Από διήγηση της θείας μου Πότας Αντωνάκη – Kακαφλίκα, επισημαίνω γυναίκα από παλιά Καστανιώτικη οικογένεια και εντελώς ακομπλεξάριστη και πρωτοπορειακή για την εποχή της.
Μου έλεγε.
-Ήμουν παιδί και ο πατέρας μου με πήγαινε με το άλογο. Περάσαμε από τα προσφυγικά. Στα παράθυρα δεν είχαν τζάμια ούτε μπατζούρια. Φτώχεια μεγάλη. Μήτε και εμεις οι ντόπιοι οι πιο πολλοί τους καλοδεχτήκαμε.
Σαν παιδάκι κοίταζα τα φτωχικά σπιτάκια με τα χωμάτινα δάπεδα παστρεμένα και καθαρά λες και δεν ήταν χώμα κάτω μα γυαλισμένο σανίδι.
Στα άδεια κουφώματα κρέμονταν κουρελούδες για να μποδίζουν τον κρύο άνεμο. Μα έβλεπα τις νοικοκυράδες καλοβαλμένες μέσα σε εκείνη τη φτώχεια και ανέχεια, παστρικές και σιγυρισμένες. Κι απο τα ανοιχτά πορτέλα έβλεπε μέσα το μάτι στο σανιδένιο τραπέζι ένα σεμεδάκι στρωμένο.
Μια κομψότητα δίχως κλάμα. Σκέφτηκα: μα πώς θα βγάλουν τον χειμώνα με την κουρελού για παραθύρι; Αχ, τι τράβηξε εκείνος ο κόσμος…
Αλλά όμορφες, χτενισμένες και καθαρές. Και το σεμεδάκι εκείνο σαν μπαλωματιά στη καρδιά μου. Άκου παιδι μου, ήρθανε και μας άνοιξαν τα μάτια. Πολλοί τους κυνήγησαν. Ξένοι μαθές, τι μοίρα. Μετά τα μάθαμε κι εμεις, αλλά άκου: παλιά πηγαίναμε στη Νεμέα για αγορά βοδιών για τις δουλειές. Κι ήρθανε κι είπαν: «μα βάλτε και γελάδες, και γάλα θα ΄χετε και μοσχαράκια και βόδια για δουλειές. Ήρθαν και μας άνοιξαν τα μάτια. Σε πολλά…
Και ναι, πόλεμο είχανε από πολλούς.
Βγάζανε τα σερβίτσια τους με τα γλυκά του κουταλιού και τα σερμπέτια τους. Όλα τα κάνανε γλυκό και φαϊ. Στρώνανε το σεμεδάκι και με εκείνα τα φτωχικά αλλά με πόση αρχοντιά, κερνάγανε γλυκό, νεράκι κρύο…
Τα μεταφέρω έτσι όπως τα ΄κουσα..
Η φωτογραφία είναι του Γιάννη Μυρίδη