Γράφει η Κάρεν-Καλίσα Χιώτη
Φέτος πέρασα το ορθόδοξο Πάσχα στην Βαρσοβία. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία, 87,2 % των Πολωνών είναι καθολικοί και μόνο 1,3 % ορθόδοξοι. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Πολωνίας αναγνωρίστηκε αυτοκέφαλη το 1924 και προεδρεύεται από του Μακαριωτάτου Μητροπολίτου Βαρσοβίας και πάσης Πολωνίας κ. Σάββα.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Πολωνίας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε πάρα πολλές δυσκολίες με το κομμουνιστικό καθεστώς, αλλά με την κατάρρευσή του το 1989, ξεκίνησε την πρόοδό της, κτίζοντας καινούργιους ναούς, μοναστήρια κτλ.
Φυσικά, τα ελληνικά δεν είναι η γλώσσα, στην οποία τελείται συνήθως η λειτουργία στις ορθόδοξες εκκλησίες στην Πολωνία, με εξαίρεση στην ορθόδοξη ενορία Αγ. Κωνσταντίνου και Ελένης στην πόλη Zgorzelec (Ζγκορζέλετς), που βρίσκεται στην όχθη του ποταμού Νάισε στα σύνορα Πολωνίας με τη Γερμανία. Για το πώς έτσι, θα επανέρχομαι.
H πλειοψηφία των περίπου 3000 Ελλήνων της σημερινής Πολωνίας είναι απόγονοι των πολιτικών προσφύγων του εμφύλιου πολέμου. Το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν έφερε ειρήνη στην Ελλάδα, και μέχρι το 1949 επικράτησε εμφύλιος πόλεμος μεταξύ της κυβέρνησης, υποστηριζόμενης από τις βρετανικές και αμερικάνικες δυνάμεις, και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος. Ο Στρατός αυτός αποτελούσε το ένοπλο σώμα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, και ο αγώνας του υποστηριζόταν ενεργά από τις χώρες, οι οποίες μετά τη Διάσκεψη της Γιάλτας βρίσκονταν στη σοβιετική σφαίρα επιρροής. Μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου οι περισσότεροι αντάρτες και οι οικογένειές τους βρήκαν καταφύγιο στην Σοβιετική Ένωση η σε χώρες μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Έτσι, έως τον Αύγουστο του 1950 σχεδόν 14 χιλιάδες Έλληνες έφτασαν στην Πολωνία, μεταξύ αυτών 3,5 χιλιάδες παιδιά, συχνά ορφανά. Τα παιδιά φιλοξενήθηκαν σε κρατικά ιδρύματα στην Κάτω Σιλεσία, και μετά στο Στετσίν. Στους ενήλικες πρόσφυγες προσφέρθηκαν οι εργατικές θερινές εστίες στο Zgorzelec (Ζγκορζέλετς). Οι τραυματίες βρήκαν φροντίδα στο νοσοκομείο στο νησί Wolin (Βόλιν). Στην δεκαετία του 1950 ένα μέρος των προσφύγων είχε εγκατασταθεί πλέον σε άλλες πόλεις της νοτιοδυτικής Πολωνίας. Οι περισσότεροι στη Legnica (Λεγκνίτσα), στο Wałbrzych (Βάλμπζιχ) και στο Wrocław (Βρότσλαβ). Μία ομάδα προσφύγων αποφάσισε να ιδρύσει δικό τους αγροτικό συνεταιρισμό, και τους παραχωρήθηκαν αγροκτήματα στο Krościenko (Κροστσιένκο) και στη γύρω περιοχή της νοτιοανατολικής Πολωνίας. Στο Κροστσιένκο έμεινε μεταξύ άλλων για ένα χρονικό διάστημα ο Νίκος Μπελογιάννης, και μπροστά στο ”Σπίτι της Νεολαίας” στήθηκε ένα μνημείο προς τιμήν του με επιγραφή στα ελληνικά και πολωνικά.
