Μια παλιότερη δημοσίευση που αναφέρεται σε ένα σχεδόν αρχαίο πρόβλημα που εξακολουθεί να υπάρχει και σήμερα. Πόσο συμβαδίζουν η ευημερία των σημερινών κοινωνιών με φαινόμενα ακραίας φτώχειας; Γιατί τόσοι πολλοί άνθρωποι ζουν σε παρόμοιες συνθήκες; Πού οφείλεται το γεγονός πως στις ΗΠΑ το 2000 το 11.3% του πληθυσμού, ή 31.1 εκατομμύρια ανθρώπων, ζούσε στη φτώχεια; Το άρθρο επιχειρεί μια πρόχειρη προσέγγιση, και μάλλον θέτει ερωτήματα παρά φιλοδοξεί να απαντήσει.
Πριν ένα-δυο χρόνια ο Δήμος Αθηναίων και ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός υπέγραψαν μνημόνιο συνεργασίας για την παραχώρηση του κτιρίου που βρίσκεται στην οδό Γ’ Σεπτεμβρίου, το οποίο θα χρησιμοποιηθεί ως έδρα του Ιδρύματος Αστέγων και θα στεγάσει τις υπηρεσίες κοινωνικής υποστήριξης των αστέγων. Το κτίριο που παραχώρησε ο ΕΕΣ στο Δήμο Αθηναίων παρέχει, σύμφωνα με εκτιμήσεις των αρμοδίων υπηρεσιών του Δήμου, όλες τις δυνατότητες για τη λειτουργική και αποτελεσματική ανάπτυξη των δράσεων υπέρ των αστέγων αφού βρίσκεται στην καρδιά της πόλης των Αθηνών πολύ κοντά στις περιοχές που εμφανίζεται η κίνηση των αστέγων και απαιτεί περιορισμένες σε έκταση, κόστος και χρόνο, εργασίες διαμόρφωσης σε μια υπηρεσία πολλαπλής εξυπηρέτησης. Αν και η παρουσία αστέγων στην πόλη δεν είναι φαινόμενο της παρούσης συγκυρίας η απλή παρατήρηση ενός δημότη τον οδηγεί στο συμπέρασμα πως, τελευταία, παρατηρείται μια οφθαλμοφανής αύξηση του αριθμού τους. Όπως επίσης παρατηρείται και μια ορατή αύξηση του αριθμού των επαιτών.
Η πρόσφατη ψήφιση του νόμου για το Ασφαλιστικό από μόνη την κυβερνητική πλειοψηφία και με τη φανερή, και δημοσκοπικά, ισχυρή αντίδραση της κοινωνίας, ξαναφέρνει στο προσκήνιο την ενασχόληση με μερικά από τα αποτελέσματα της οικονομικής πολιτικής που ακόμη ασκείται στο σύνολο, σχεδόν, των χωρών, τουλάχιστον του δυτικού κόσμου.
Νέα Ορλεάνη και πραγματικότητα
Είναι μάλλον προφανές πως τα πρώτα μικρά κύματα της πλημμυρίδας που φέρνει μαζί της η νέα οικονομική πολιτική φτάνουν στις αθηναϊκές ακτές, όπως έπληξαν χωρίς έλεος και την πόλη της Νέας Ορλεάνης, αναδεικνύοντας τη σκληρή πραγματικότητα που κρύβεται κάτω από την απατηλή λαμπερή επιφάνεια της ευημερίας των σύγχρονων κοινωνιών.
Όμως πόσο συμβαδίζουν η ευημερία των σημερινών κοινωνιών με τέτοια φαινόμενα ακραίας φτώχειας;
Για την Αθήνα δεν είναι, τουλάχιστον στο γράφοντα, γνωστή οποιαδήποτε αξιόλογη μελέτη για την ύπαρξη αστέγων και τους λόγους που το φαινόμενο υπάρχει και αυξάνεται. Απεναντίας στις Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί κάποιος να αναζητήσει και να βρει πολλές απόψεις, από επιφανειακές μέχρι εμπεριστατωμένες, ανθρώπων που επί δεκαετίες παρακολουθούν, αν δεν ζουν οι ίδιοι, το φαινόμενο της ύπαρξης εκατομμυρίων αστέγων.
Στη συνέχεια συνοψίζουμε, με όσο το δυνατόν λιγότερες λέξεις, ορισμένες από τις σκέψεις και τα στοιχεία που προσφέρει μια βιαστική ενασχόληση με το φαινόμενο της ύπαρξης αστέγων στις ΗΠΑ.
