Παραχαλιάζω: βρίσκομαι σε κατάσταση νωθρότητας και αδράνειας, παραλύουν οι σωματικές και διανοητικές μου δυνάμεις, αποβλακώνομαι. Το β΄ συνθετικό είναι η αρχαία λέξη χάλις –ιος, που κατά το λεξ. L.S σημαίνει άκρατος οίνος. Θησαυρίζονται οι λέξεις χαλίκρητος, χαλιδοφόρος χαλιμάς.
Χαλίφρων είναι ο ελαφρώς σκεπτόμενος, ο απερίσκεπτος, ο χαύνος, ο ενδοτικός, «ο μεμηνώς και έχων χαλασμένας τας φρένας» δηλ. που βρίσκεται σε κατάσταση μανίας και έχουν χαλάσει τα μυαλά του.
Χαλιφρονέω έχω χαλαράς τας φρένας, είμαι ηλίθιος. Χαλιφροσύνη είναι η απερισκεψία, η αφροσύνη. Χαλίκρητος οίνος είναι ο άκρατος που δεν έχει αναμιχτεί με νερό.
Κατά τον Χόφμαν χαλί-κρατος οίνος στην Αττική διάλεκτο και χαλί-κρητος στην ιωνική. Επίσης ακροχάλιξ ο ελαφρώς μεθυσμένος
Κατά τον Σουίδα χαλίκρητος ποτός είναι ο οίνος που χαλάει το μυαλό και χαλίμα είναι η πόρνη από του «χαλάσθαι το σώμα» από μέθη ή μανία.
Κατά τον Ησύχιο «χαλίφρονας, παράφρονας, μαινομένας, βέλτιον δε τας καταφερείς και κεχαλασμένας προς συνουσίαν υφ’ ηδονής». Ο Ησύχιος επίσης μνημονεύει και το χαλιστός εκ του χαλάω.
Στο λεξικό Μπαμπινιώτη της ΝΕΓ η λέξη χάλι ετυμολογείται από την τούρκικη hal.
Παραχαλιάζει κάποιος από τη υπερβολική ζέστη ή από την ελαφριά μέθη ή από τη χρήση ναρκωτικών, αποχαυνώνεται.
Υπάρχει μία νοηματική διασύνδεση με τη λέξη χαυδώνω> χαβδώνω και χαβδαλιάζω (=κάθομαι γύρω στη φωτιά με τα πόδια ανοικτά και παραχαλιάζω).
Για τους λάτρεις της αρχαίας γλώσσας παραθέτω αυτούσιο το λήμμα από το λεξικό Μουσούρου.
Μούργα: (αμούργα, αμόργη, αμοργή το καταπάτι του λαδιού).
Η μούργα στα «Άτακτα» του Κοραή λέγεται αμούρι και αμόργη. Είναι το παχύτατο μέρος του λαδιού, που μαζεύεται στον πάτο του πιθαριού ή του λαδικού
Επίσης κατά τον Σουίδα αμόργη είναι η τρυγία, και αμοργίς είναι η υποστάθμη του ελαίου και τρυγία του οίνου δηλ. το κατακάθι, η λάσπη.
Κατά το Γουδιανό λεξικό: «η αμόργη εκ του αμέργω γέγονε, είναι δε υποστάθμη ελαίου και τρυγή οίνου, έστι δε και είδος βοτάνης πορφυράς εξ ης και τα αμόργινα ιμάτια».
Και στο ετυμολογικό του Χόφμαν η λέξη προέρχεται από το ρήμα αμέργω= δρέπω, σύρω, κόπτω. Αμοργός είναι ο εκθλίβων, ο αποστραγγίζων, ο εκμυζών και αμόργη η υποστάθμη από την έκθλιψη των ελαιών.
O σκύλος με το σκούρο χρώμα λέγεται μούργος< μουργός < μούργα <αμόργη (ετυμολογικό λεξ. Ανδριώτη).