Μνημείο Μπελογιάννη στο Κροστσιένκο
Η επιχείρηση μεταφοράς Ελλήνων προσφύγων στην Πολωνία έγινε κατόπιν πρωτοβουλίας του Α΄ Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του Πολωνικού Εργατικού Κόμματος και αρχηγού του πολωνικού στρατού, Μπολέσουαβ Μπιέρουτ, ο οποίος ενέκρινε το πρόγραμμα της πολύπλευρης βοήθειας προς τους μαχητές του ΔΣΕ. Το κόστος της επιχείρησης από πλευράς Πολωνίας υπολογίζεται σε ποσό που τότε ανταποκρινόταν σε 15 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ. Η μεταφορά έγινε επί το πλείστον δια θαλάσσης με πλοία του Πολωνικού Εμπορικού Ναυτικού. Έτσι οι αντάρτες του ΔΣΕ έφτασαν μετά από ένα οδύσσειο ταξίδι, που ξεκινούσε στην Αλβανία και περνώντας τη Μεσόγειο και τη Βόρεια Θάλασσα, τελείωνε στα λιμάνια της Πολωνίας στη Βαλτική Θάλασσα. Οι τραυματισμένοι περιθάλφθηκαν στο νοσοκομείο στο Βόλιν, και μετά τη νοσηλεία τους μεταφέρθηκαν σε προσωρινά κέντρα και εγκαταστάθηκαν κυρίως στην περιοχή της Κάτω Σιλεσίας.
Η ζωή στην Πολωνία ήταν καλή. Το σοσιαλιστικό καθεστώς δεν ήταν τόσο περιοριστικό όσο σε άλλες χώρες του ανατολικού μπλοκ και η φιλοξενία για τους Έλληνες ήταν υποδειγματική, παρ’ όλο που η Πολωνία ήταν ερειπωμένη και θρηνούσε έξι εκατομμύρια νεκρούς. Περισσότεροι από 1.700 ανάπηροι πρόσφυγες νοσηλεύτηκαν στο νοσοκομείο στο νησί Βόλιν. Απέκτησαν τεχνητά μέλη, πήραν επίδομα αναπηρίας και στους τόπους μόνιμης εγκατάστασης μπορούσαν να αυξήσουν το εισόδημά τους δουλεύοντας σε εργασίες κατάλληλες για άτομα με αναπηρίες. Σπίτι, δουλειά, περίθαλψη, σχολείο και αναψυχή ήταν διασφαλισμένα για όλους. Καμία διάκριση δεν υπήρχε σε σχέση με τους Πολωνούς. Τα παιδιά που ήταν ορφανά ή των οποίων οι γονείς είχαν μείνει στην Ελλάδα ταχτοποιήθηκαν στις παιδουπόλεις. Παντού οι πρόσφυγες έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους. Δημιούργησαν συνεταιρισμούς, μιας και στην πλειοψηφία τους ήταν αγρότες, έχτισαν σπίτια και κοινόχρηστους χώρους και φρόντισαν την επιμόρφωση των παιδιών τους. Η επιθυμία για μόρφωση ήταν ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των Ελλήνων στην Πολωνία. Έτσι η νεότερη γενιά προόδευσε με ταχύτατο βηματισμό, κάτι το οποίο οι γηραιότεροι Έλληνες πρόσφυγες εύχονταν να είχαν καταφέρει στην πατρίδα τους.
Aλλά πολλοί από τους παλιούς αντάρτες δεν συμβιβάστηκαν με την παραμονή τους στην ξένη χώρα, παρ΄ όλη τη φροντίδα που τους παρείχε. Η επιθυμία επιστροφής στην πατρίδα επικρατούσε. Γι΄ αυτό δέσποζε η ευχή ”και του χρόνου στην πατρίδα”. Το όπλο παρά πόδα είχε αντικατασταθεί από τη βαλίτσα παρά πόδα. Το σοσιαλιστικό όραμα είχε παραχωρήσει τη θέση του στη νοσταλγία για την πατρίδα. Μία επιθυμία, που ήταν αδύνατο, γιατί πολλοί διώκονταν στην Ελλάδα ή τους είχε αφαιρεθεί η ιθαγένεια. Άλλοι πολλοί δεν είχαν πια ούτε συγγενείς ούτε σπίτι.
Όμως, μετά την πτώση της δικτατορίας και την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα δημιουργήθηκαν ευνοϊκές συνθήκες για τον γυρισμό στην Ελλάδα, μεταξύ άλλων η δυνατότητα από το 1985 μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων από την Πολωνία στην Ελλάδα, και κατά τη δεκαετία του '80 εγκατέλειπαν 5,5 χιλιάδες Έλληνες εκπατρισμένοι την Πολωνία Στα τέλη της δεκαετίας του ΄90 απέμειναν περίπου 4,5 χιλιάδες Έλληνες, κυρίως στην Κάτω Σιλεσία.