Γιατί είναι άστεγοι οι άνθρωποι;
Δύο τάσεις είναι κατά ένα μεγάλο μέρος υπεύθυνες για την άνοδο στην έλλειψη στέγης κατά τη διάρκεια των προηγούμενων 20-25 ετών: μια αυξανόμενη έλλειψη της προσιτής, από άποψη ενοικίου, κατοικίας και μια ταυτόχρονη αύξηση της φτώχειας.
Η έλλειψη στέγης και η φτώχεια συνδέονται περίπλοκα. Οι φτωχοί άνθρωποι είναι συχνά ανίκανοι να πληρώσουν για την κατοικία, τα τρόφιμα, την παιδική μέριμνα, την υγειονομική περίθαλψη, και την εκπαίδευση.
Οι δύσκολες επιλογές πρέπει να γίνουν όταν οι περιορισμένοι πόροι καλύπτουν μόνο μερικές από αυτές τις ανάγκες. Συχνά τα έξοδα για στέγη, που απορροφά ένα μεγάλο μέρος του εισοδήματος, είναι εκείνα που πρέπει να περικοπούν.
Η φτώχεια μπορεί να οφείλεται σε μια ασθένεια ή και ένα ατύχημα. Ακόμη και μία απλήρωτη επιταγή μπορεί να οδηγήσει στη διαβίωση στους δρόμους.
Το 2000 το 11.3% αμερικάνικου πληθυσμού, ή 31.1 εκατομμύρια ανθρώπων, ζούσε στη φτώχεια.
Ενώ ο αριθμός των φτωχών ανθρώπων έχει μειωθεί λίγο τα τελευταία χρόνια, ο αριθμός ανθρώπων που ζουν στην ακραία φτώχεια έχει αυξηθεί. Το 2000, 39% όλων των ανθρώπων που ζουν στη φτώχεια είχε εισόδημα λιγότερο από το μισό του επιπέδου φτώχειας. Αυτή η στατιστική παραμένει αμετάβλητη από το επίπεδο του 1999.
Σαράντα τοις εκατό των προσώπων που ζουν στη φτώχεια είναι παιδιά. Στην πραγματικότητα, το 2000, το ποσοστό φτώχειας για τα παιδιά έτρεχε με 16.2%, ρυθμός σημαντικά υψηλότερος από οποιαδήποτε άλλη ομάδα ηλικίας.
Δύο παράγοντες συνηγορούν στην αύξηση της φτώχειας: η διάβρωση των ευκαιριών απασχόλησης για τα μεγάλα τμήματα του εργατικού δυναμικού, και η μειωμένη αξία και η διαθεσιμότητα της δημόσιας βοήθειας.
Διαβρώνοντας τις ευκαιρίες εργασίας
Οι αναφορές των ΜΜΕ στην αυξανόμενη οικονομία και στα χαμηλά ποσοστά ανεργίας καλύπτουν διάφορους σημαντικούς λόγους για τους οποίους η έλλειψη στέγης εμμένει, και, σε μερικές περιοχές της χώρας, επιδεινώνεται. Αυτοί οι λόγοι περιλαμβάνουν τα στάσιμα ή μειωμένα εισοδήματα και τις λιγότερο ασφαλείς εργασίες που προσφέρουν λιγότερα οφέλη.
Ενώ τα λίγα τελευταία έτη παρατηρείται αύξηση των πραγματικών αμοιβών σε όλα τα επίπεδα, αυτές οι αυξήσεις δεν είναι αρκετές να αντιστρέψουν μια μακροχρόνια τάση στασιμότητας ή και μείωσης των μισθών.
Ειδικά οι χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι έχουν χτυπηθεί ιδιαίτερα σκληρά από τις τάσεις ουσιαστικής μείωσης των αμοιβών και έχουν μείνει πίσω, καθώς το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών διευρύνεται. Σε επίρρωση των πάρα πάνω αξίζει να αναφερθεί πως η πραγματική αξία του βασικού μισθού το 1997 ήταν 18.1% μικρότερη απ’ ό,τι το 1979.
Αν και τα εισοδήματα φαίνεται να αυξάνονται, αυτή η αύξηση οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος στις περισσότερες ώρες εργασίας - που μπορούν στη συνέχεια να αποδοθούν στην αναθεώρηση της κοινωνικής πρόνοιας και τις σφιχτές αγορές εργασίας.
