- Κατηγορία: Οι λέξεις μας
Οι λεβεκουραίοι= νέοι σπουδαστές, που δεν ασχολούνταν με χειρωνακτικές εργασίες και αναλώνονταν σε περιπάτους, συζητήσεις και διασκέδαση.
Σύμφωνα με το λαογράφο Δημ. Καλλιάνη, οι νέοι αυτοί που τους ονόμαζαν "Λεβεκουραίους" και διακρίνονταν για τη φυσιολατρεία τους, ξεκαλοκαίριαζαν στη Λουσίνα κάτω από τη στοργική παρουσία του μπαρμπα-Δημήτρη του Κουτρουμπή. Έστηναν το κρεβάτι τους πάνω σε τρία ελάτια σε σχήμα τριγώνου και διασκέδαζαν ρεμπελεύοντας και τραγουδώντας. Και βέβαια με αυτή τη σημασία χρησιμοποιήθηκε η λέξη και στις επόμενες 10ετίες.

ζωρός= λέγεται ο άκρατος, ο καθαρός, ο αμιγής, ο χωρίς νερό οίνος. Η λέξη συναντάται στον Όμηρο (8ος αι. π.Χ.) (ζωρόν δέπας= ποτήρι με άκρατο οίνο, ζωρότερον δε κέραις= αναμίγνυε τον οίνο με λιγότερο νερό). Μετά τον Όμηρο η λέξη κατάντησε να σημαίνει αυτόν που πίνει πολύ, που μεθάει. Στον Πλούταρχο (1ος αι. μ.Χ.) η λέξη έχει την ακριβώς αντίθετη σημασία, δηλ. οίνος αναμεμιγμένος με νερό.
Φουσκί: είναι βέβαια το κοπρόχωμα που χρησιμοποιείται για τη λίπανση των χωραφιών. Πρόκειται για την αρχαία λέξη φύσκη και φυσκίον κοινώς φούσκα το στομάχι ή το παχύ έντερο και το φουσκί είναι το περιεχόμενο της φύσκης που αποβάλλεται. Φύσκη ή φύσκων είναι ο παχύς στην γαστέρα, ο κοιλαράς, ο φούσκας. Ίσως από την φύσκη προέρχεται η φράση «είμαι φύσκα, έχω φάει πολύ, δεν χωράει άλλο».
Σούφρα είναι η πτυχή, η πτύχωση, η σούρα, ο μαρασμός βρέφους από αθρεψία. Μάλλον πρόκειται για την αρχαία λέξη σύφαρ που κατά το λεξικό LIDDELL SCOTT σημαίνει τεμάχιο ρυτιδωμένου δέρματος, το σύκο το ζαρωμένο. Σαν επίθετο η λέξη σύφαρ σημαίνει ο ρυτιδιασμένος, ο καταπονημένος, ο πολύ γερασμένος.


















