Σαν τα πουλιά (2/2/1984)
Σαν τα πουλιά πετάξατε στης γης την κάθε άκρη
κι ερήμωσε η γειτονιά και το στενό σοκάκι.
Στο όμορφο τ’ αλώνι μας μπουλούκια τα παιδιά,
τρέχανε και πηδούσανε, θυμάμαι, τι χαρά!!!
Τ’ αλώνι τώρα γκρέμισε και γύρω ερημιά
και ούτε που ακούγεται ενός παιδιού λαλιά.
Πού είστε τώρα φίλοι μου; Ποιους τόπους περπατάτε
και την παλιά μας γειτονιά ποιος ξέρει αν τη θυμάστε!
Στο φίλο μου το μετανάστη
Όταν πετάς ψηλά κι αφήνεις την Ελλάδα
μην το ξεχάσεις πως εδώ εμείς σε καρτερούμε
στο μονοπάτι του βουνού, εκεί ν’ ανταμωθούμε.
Χαράματα μ’ αυγερινό στον ουρανό να λάμπει
και πετεινών λαλήματα να μας ξεπροβοδίζουν.
Κι όταν τ’ αστέρια σβήνουνε, στον ερχομό της μέρας,
να δεις τα’ αγρίμια να γυρνούν τρεχάλα στα λαγούμια.
Να θυμηθούμε τρίστρατα, φαράγγια να διαβούμε,
να περπατήσουμε πλαγιές, στις ράχες ν’ ανεβούμε.
Να νιώσουμε τη μυρουδιά του έλατου, του πεύκου.
Δε θα σταθούμε και πολύ στις λάκκες με τους κέδρους,
μη και κατέβει του τσαγιού το άρωμα και σμίξει
μ’ αυτό των κέδρων τ’ άρωμα και όλους μας μεθύσει.
Ξενιτεμένε φίλε μου! (Χριστούγεννα 1986)
Την κάρτα σου την πήραμε με τις πολλές ευχές
για τα καλά Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά.
Σαν κοίταζα τα άλογα να σέρνουνε τη σούστα
στο χιονισμένο δρόμο,
οι θύμησες ζωντάνεψαν στο νου μου οι παλιές.
Το χιονισμένο σκέφτηκα τ’ αξέχαστο Καστόρι
που τις χιονιές επαίζαμε στην όμορφη πλατεία
και σαν ταμπούρι είχαμε το τότε σιντριβάνι.
Μετά την νίκη, νικητές και νικημένοι, όλοι,
τρεχάλα για την κρέμαση του μύλου του Αι-Μάμα.
Να δούμε τα πελώρια που κρέμονταν κρουστάλλια.
Καθένας μας θα έκοβε και ένα από τα μικρά,
που άλλα όπλα κάναμε και άλλα για σπαθιά.
Και πάλι μάχη άρχιζε, μα τέλειωνε γοργά,
γιατί τα όπλα σπάζανε…στα χέρια παγωνιά
Και τέλος όλοι τρέχαμε να πάμε στις κορύτες
να πιούμε τ’ αχνιστό νερό του Αι-Μάμα.
Σ’ ευχαριστώ που μου ‘στειλες την όμορφη καρτούλα
που μ’ άνοιξε την πιο όμορφη του νου μου την πορτούλα.