Παράγοντες που επίσης συμβάλλουν στη μείωση των αμοιβών περιλαμβάνουν μια απότομη πτώση στον αριθμό και τη διαπραγματευτική δύναμη των συνδικαλισμένων εργαζομένων, που οδηγεί στη μείωση του βασικού μισθού, μια φανερή πτώση στο βιομηχανικό τομέα και η αντίστοιχη επέκταση της χαμηλόμισθης απασχόλησης στον τομέα των υπηρεσιών, η παγκοσμιοποίηση που μεταφέρει θέσεις εργασίας σε φτηνές χώρες και η αυξανόμενη μεταβλητή εργασία, όπως η προσωρινή και μερική απασχόληση.
Συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας
Μια άλλη πηγή αύξησης της ένδειας και έλλειψης στέγης είναι η σταθερά μειωτική τάση των τελευταίων δεκαετιών στην αξία της παρεχόμενης δημόσιας βοήθειας.
Μέχρι την ανάκλησή του τον Αύγουστο του 1996, το μεγαλύτερο πρόγραμμα βοήθειας με μετρητά για τις φτωχές οικογένειες με παιδιά ήταν η ενίσχυση στις οικογένειες με το πρόγραμμα εξαρτώμενων παιδιών (AFDC). Μεταξύ 1970 και 1994, τα οφέλη από αυτό το πρόγραμμα σε μια τυπική αμερικανική Πολιτεία για μια τριμελή οικογένεια έπεσαν κατά 47%, σε σταθερές τιμές.
Όμως και αυτός ο ομοσπονδιακός νόμος για την αντιμετώπιση της ακραίας φτώχειας στις ΗΠΑ ακυρώθηκε το 1996 και αντικαταστάθηκε από το νόμο Συμφιλίωσης Προσωπικής Ευθύνης και Ευκαιρίας που αντικατέστησε τις παροχές του προηγούμενου νομικού καθεστώτος με μια προσωρινή βοήθεια στις ενδεείς οικογένειες.
Όμως, πλέον, τα οφέλη της νέας ρύθμισης και τα κουπόνια τροφίμων που διατίθενται, στην πραγματικότητα κρατούν την οικονομική κατάσταση όσων τα έχουν ανάγκη πολύ κάτω από το επίπεδο ένδειας σε κάθε αμερικανική Πολιτεία αφού το όφελος, κατά μέσο όρο, για μια τριμελή οικογένεια είναι περίπου το ένα τρίτο του επιπέδου ένδειας.
Κατά συνέπεια, αντίθετα προς τη δημοφιλή άποψη, η ευημερία δεν παρέχει την ανακούφιση από την ένδεια.
Από την άλλη μεριά ο αριθμός των επισήμως ενδεών έχει μειωθεί σχετικά, κατά τα τελευταία χρόνια. Όμως η μείωση αυτή είναι βασικά φαινομενική και δίνει μια τελείως απατηλή εικόνα του προβλήματος δεδομένου πως οφείλεται σε εκτεταμένη παραπλανητική χρήση πρόσφορων προς τούτο στατιστικών.
Έτσι, για παράδειγμα, μόνο ένα μικρό μέρος των νέων θέσεων εργασίας αμείβονται με αμοιβές επάνω από το αποδεκτό επίπεδο ένδειας -οι περισσότερες από τις νέες θέσεις αμείβονται πολύ κάτω από το όριο ένδειας (Αμυντικό Ταμείο των Παιδιών και ο Εθνικός Συνασπισμός για τους Αστέγους, 1998).
Αυτές οι στατιστικές από το ίδρυμα για τα παιδιά και την ένδεια είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικές: Το 37% των άστεγων οικογενειών περιήλθε σε κατάσταση ένδειας μόνο κατά τον τελευταίο χρόνο, κυρίως λόγω της μείωσης ή της περικοπής των κρατικών επιδομάτων. Σε ορισμένες περιοχές της χώρας όπως η Φιλαδέλφεια ή το Σιάτλ το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 50%.
Επιπλέον, η ακραία ένδεια γίνεται πιο κοινή για τα παιδιά, ειδικά εκείνα που είναι μέλη μονογονεϊκής οικογένειας με αρχηγό γυναίκα.
Ως αποτέλεσμα της απώλειας ειδομάτων, χαμηλών αμοιβών, και ασταθούς απασχόλησης, πολλές οικογένειες εγκαταλείπουν την προσπάθεια για περαιτέρω αύξηση της ευημερίας τους για πιο πεζά πράγματα: να μη χαθεί η ιατρική φροντίδα, τα τρόφιμα, και η στέγαση.
Παρ’ όλα αυτά πολλοί χάνουν την ασφάλεια υγείας: μια πρόσφατη μελέτη διαπίστωσε ότι 675.000 άνθρωποι έχασαν την ασφάλεια υγείας το 1997 ως αποτέλεσμα της ομοσπονδιακής νομοθεσίας κοινωνικής πρόνοιας, συμπεριλαμβανομένων 400.000 παιδιών (Οικογένειες ΗΠΑ, 1999). Επιπλέον, η στέγαση είναι σπάνια προσιτή για τις οικογένειες που χάνουν καλά αμειβόμενες εργασίες για εργασίες με χαμηλότερες αμοιβές αφού η επιδοτούμενη κατοικία είναι τόσο περιορισμένη που λιγότεροι από τη μια σε τέσσερις οικογένεις, σε εθνικό επίπεδο, μπορεί να επωφεληθεί από τα σχετικά προγράμματα.
Από την άλλη, και εκείνοι περιλαμβάνονται μεταξύ των τυχερών που λαμβάνουν επιδόματα πρέπει να διαθέσουν το 69% του μηνιαίου εισοδήματός τους για να νοικιάσουν ένα διαμέρισμα με ένα υπνοδωμάτιο, σύμφωνα με στοιχεία του 1998.
Σε περισσότερες από 125 περιοχές το κόστος ενός διαμερίσματος του ενός υπνοδωματίου ήταν περισσότερο από το συνολικό μηνιαίο εισόδημα ενός προσώπου.
Άστεγοι εργαζόμενοι
Στην πραγματικότητα, σε μια μέση αμερικανική πολιτεία ένας εργαζόμενος που αμείβεται με το βασικό μισθό θα έπρεπε να εργάζεται 89 ώρες τη βδομάδα για να αντέχει οικονομικά ένα διαμέρισμα με δύο υπνοδωμάτια, σύμφωνα με τον ομοσπονδιακό καθορισμό της προσιτής κατοικίας, κατά τον οποίο θεωρείται ως προσιτή η κατοικία που δεν απορροφά περισσότερο του 30% του εισοδήματός του.
Αυτή την περίοδο, 5 εκατομμύρια οικογένειες που μένουν σε μισθωμένες κατοικίες, έχουν τη «χειρότερη κάλυψη των στεγαστικών τους αναγκών» που σημαίνει ότι πληρώνουν περισσότερο από το μισό από τα εισοδήματά τους για ενοίκιο, ή ζουν σε κατοικίες πολύ κάτω του μετρίου, ή και τα δύο.
Η αρχική πηγή εισοδήματος για 80% αυτών των οικογενειών είναι αποδοχές από την εργασία. Το 1998, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 40%.
Η σύνδεση μεταξύ χαμηλόμισθων και έλλειψης στέγης γίνεται φανερή σε καταφύγια αστέγων σε πολλά από τα οποία στεγάζονται σε σημαντικούς αριθμούς εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης.
Το μέλλον της αύξησης εργασίας δεν εμφανίζεται ελπιδοφόρο για πολλούς εργαζομένους: μια μελέτη του 2005 υπολόγισε ότι το 46% των εργασιών με την περισσότερη αύξηση μεταξύ 1994 και 1998 πληρώνουν λιγότερο από $16.000 ετησίως. Αυτές οι εργασίες δε θα ανυψώσουν τις οικογένειες από τη φτώχεια.
Επιπλέον το 74% αυτών των εργασιών πληρώνεται κάτω από το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης ($32.185 για μια τετραμελή οικογένεια).
Κατά συνέπεια, για πολλούς Αμερικανούς, η εργασία δεν παρέχει καμία διαφυγή από τη φτώχεια.
Τα οφέλη της οικονομικής ανάπτυξης δεν έχουν διανεμηθεί εξίσου. Αντ’ αυτού, έχουν συγκεντρωθεί στην κορυφή της εισοδηματικής πυραμίδας.
Μια αυξανόμενη παλίρροια δεν ανυψώνει όλες τις βάρκες, και στις Ηνωμένες Πολιτείες, σήμερα, πολλές βάρκες αγωνίζονται να μη βουλιάξουν αύτανδρες.
(Πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΑΘΗΝΑΙΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ)