Γράφει η Άβα Μπουλούμπαση
H Ιστορία χρειάζεται τον χρόνο και τον χώρο προκειμένου να γίνει αντιληπτή από τους ανθρώπους που ζουν μέσα σε αυτή και τη διαμορφώνουν (Koder). Η ιστορική θεώρηση βασίζεται κατά παράδοση στη χρονολογία ως δομικό στοιχείο, είναι ταυτισμένη με ημερομηνίες που την οριοθετούν και (θεωρείται ότι) την περιγράφουν.
Όμως είναι ο χώρος που της προσδίδει χαρακτήρα και ιδιαιτερότητα. Ο χώρος που σφραγίζεται και διαμορφώνοντας διαμορφώνει, ενδεχομένως και καθορίζει, τα ιστορικά γεγονότα...
Είναι αδιανόητο να μιλήσουμε για τα τραγικά γεγονότα του 1922, χωρίς να προσδιορίσουμε χωρικά την καταστροφή, που ως «μικρασιατική» αποκτά την πραγματική πολιτισμική και κοινωνική της διάσταση.
Η Λιβερά του Πόντου (αναφέρεται και ως Δουβερά ), σήμερα Yaslik, απέχει 30χλμ από την Τραπεζούντα και είναι ορεινό χωριό μέσα στα έλατα. Παλιά είχε 400 σπίτια και 5 συνοικίες:
Ρακάν,Φάλαινα,Κατωχώρ’, Παραλίθ’, Ζάμαινα.
Είχε Ελληνική Αστική Σχολή Ελευθέρων Σπουδών, όπου οι μαθητές διδάσκονταν την ελληνική παιδεία σε επίπεδο ανώτερο από πολλά ελληνικά σχολεία. Οι δάσκαλοι ήσαν πνευματικοί άνθρωποι της εποχής, ήταν μισθωτοί από το χωριό, ενώ προσέρχονταν πολλοί μαθητές και από τα γύρω χωριά. Από τους κατοίκους, 100 οικογένειες ήσαν εύπορες και οι υπόλοιπες φτωχές. Πολλοί πήγαιναν να δουλέψουν στην Πόλη ως παπλωματάδες, χαλκοματάδες, παπουτσήδες κλπ. Γύριζαν στη Λιβερά 1-2 μήνες κάθε 2-3 χρόνια να δουν τους δικούς τους και ξαναέφευγαν. Κάθε σπίτι είχε το νοικοκυριό του, έτρεφαν ζώα και τυροκομούσαν. (Μαρτυρίες ντόπιων της Ν. Λιβεράς).
Το 1922, και ιδιαίτερα η Συμφωνία που υπογράφηκε στη Λωζάνη το 1923 για την Ανταλλαγή των Πληθυσμών, διέκοψε τον τρισχιλιετή ρου της ποντιακής ιστορίας. Η Λιβερά του Πόντου εισχωρεί στην ελλαδική πραγματικότητα τραγικά μεταλλαγμένη πλέον σε Νέα Λιβερά. Διευκρινίζω ότι ο επιθετικός προσδιορισμός εμπεριέχει πόνο και νοσταλγία για κάτι που χάθηκε, αλλά και ελπίδα και προσπάθεια για κάτι που θέλουμε να ξαναδημιουργηθεί.
Η απογραφή προσφύγων του Απρίλη 1923 δεν αναφέρει το Καστόρειο / Καστανιά, σημάδι ότι οι λιβερίτες εγκαταστάθηκαν λίγο αργότερα στη βόρεια Λακωνία.
Πράγματι σε έγγραφο του Νομογεωπόνου Λακωνίας της 11-1-1924 γίνεται μνεία σε αίτηση προσφύγων για εγκατάσταση τους στα μοναστηριακά κτήματα της Μονής Καστρίου Λακεδαίμονος. Στις 12 Ιουνίου 1924 η Ε.Α.Π. ενημερώνει τη Δ/νση Εποικισμού του Υπουργείου Γεωργίας ότι αποφάσισε να εγκαταστήσει 30 οικογένειες Ποντίων προσφύγων σε κτήματα της Μονής Καστρίου που πρόκειται να επιταχθούν.
Ο Μιχάλης Ροδάς, στο βιβλίο του «Πώς βλέπω την Ελλάδα - Πελοπόννησος 1925», που εκδόθηκε το 1927, γράφει ότι, «30 γεωργικαί οικογένειαι είναι εγκατεστημέναι εις απαλλοτριωθέντα κτήματα της Ι.Μ.Καστρίου».
