ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
Από τη Λιβερά του Πόντου στη Νέα Λιβερά της Λακωνίας
Η Νέα Λιβερά είναι ο συνοικισμός των προσφύγων που χτίστηκε σε Μοναστηριακή έκταση, που απαλλοτριώθηκε από το κράτος. «Το χωριουδάκι μας το ονόμασαν Νέα Λιβερά, γιατί όλοι ήμαστε από την Λιβερά του Πόντου».Ελισάβετ Μυρίδου. «Πήγαμε 41 οικογένειες από τη Λιβερά και 2 ξένοι. Η τότε Κυβέρνηση (1925) απαλλοτρίωσε τα κτήματα της Μονής Ζωοδόχου Πηγής Καστρίου και αποφασίσαμε την ημέρα θα φύγουμε από την Τρύπη, όπου βρισκόμασταν. Νοίκιασα ένα μουλάρι μαζί με άλλες 4 οικογένειες και ξεκινήσαμε…» Γεώργιος Ιωάννου Δημητριάδης.
Ξεριζωμός, διωγμός και σφαγή. Ατέλειωτες πορείες μέσα στην έρημο. Οι Λιβερίτες που διασώθηκαν, με αξιοθαύμαστο κουράγιο και πίστη ζωής, ξαναρίζωσαν στη νέα- την πολύ παλιά- πατρίδα και πρόσφεραν το νέο αίμα.
Ο Μπαρμπα-Σάββας Συμεωνίδης αφηγείται με συγκίνηση στον εγγονό του Κώστα Αθ. Γκαβογιάννη για το πώς ήρθαν από τη Λιβερά του Πόντου, η οποία ήταν ένα από τα πιο σημαντικά και ιστορικά χωριά της Ματσούκας (επαρχία Ροδοπόλεως, νομός Τραπεζούντας). Στις πολλές συνοικίες του χωριού (μαχαλάδες), πριν τον ξεριζωμό του 1922, ζούσαν 450 οικογένειες χριστιανικές και μόνο επτά μουσουλμάνων, που μιλούσαν κι αυτές την ποντιακή διάλεκτο. Από το 1862 η Λιβερά ήταν έδρα της νεοσύστατης Μητρόπολης Ροδοπόλεως. Διέθετε 7τάξια Αστική Σχολή (διευθυντής της οποίας διετέλεσε και ο ποιητής Στέλιος Σπεράντζας) και το «Καλλιφίδειον Παρθεναγωγείον», το οποίο όμως δε λειτούργησε ποτέ λόγω των πολεμικών γεγονότων του 1912 και του Α Παγκοσμίου Πολέμου, που ακολούθησε, με τις γνωστές συνέπειες.
«Με την καταστροφή, Κωστή μου, ξεριζωθήκαμε από τα σπίτια μας, στην ωραία Λιβερά του Πόντου και ξεκινήσαμε για την Ελλάδα. Με ελάχιστα πράγματα στα χέρια και με μια τελευταία αποχαιρετιστήρια ματιά στα μέρη που ζήσαμε τόσα χρόνια. Στο πλοίο για την Ελλάδα οι συνθήκες ήταν τραγικές. Είμαστε στοιβαγμένοι ο ένας επάνω στον άλλο, όμως ο πόνος του ξεριζωμού ήταν μεγαλύτερος. Στη διαδρομή πέθανε η μητέρα μου. Την πετάξαμε με ένα σακί στη θάλασσα. Το ίδιο σε λίγες μέρες και η αδελφή μου. Στην Ελλάδα, παιδί μου Κωστή, μας πήγαν για λίγες μέρες στη Μακρόνησο και από εκεί μας έστειλαν σε διάφορα μέρη. Τους μισούς συγχωριανούς μας τους έστειλαν στην Πτολεμαΐδα κι εμάς, κάπου 150 άτομα, μας έστειλαν στο Ξηροκάμπι Λακωνίας. Μέναμε σε σκηνές. Η υποδοχή από τους ντόπιους ήταν από ψυχρή ως εχθρική. Η μητέρα σου η Παρθένα ήταν 6 χρονών. Έκλαιγε συνέχεια, γιατί όταν πήγαινε να παίξει με άλλα παιδάκια, οι μανάδες τους τα μάλωναν να μη κάνουν παρέα με το προσφυγάκι. Το Ξηροκάμπι, το λέει και η λέξη, δεν είχε καμία σχέση με τη Λιβερά που αφήσαμε πίσω μας.
Η Λιβερά ήταν το μέρος που ανέβαιναν οι πλούσιοι Τραπεζούντιοι με τις οικογένειές τους για να παραθερίσουν. Παντού πράσινα λιβάδια και νερά, τα παρχάρια, που λέγαμε στα ποντιακά. Σωστός παράδεισος, ευλογημένα μέρη. Έτσι με πέντε-έξι άλλους αποφασίσαμε να ψάξουμε στον Ταΰγετο να βρούμε ένα μέρος που να μας θυμίζει κάπως την πατρίδα. Ήταν τόσο μεγάλη η νοσταλγία και η θλίψη μας. Κι έτσι ήρθαμε εδώ, στη Νέα Λιβερά και αρχίσαμε τη ζωή μας από το μηδέν. Αγώνας και πόνος και ιδρώτας για να μετατρέψουμε λόγγους με άγρια βλάστηση σε καλλιεργήσιμα εδάφη. Όλα με τα χέρια. Και η νοσταλγία τόσο έντονη, που δεν θα φύγει όσο ζούμε.
Ένα χιλιόμετρο από τη Νέα Λιβερά είναι η κωμόπολη Καστορείου (Καστανιά), η οποία εκτός από καφενεία και κανά δυο μπακάλικα δεν είχε άλλα καταστήματα. Για να κάνει κάποιος όλες τις άλλες βασικές προμήθειες, τόσο στην Καστανιά, όσο και στα διπλανά χωριά, έπρεπε να πάει στη Σπάρτη (21 χιλιόμετρα απόσταση) το πρωί με το λεωφορείο και να γυρίσει το βράδυ. Εμείς, αμέσως μόλις σταθήκαμε στα πόδια μας, επειδή αρκετοί από εμάς ήσαν έμποροι και τεχνίτες, ξεκινήσαμε στην αρχή, νοικιάζοντας στην Καστανιά μικρά μαγαζάκια ο καθένας ανάλογα με την πείρα του, να δραστηριοποιούμαστε και να καλύπτουμε τις ανάγκες που υπήρχαν. Και σιγά-σιγά παίζαμε όλο και μεγαλύτερο ρόλο στην τοπική οικονομία.
Εγώ, παιδί μου Κωστή, ξεκίνησα με ένα τσαγκάρικο μόνος μου και ύστερα από συνεχές μεγάλωμα της δουλειάς, νοίκιασα το μαγαζί που είμαι τώρα, στο οποίο δουλεύουν 10 άτομα. Έτσι οι ντόπιοι δεν χρειάζεται να πάνε στη Σπάρτη για παπούτσια. Το ίδιο κι άλλοι συγχωριανοί μας.
Ο Θανάσης ο Γεροντίδης άνοιξε εμπορικό με λευκά είδη, υφάσματα, κουβέρτες κ. λ. π. Συνήθως αυτά τα αγόραζαν οι Καστανιώτες μια φορά το χρόνο, στο πανηγύρι του ΑΪ Μάμα, όπου έρχονταν έμποροι από Σπάρτη και Τρίπολη.
Ο Βασίλης Σανταλίδης ξεκίνησε κι αυτός εμπορικό στην Καστανιά, σ’ ένα χρόνο μετακόμισε στην Τρίπολη και σε πέντε χρόνια στον Πειραιά.
Ο Κώστας Πεϊμανίδης άνοιξε εμπορικό κυρίως με στρώματα και παπλώματα και σε δύο χρόνια πήγε στη Σπάρτη. Ο Νίκος Λαζαρίδης άνοιξε καφενείο στο οποίο πρόσφερε, για πρώτη φορά στην περιοχή, και παστέλι δικής του παραγωγής.
Ο Μωυσής Κελεσίδης έκανε μαγειρείο, το οποίο ήταν πάντα γεμάτο, ιδιαίτερα κάθε Δευτέρα που είχαν παζάρι στην Καστανιά.
Ο Γιώργης Τιγκλιανίδης άνοιξε ξυλουργείο.
Ο Χρίστος Μυρίδης διατηρούσε καφενείο-παντοπωλείο μέσα στο συνοικισμό. (Πολύ μεγάλη η προσφορά του, γιατί έκανε πίστωση στους φτωχούς νοικοκυραίους του χωριού).
Και για να μη σε κουράζω άλλο, Κωστή παιδί μου, έχω να σου πω ότι, αν και εγκαταλείψαμε τα πάντα πίσω μας και φέραμε σχεδόν μόνο την ψυχή μας, κάτι που μόνο όσοι έχουν νοιώσει την προσφυγιά θα το καταλάβουν, δεν χαθήκαμε. Καταφέραμε από αποδιοπομπαίοι να δώσουμε ζωή και ανάπτυξη στην κοινωνία, να γίνουμε νοικοκυραίοι και επαγγελματίες με μεγάλη εκτίμηση στην τοπική κοινωνία. Όλα αυτά που σου λέω, να τα πεις στα παιδιά σου και στα εγγόνια σου και σε όλους όσους μπορείς. Αυτό κάνω αυτή τη στιγμή».
Αυτά από τον Λιβερίτη Σάββα Συμεωνίδη στον εγγονό του Κώστα ΑΘ. Γκαβογιάννη.
Ποίημα Γιάννη Κορζή
Το Καστρί
Τα λιγοστά τα σπίτια του, τα σκόρπια δω και κει,
χωριό που πρώτο δέχεται του ήλιου το φιλί
κι απάνω του απλώνεται η όμορφη πλαγιά
που στην κορφή της χτίσανε το κάστρο του παλιά.
Κάστρο που δεν εδέχθηκε την τουρκική σκλαβιά
και πρώτο που αντιστάθηκε σε όλο το Μωριά.
Κάστρο που δεν φοβήθηκε κι αυτόν τον Πορθητή,
το μόνο που δεν γνώρισε του Τούρκου κατοχή.
Την εκκλησούλα τ’ Αγιωργιού επάνω εκεί ψηλά,
μπαλκόνι του Ταΰγετου στην όμορφη πλαγιά.
Σαν ασημένιο πίνακα το κάνουν οι ελιές
και οι μουριές σαν πράσινες του σμάλτου πινελιές.
Λίγο πιο κάτω χαμηλά ο λόφος της θυσίας,
ο λόφος που στο αλώνι του αλώνισαν οι Τούρκοι
της εποχής τα νήπια, τη φύτρα της γενιάς μας,
το πρώτο μας το τίμημα για τη Λευτεριά μας.
Πιο πέρα μια ανθρώπινη κι ολόζεστη γωνιά,
που όνομα της δώσανε «Νέα Λιβερά».
Ένα κομμάτι του χωριού που ζέστανε και πάλι,
ξεριζωμένους αδελφούς απ’ την Πατρίδα μας την άλλη.
«Tι χρειάζεται οπωσδήποτε να συγκρατήσουμε από τη φοβερή εθνική μας καταστροφή των αρχών του παρελθόντος αιώνος; Τα στοιχεία που την ύφαναν ήταν ο βάρβαρος και σκληρός ανατολικός εχθρός, οι αναξιόπιστοι δυτικοί Σύμμαχοι, η ανεπαρκής πολιτική ηγεσία μας και ο φοβερός διχασμός του εσωτερικού μας μετώπου. Τα πρώτα δύο παραμένουν απαράλλακτα ως σήμερα. Ποιος πιστεύει πως οι γείτονες Τούρκοι θα μεταβάλουν την πολιτική που ακολουθούν έναντι του Γένους μας επί 1000 έτη; Ποιος πιστεύει πως μπορούμε να στηριζόμαστε σε συμμαχίες για την άμυνα και σωτηρία μας; Αυτό που μας απομένει είναι η σφυρηλάτηση αρραγούς εθνικής ενότητας ως προς τα παροντικά και τα μελλοντικά μας προβλήματα. Οι διχαστικές έριδες κατατρώγουν τις προοπτικές του Ελληνισμού από την Αρχαιότητα και τα βυζαντινά χρόνια ως και τη νεότερη ιστορία μας. Αν δεν διδαχθούμε από τις αναρίθμητες εκδηλώσεις τους και τα αποτρόπαια αποτελέσματά τους, δεν πρόκειται να δούμε προκοπή».
Θεόφιλος Κουμουτζής
Δείτε επίσης: Την παρουσίαση, με όλες τις φωτογραφίες σε pdf