Σκανταλομάγκουρα και σκαντάλια:
Όταν, πιτσιρικάδες, στήναμε πλάκες για να πιάσουμε το καταχείμωνο κανένα κακομοίρικο τσόνι ή σπουργίτι ούτε που πέρναγε από το μυαλό μας πως ο όρος σκανταλομάγκουρα έχει αρχαιοελληνική προέλευση.
Και σκανταλομάγκουρα, για τους μη γνωρίζοντες, είναι το στήριγμα της πλάκας με τα σκαντάλια του, μικρά ξύλα που συνδέονταν μεταξύ τους και το ένα ακούμπαγε στην πλάκα και το στύλο ενώ το άλλο έπαιζε το ρόλο του δολώματος. