δύο οικογένειες που αναζητούσαν φιλόξενη γη για να ριζώσουν, συγκεντρώθηκαν σε μια πλαγιά κάτω από τη σκέπη της μονής Καστρίου έχοντας ισχυρή τη δύναμη της επιβίωσης. Μαζί τους έφεραν ζωντανές τις μνήμες της ιστορίας και του πολιτισμού τους. Εἶχαν σηκώσει στοὺς ὤμους τους, τὴν μεγάλη κληρονομιὰ τῆς βυζαντινῆς τους ἐπικράτειας καὶ ρίζωσαν σ᾿ ἕνα ἄλλο Βυζάντιο μὲ πρωτεύουσα τὸν Μυστρᾶ[1].
Ανάμεσά τους ήταν και ο ιερέας Παναγιώτης Κουστουλίδης. Η λεβεντιά και ο καθαρός νους του Πόντιου κληρικού ενέπνευσαν το Φώτη Κόντογλου να ζωγραφίσει τη μορφή του[2], ενώ προκάλεσαν και το θαυμασμό του Νίκου Καζαντζάκη που περιγράφεται σε δύο σχεδόν σελίδες[3]. Γράφει ο μεγάλος λογοτέχνης :
Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἡ γυναίκα τοῦ Κόντογλου φώναξε χαρούμενη:
-Νά ὁ παπάς!
Σκύβω, καὶ βλέπω ν’ ἀνεβαίνει δυὸ δυὸ τὰ σκαλοπάτια, μὲ τὸ ράσο ἀναριγμένο στοὺς ὤμους, ἕνας καταπληχτικὸς Παπαφλέσας ἑβδομηντάρης μὲ ροδοκόκκινα μάγουλα.
-Εἶναι σπάνιος τύπος, μοῦ λέει ὁ Κόντογλου. Ὅλο δύναμη, ὁραματισμό, φρεσκάδα μυαλοῦ καὶ ψυχικὴ λεβαντιά. Θὰ σοῦ ἀρέσει. Εἶναι ἀπὸ τὸν Πόντο καὶ τὸν λένε παπα-Παναγιώτη.
Ἔφτασε, πέταξε ἕνα μπόγο ποὺ κρατοῦσε, ἅπλωσε τὴ χερούκλα του, χαιρέτισε. Ἄρχισε νὰ μιλάει. Τρεῖς γέρους ἔχω δεῖ μονάχα στὴ ζωή μου, ποὺ τὰ λόγια τους, ἡ κίνησή τους, τὰ μάτια τους νὰ τινάζουν τόση δύναμη. Τὸ Ζορμπᾶ, τὸν ἐργάτη ἀπὸ τὸν Ὄλυμπο∙ τὸν Μπαρμπα-Ἀντρέα, ἕνα χωριάτη ἀπὸ τὸ Κράσι τῆς Κρήτης∙ τὸ Δὸν Μιγκουὲλ Οὐναμοῦνο, τὸ μεγάλο Ἰσπανό. Καὶ τώρα μπῆκε κι ὁ παπὰς τοῦτος τέταρτος.
Μιλοῦσε γιὰ τὰ χρόνια του στὴν Τουρκιά, γιὰ τὰ παθήματα καὶ τὶς χαρές του. Πῶς ἔφερνε μπροστά μας ὁλοζώντανους τοὺς πασάδες, τοὺς δεσποτάδες, τὶς γυναῖκες, τοὺς Τούρκους, τοὺς μπαξέδες, τοὺς μιναρέδες, τὴν Ἁγια-Σοφιά! Σηκώνουνταν, χειρονομοῦσε, ἄλλαζε φωνὴ κι ἔκφραση, γίνουνταν ἕνα μὲ τὸν ἥρωά του-πότε πασὰς σκληρὸς καὶ χαροκόπος, πότε ραγιὰς πονηρὸς καὶ φοβιτσάρης. Σὲ μιὰ δύσκολη στιγμὴ ποὺ βρέθηκε καὶ κιντύνεψε νὰ τὸν σκοτώσουν, στράφηκε καὶ μᾶς εἶπε:
-Μποροῦσα νὰ ξεπέσω καὶ νὰ σωθῶ- μὰ τότε ἡ ψυχή; Ἡ ψυχὴ τὶ γίνεται; Χάνεται. Στὸ διάολο λοιπὸν ἡ σάρκα!
Κάποτε πάλι, στὴ μέση τῆς κουβέντας, ἄρχισε ξαφνικὰ νὰ ψέλνει γιὰ νὰ δείξει πόσο γλυκὰ καὶ σωστὰ ἔψελναν τότε αὐτοὶ στὸν Πόντο. Στράφηκε στὸν Κόντογλου, τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι, τοῦ ἔδινε συμβουλές:
-Ἄν θὲς νὰ ψέλνεις καλὰ, παιδί μου Φώτη, πρέπει ξημερώματα, προτοῦ νὰ πᾶς στὴν ἐκκλησιά, νὰ φᾶς καρπούζι. Θὰ δεῖς, ἡ φωνή σου θὰ γίνει ντὶν ντὶν ντίν, ἀσήμι. Ἄν δὲν ἔχεις καρπούζι, τότε γάλα μὲ αὐγό. Μὰ καλύτερο τὸ καρπούζι!
Κι ἔπειτα στράφηκε σὲ μένα:
-Τὸν βλέπεις τοῦτον, μοῦ λέει καὶ μοῦ δείχνει τὸν Κόντογλου. Αὐτὸς δὲν ἔχει μονάχα ἐδῶ φωνὴ (καὶ μοῦ δείχνει τὸ λαρύγγι), ἔχει καὶ ἐδῶ φωνή! (καὶ μοῦ δείχνει τὸ κεφάλι). Αὐτὸ εἶναι τὸ τέλειο! Ἄλλοι ἔχουν φωνὴ μονάχα στὸ λαρύγγι- τί νὰ τοὺς κάμεις; Αὐτοὶ μποροῦν, μποροῦν, μὰ δὲν ξέρουν. Ἄλλοι πάλι ἔχουν φωνὴ μονάχα στὸ μυαλό. Αὐτοὶ ξέρουν, ξέρουν οἱ κακόμοιροι, μὰ δὲν μποροῦν. Χαρὰ σ᾽ ἐκείνους ποὺ ἔχουν φωνὴ καὶ στὸ μυαλὸ καὶ στὸ λαρύγγι.
Τὸν ἄκουγα καὶ δύσκολα κρατοῦσα τὴ συγκίνηση καὶ τὴ χαρά μου. Αὐτὲς εἶναι οἱ ζωντανὲς ψυχὲς τῆς Ἑλλάδας! Περνᾶς πολιτεῖες καὶ χωριά, μιλᾶς μὲ χιλιάδες ἀνθρώπους, κι ἡ καρδιά σου πάει νὰ πλαντάξει ἀπὸ ἀγανάχτηση καὶ ντροπή. Τοῦτα τὰ ἄφτερα δίποδα εἶναι ἡ ράτσα μας; Ἔτσι λοιπὸν κατάντησε τὸ αἷμα μας; Ἐμποράκοι, σερσέμηδες, πονηροί, ζηλιάρηδες, κλέφτες. Καὶ ξάφνου πετιέται μπροστά σου μιὰ ψυχὴ ποὺ ἔφτασε στὴν κορυφὴ τῆς ἑλληνικῆς ἀποστολῆς-νὰ σμίξει τὴν παλικαριὰ μὲ τὴ γνώση, τὸ πάθος μὲ τὸ παχνίδι. Καὶ παίρνεις τότε βαθιὰν ἀνάσα. Ξανάρχεται ἡ ἐμπιστοσύνη στὸ αἷμα σου, ἡ βαθιὰ πεποίθηση πὼς ἡ ράτσα τούτη εὔκολα δὲν πεθαίνει.
Ἡ ἑλληνικὴ φυλὴ ἦταν πάντα, εἶναι ἀκόμα, ἡ φυλὴ ποὺ ἔχει τὸ ἐπικίντυνο μέγα προνόμιο νὰ κάνει θάματα. Ὅπως ὅλες οἱ δυνατές, μεγάλης ἀντοχῆς φυλές, κι ἡ ἑλληνικὴ μπορεῖ νὰ φτάσει στὸν πάτο τοῦ γκρεμοῦ, κι ἀκριβῶς ἐκεῖ, στὴν πιὸ κρίσιμη στιγμή, ὅπου οἱ ἀδύνατες ράτσες γκρεμίζουνται, αὐτὴ δημιουργεῖ τὸ θάμα. Ἐπιστρατεύει ὅλες της τὶς ἀρετὲς καὶ πετιέται μονομιᾶς, χωρὶς διάμεσους σταθμούς, στὴν κορυφὴ τῆς λύτρωσης. Τὸ ἀπότομο τοῦτο, ἀπρόβλεφτο ἀπὸ τὸ λογικό, ἀνατίναγμα πρὸς τ᾽ ἀπάνω ὀνομάζεται θάμα.
Ὅλη μας ἡ Ἱστορία δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο παρὰ ἕνα βίαιο ἐπικίντυνο δρασκέλισμα ἀπὸ τὸ χαμὸ στὴ σωτηρία.
Είναι συγκλονιστικά τα λόγια του Καζαντζάκη για το μακρινό Έλληνα που γεφύρωσε με την ψυχή του την παλιά με τη νέα πατρίδα….
Ευαγγελία Ν. Πάντου
Σημειώσεις-Παραπομπές
1. Δ. Καλλιάνης, «Ἕνας Βυζαντινὸς χῶρος, Τὸ Καστρίντζι Λακεδαιμονίας», Λακωνικὰ 108 (1982), 87.
2. Ν. Ζίας, Φώτης Κόντογλου, ζωγράφος, Αθήνα 1991, 76, πιν. 184
3. Ν. Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας, Ἀθήνα, χ. χ., 298-300.
- Το κείμενο δημοσιεύτηκε στον ΠΟΛΥΔΕΥΚΗ. φύλλο 11, σελ. 19