Αλλά και Αμόργιανη, τοπωνύμιο της αγροτικής περιοχής Καστορείου με μαύρο αποσαθρωμένο χαλίκι που στραγγίζει και δεν βαστάει καθόλου νερό.
Στην Ποντιακή διάλεκτο «ο μαύρος και άχρηστος ζωμός ο εκκρινόμενος εκ των καταπατουμένων ελαιών εν τω ελαιοτριβείω» λέγεται γάρος. Στη νότια Λακωνία η μούργα λέγεται και κατσίγαρος, μια λέξη που έρχεται από τα αρχαία χρόνια και σημαίνει άλμη, σαλαμούρα. Η λέξη θησαυρίζεται στον Αισχύλο, στον Σοφοκλή, στον Αθήναιο στον Στράβωνα, στον Γαληνό. Από το αρχαίο γάρος, προέρχεται το μεσαιωνικό γαρίζω (έχω κακή γεύση) και φθάνουμε στο σημερινό γαριάζω και γαριασμένος που σημαίνει χάνω τη λάμψη μου.
Στη δεκαετία του ’50, στα παλιά λιοτρίβια ο λιόσμος (ο κατσίγαρος) που αποχετευόταν σε ένα ξίσκεπο αυλάκι, πάνω-πάνω ήταν πηχτός και λεγόταν μούργα. Με αυτή τη μούργα μαζί με τα κατακάθια από τις λίμπες και τα τηγανόλαδα, οι γυναίκες έφτιαχναν σαπούνι. Έβαζαν καλάμια κάθετα στη ροή του κατσίγαρου σε απόσταση μισού μέτρου περίπου, και εκεί μαζευόταν η μούργα που ήταν σαν την άφρη του βραστού κρέατος. Μάζευαν με τρυπητή κουτάλα (κεψέ) τη μούργα και την έβαζαν σε μεγαλούτσικα ντενεκεδάκια από κονσέρβες που τους είχαν βάλει σύρμα για χεράκι. Η καλύτερη συγκομιδή γινόταν στα ξυλάκια που ήσαν πιο κοντά στο λιοτρίβι. Η κάθε γυναίκα ή κορίτσι είχε σημαδέψει τα δικά της και γίνονταν τρικούβερτοι καβγάδες αν δεν τηρούνταν η σειρά.
Εναντρόερα: Στο χωριό όταν αναζητούσαν ένα πρόσωπο οικείο και ρωτούσαν «πού είναι» η απάντηση ήταν «κάπου εδώ τριγύρω ή έναν τρόερα». Για παράδειγμα, το παιδί παίζει έναν τρόερα ή θα βγω έναν τρόερα να μαζέψω χόρτα, αν με χρειαστείς θα είμαι έναν τρόερα.
Όταν κάποιος ήταν χαρούμενος για προσωπικό του ευχάριστο γεγονός (ονομαστική γιορτή, γέννηση παιδιού, αρραβώνα κ.λπ.) κερνούσε στο καπηλειό ή στο καφενείο έναν τρόερα δηλαδή αυτούς που ήσαν τριγύρω.
Η λέξη προέρχεται από το μεσαιωνικό επίρρημα τριγύρω και τρογύρω.
Στα ποντιακά λέγεται τριγύρου, τρουγύρου, τρουγιούρου.
Κατά τον Φ. Κουκουλέ το μεσαιωνικό επίρρημα τριγύρω προήλθε από την έκφραση τρέχω τον γύρο, με τον μεταβατικό τύπο τρογύρο και κατ’ επίδραση των σύνθετων με το τρις, τριγύρω.
Με δεύτερο συνθετικό τη λέξη γύρω και γύρος υπήρχε η λέξη κρεβατόερας, κρεβατόγερας, κρεβατόγυρος. Ο κρεβατόγερας ήταν μια φαρδιά φάσα φτιαγμένη με βελονάκι ή κοφτό ασπροκέντι και προσαρμόζονταν στην ακμή του στρώματος γύρω-γύρω από το κρεβάτι που ήταν στρωμένο με στρωσίδια της φιγούρας.
(κρεβατόγυρος όπως ποδόγυρος).