Το Ζγκορζέλετς (Zgorzelec) είναι μια χωρισμένη πόλη με ένα για πολλούς άγνωστο ελληνικό παρελθόν. Ήταν πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο το ανατολικό τμήμα της Γερμανικής πόλης Görlitz (Γκέρλιτς). Η πόλη χωρίστηκε στα δύο το 1945, μετά το τέλος του πολέμου. Το Ζγκορζέλετς, στην ανατολική όχθη του ποταμού Νάισε, προσαρτήθηκε στην Πολωνία και το Γκέρλιτς, στη δυτική όχθη, συνέχισε να υπάγεται στην Αν. Γερμανία. Ποια είναι όμως η ιδιαίτερη σχέση της μακρινής αυτής περιοχής με την Ελλάδα;
Οι περισσότεροι των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων, που μετά το τέλος του ελληνικού εμφυλίου βρήκαν καταφύγιο στην Πολωνία, εγκαταστάθηκαν στο Ζγκορζέλετς. Μάλιστα, πολλοί το αποκαλούσαν ”Republika Grecka”.
Οι Γερμανοί κάτοικοί της είχαν εξαναγκαστεί να εγκαταλείψουν το κομμάτι της πόλης, που ήταν στην πολωνική μεριά, παραμένοντας μόνο στο άλλο κομμάτι της στη γερμανική πλευρά, στο Γκέρλιτς, και έτσι η πόλη ξανακατοικήθηκε από Έλληνες. Ωστόσο δεν ήταν οι μόνοι Έλληνες στην περιοχή. Αν και το Γκέρλιτς χωριζόταν από το Ζγκορζέλετς μόνο από τον ποταμό Νάισε, οι Έλληνες του πολωνικού τμήματος δεν είχαν επαφές με την ανατολικογερμανική πόλη. Όμως εκεί υπήρχαν ξεχασμένοι Έλληνες εκτοπισμένοι μιας άλλης εποχής.
Πολύ πριν από τον εμφύλιο, στην μέση του Α' Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και στον απόηχο του εθνικού διχασμού μια άλλη γενιά Ελλήνων στρατιωτών είχε σταλεί από το μακεδονικό μέτωπο στο Γκέρλιτς της Σαξονίας, κατόπιν μιας αμφιλεγόμενης συμφωνίας μεταξύ της Ελλάδας, της Αντάντ και των γερμανοβουλγαρικών
στρατευμάτων. Πάνω από 6500 στρατιώτες έφτασαν με τρένο από τη βόρεια Ελλάδα σε ένα στρατόπεδο του Γκέρλιτς. Οι κάτοικοι της πόλης, τους υποδέχθηκαν με καλωσόρισμα, ακόμα και στα ελληνικά, αλλά στην πραγματικότητα αυτή η υποδοχή δεν ήταν παρά κομμάτι της γερμανικής προπαγάνδας, αφού οι Έλληνες στρατιώτες είχαν μεταφερθεί εκεί ως ιδιότυποι αιχμάλωτοι πολέμου με κάποια προνόμια, λόγω της σχέσης του τότε Βασιλιά Κωνσταντίνου με τον Γερμανό Κάιζερ. Οι Έλληνες στρατιώτες μπορούσαν να κυκλοφορούν στην πόλη, ωστόσο κάθε βράδυ επέστρεφαν υποχρεωτικά στο στρατόπεδο. Επίσης δεν μπορούσαν να εγκαταλείψουν το γερμανικό έδαφος. Την περίοδο του μεσοπολέμου πολλοί απ΄ αυτούς σιγά σιγά εντάχθηκαν στη ζωή της πόλης, κάποιοι έπιασαν δουλειά και άλλοι παντρεύτηκαν.
Η ιστορία των Ελλήνων του Γκέρλιτς αλλά και του Ζγκορζέλετς είναι μοναδική. Έλληνες εκτοπισμένοι, αιχμάλωτοι κι εξόριστοι, θύματα δύο τραγικών σελίδων της ελληνικής ιστορίας, βρέθηκαν κατά τύχη σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους στην ίδια ουσιαστικά πόλη, η οποία επίσης είχε τη δική της τραγική ιστορία. Με ένα ποτάμι να τους χωρίζει, οι στρατιώτες του Δ' Σώματος Στρατού και οι εξόριστοι του εμφυλίου έμειναν δίπλα-δίπλα, χωρίς να γνωρίζουν οι μεν την ιστορία των δε.
Το μεγαλύτερο αξιοθέατο της περιοχής του ποταμού είναι ο δρόμος δίπλα στο ποτάμι. Το Μπούλεβαρ των Ελλήνων (Bulwar Grecki). Έχει στρωθεί όμορφα με συγχρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και σ' ένα προσεκτικά επιλεγμένο σημείο βρίσκεται ένα επιτύμβιο μνημείο με πινακίδα στα πολωνικά και ελληνικά που αναφέρει εν συντομία το ιστορικό. Το μνημείο φτιάχτηκε το 2008, περίπου εξήντα χρόνια μετά τη μεγάλη φυγή, που έχει αφήσει, ακόμα και σήμερα, βαθιά σημάδια στην ιστορία της Ελλάδας. Όσον αφορά την ορθόδοξη ενορία Αγ. Κωνσταντίνου και Ελένης στο Ζγκορζέλετς, στην οποία αναφέρθηκα στην αρχή, ιδρύθηκε το 2002 κατόπιν χρηματοοικονομικής πρωτοβουλίας της τοπικής ορθόδοξης κοινότητας. Ενεργά μέλη της ενορίας είναι μόνο 70, και καθώς το κράτος δεν την βοηθάει οικονομικά, πρέπει να συντηρηθεί με τις εθελοντικές εισφορές των πιστών. Ένας από αυτούς είναι ο Νικόλαος Ρουσκέτος, γνωστός μουσικός και Δημοτικός Σύμβουλος Δήμου Ζγκορζελετς.
Στο Ζγκορζέλετς οργανώνεται κάθε χρόνο το Πανπολωνικό Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού με συμμετοχή Ελλήνων και Πολωνών, μουσικών, τραγουδιστών και συγκροτημάτων, που παίζουν και τραγουδούν ελληνικά τραγούδια, τα οποία ανέκαθεν ήταν πολύ δημοφιλή στην Πολωνία. Είναι χαρακτηριστικό, ότι μια από τις πιο διάσημες τραγουδίστριες στην Πολωνία, είναι ελληνίδα, γνωστή ως Εleni. Η Ελένη Τζόκα ήρθε σε παιδική ηλικία στην Πολωνία, όπου κατάφερε να δημιουργήσει μία μεγάλη καριέρα στο τραγούδι, χωρίς ποτέ να έχει ξεχάσει τις ελληνικές της ρίζες.
Το Μπούλεβαρ των Ελλήνων (Bulwar Grecki).
Επιπλέον διακρίνονται μεταξύ άλλων οι εξής ελληνο-πολωνικές προσωπικότητες: Νίκος Χατζηνικολάου (ποιητής), Τηλέμαχος Πιλιτσίδης (ζωγράφος), Μιχάλης Χρυσουλίδης (ζωγράφος), Χρήστος Μάντζιος (γλύπτης), Ηλιας Βράζας (φιλόσοφος και καθηγητής του πανεπιστημίου του Βρότσλαβ), Μίλος ή Δημήτρης Κούρτης (κορυφαίος μουσικός της τζαζ), Παύλος Ράπτης (τενόρος και παγκοσμίου φήμης τραγουδιστής όπερας), Grzegorz Kostrzewa-Ζορβάς (πολιτολόγος και δημοσιογράφος), Θεόφιλος Βαφείδης (γαστρονόμος και διοργανωτής του Φεστιβάλ Ελληνικής Κουζίνας στην Πολωνία).
Ο Διονύσιος Στουρής είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας, γνωστός για τα ρεπορτάζ του σχετικά με το συριακό προσφυγικό δράμα. Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη και μεγαλωμένος στην Πολωνία, εργάζεται σήμερα στο ΤΟΚ FM Radio της Βαρσοβίας. Στο τρίτο του βιβλίο, που εκδόθηκε πέρσι, αφηγείται την ιστορία των προσφύγων του εμφυλίου πολέμου οι οποίοι βρέθηκαν στην Πολωνία. Το βιβλίο φέρει το τίτλο ” Nowe Życie ” (Νέα Ζωή), και έχει ως υπότιτλο ”Πώς οι Πολωνοί βοήθησαν τους πρόσφυγες από την Ελλάδα”.
Το βιβλίο έχει ήδη μεγάλη επιτυχία στην Πολωνία. Ας ελπίζουμε ότι θα έχει εξίσου μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα όταν με το καλό μεταφραστεί στα ελληνικά.
Κάρεν-Καλίσα Χιώτη