Για πρώτη φορά καταγράφεται η Νέα Λιβερά ως οικισμός του Δήμου Καστορίου με 137 κατοίκους στην απογραφή του 1928 (ΦΕΚ 16/05/1928). για να καταργηθεί με το ΦΕΚ 225, τ.Β΄/14.03.1971, εν μέσω της Δικτατορίας, οπότε και προσαρτάται στον οικισμό Καστρί της κοινότητας.
Οι πρόσφυγες από τη Λιβερά εγκαταστάθηκαν τελικά σε κτήματα της Μονής Ζωοδόχου Πηγής Καστρίου, που δεν έχει διευκρινιστεί (όσο γράφεται τούτο το σημείωμα τουλάχιστον), αν επιτάχθηκαν, απαλλοτριώθηκαν ή τους παραχωρήθηκαν επίσημα.
Η εγκατάστασή τους χαρακτηρίστηκε ως «αγροτική» σύμφωνα με την απόφαση με αρ.72006/1924 του Υπουργείου Γεωργίας. To 1928 έγινε η πρώτη διανομή κλήρων, που φαίνεται να οριστικοποιήθηκε το 1938 σύμφωνα με τοπογραφικό της Νομαρχίας Μεσσηνίας, αλλά σε σχετική αλληλογραφία (του Υπουργείου Γεωργίας- Δ/νση Εποικισμού, της Νομαρχίας Αργολιδοκορινθίας και της Γεωργικής υπηρεσίας Λακωνίας), το 1943 παρέμενε ακόμη σε εκκρεμότητα.
Οι πρόσφυγες αρχικά είχαν να αντιμετωπίσουν τόσο την ουσιαστική αδιαφορία του Κράτους (έλλειψη υποδομών, κακή κατάσταση των ημιτελών κτισμάτων κλπ) όσο και τις έντονες αντιδράσεις αρκετών ντόπιων ακτημόνων (για τους ενδιαφερόμενους υπάρχει σχετική αλληλογραφία που βρήκαμε σε φακέλους των κεντρικών Γ.Α.Κ. στην Αθήνα).
Οι «γκιαούρηδες» της αφιλόξενης πλέον κεμαλικής Τουρκίας, έγιναν οι «αούτηδες» και «τουρκόσποροι» του Ελληνικού Κράτους. Χρειάστηκε πολύς κόπος και πολλή καρδιά για να μετατραπούν σε ισότιμους έλληνες πολίτες...
Οι πρώτοι γάμοι έγιναν το 1925 - 26 όπως καταγράφονται στα Βιβλία Γάμων της ενορίας Καστορείου και αναπτύχθηκε προσφυγική επαγγελματική δραστηριότητα.
Άνοιξαν καφενεία (πχ του Μυρίδη), και πολλοί εργάζονταν ως παπλωματάδες, χαλκωματάδες, κτίστες κλπ. Πολλές προσφυγοπούλες δούλεψαν στο κτίσιμο του αναλημματικού τοίχου στη γέφυρα του ποταμού Κάστορα. Με τη συμβολή τους ανοίχτηκε και διαπλατύνθηκε ο δρόμος προς το Μοναστήρι.
Το 1934 έκτισαν, σε συνεργασία με τους Καστρίτες, το κτίριο του Δημοτικού Σχολείου Ν. Λιβεράς που ως δομή λειτούργησε από το 1929 ως το 1986 (υπάρχει βιβλίο εγγραφών)..
Οι δεσμοί των ανθρώπων με τον χώρο δεν καταγράφονται όμως μόνο μέσα από τα επίσημα έγγραφα... Με το πέρασμα του χρόνου, ο χώρος εμπλουτίστηκε από τις μικρές ανθρώπινες ιστορίες, και σταδιακά μετατράπηκε σε τόπο οικείο και ζεστό. Οριοθετήθηκε από τις φωνές των προσφυγόπουλων, από τις μυρουδιές της Ανατολής, από τις επιτάφιες πλάκες των παππούδων.
Απόκτησε, με δάκρυα συχνά, τη δική του ξεχωριστή Ιστορία.
Μια Ιστορία που έχει κενά και ασυνέχειες. Αφού οι πληροφορίες για το ενδιάμεσο διάστημα, το δράμα της εκδίωξης, της «εξόδου» και του εφιαλτικού ταξιδιού προς την Ελλάδα (που άργησε πολύ να μετατραπεί σε αληθινή πατρίδα), το πέρασμα από τη βάσανο των λοιμοκαθαρτηρίων στα πρώτα λιμάνια υποδοχής, η δύσκολη ζωή στις σκηνές ή τις παράγκες, με την ασφυκτική αρνητική αντιμετώπιση από τους περισσότερους γηγενείς, και τελικά η εγκατάσταση, έχουν χαθεί ως πρωτογενής μνήμη και υπάρχουν μόνο ως μετα -μνήμη, ως τις ιστορίες που θυμούνται οι απομείναντες απόγονοι της 2ης ή 3ης γενιάς.
Η πρώτη γενιά κάτω από το βάρος των όσων τραγικών έζησε, δεν ήθελε να μιλήσει. Και οι επόμενες, ένοιωθαν τόσο ζωντανή την παρουσία των ανθρώπων, που δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι κάποια στιγμή θα τη στερούνταν, ώστε να πασχίσουν να σώσουν ό,τι ήταν δυνατόν να σωθεί.
Οι ελάχιστες πλέον μαρτυρίες, όπως αυτή της χαμένης πλέον Βαλάσσως Γ. Σαμπανίδη περιγράφουν το δράμα:
«… κατεβήκαμε με τα πόδια σε ένα μεγάλο μέρος όπου κυκλοφορούσαν πολλές γκαμήλες (το εμπορικό κέντρο της Τραπεζούντας) και φύγαμε για Ελλάδα με το πλοίο “Κοτζαμάνος” (παραφθορά της ονομασίας του τουρκικού πλοίου πλοίου “Κιουρτς Τζαμάλ» που αναφέρουν μαρτυρίες Ποντίων προσφύγων στην ΕΞΟΔΟ, τ.Ε΄+ΣΤ΄από τη Βιβλιοθήκη Μνήμης της εφημ.Καθημερινή).
Άλλος πρόσφυγας (πατέρας Σ.Τ.) έλεγε:
«…ήρθα στην Ελλάδα το 1924, 40 χρονών με την ανταλλαγή. Από τη Λιβερά ήρθαν 42 οικογένειες, Τα σπίτια τα έκτισε η Επιτροπή και τα δώσανε με κλήρο, ήταν 5 x8 μ. και πάτωμα από χώμα»
Ενώ ο επίσης χαμένος πατέρας των Γιώργη και Γιάννη Μυρίδη, ανάφερε πως, «πρώτος σταθμός στην Ελλάδα ήταν το λοιμοκαθαρτήριο της Mακρονήσου όπου μείναμε 2 μήνες».
Η συμπλήρωση 100 χρόνων εφέτος από τα τραγικά γεγονότα του 1922 δίνει τη δυνατότητα να ληφθούν ουσιαστικές πρωτοβουλίες.
Εκτός από τις εκδηλώσεις τιμής και μνήμης, (σαν αυτή πχ που διοργάνωσε πρόσφατα στη Σπάρτη ο Σύλλογος Ποντίων Λακωνίας), θα έπρεπε το ενδιαφέρον της πολιτείας να εκφραστεί και με πιο απτό τρόπο.
Η συγκρότηση της προσφυγικής μνήμης του τόπου μας μέσα από τη δημιουργία ενός Μουσείου Προσφυγικής Μνήμης, ακριβώς εκεί που λειτούργησε ο Προσφυγικός Συνοικισμός της Νέας Λιβεράς, (ένας από τους 3 που λειτούργησαν στη Λακωνία), είναι ένας στόχος εφικτός και ιερός, που θα δικαιώσει, έστω και μετά θάνατο, τους πρόσφυγες από τη Λιβερά του Πόντου και τις θυσίες τους.
Η δημιουργία του Μουσείου αυτού θα δώσει τη δυνατότητα για την ανασυγκρότηση της μνήμης, με τη συλλογή και προβολή όσων ενθυμημάτων, φωτογραφιών, ιερών αντικειμένων και εγγράφων διασώζονται ακόμη σε προσωπικά αρχεία ή συλλογές. Πρόκειται για μια συλλογική υπόθεση, ορθότερα Χρέος, των τοπικών φορέων με πρώτο τον Δήμο Σπάρτης και την Κοινότητα Καστορείου, με την υποστήριξη και συμβολή των ποντιακών συλλόγων και απογόνων των προσφύγων, και όλων όσων σέβονται και προσπαθούν να μελετήσουν και να διαφυλάξουν για τους επόμενους, την ιστορία του τόπου.
Ο καλύτερος τρόπος για να τιμηθούν όλοι εκείνοι που «ξαναέφιαξαν ζωή από το τίποτα», όπως έγραφε σε άρθρο του στην εφημερίδα Πολυδεύκης, ο Γιώργης Μυρίδης, είναι να ενώσουμε φωνές και προσπάθειες για να κάνουμε πράξη αυτή την ιδέα.
(*) Η Άβα Μπουλούμπαση, είναι Αρχιτέκτων / Ιστορική ερευνήτρια