- Κατηγορία: Οι λέξεις μας
Σφεντουρίζω: εκσφενδονίζω μακριά, γρήγορα και με δύναμη.
Η λέξη προέρχεται από τη σφεντόνα. Την έφτιαχναν από ένα διχαλωτό ξύλο σε σχήμα κεφαλαίου ύψιλον (Υ), στερέωναν στις δυο άκρες λάστιχα τα οποία συνδέοντα με δέρμα πλατύ, σαν κούνια όπου τοποθετούσαν την πέτρα.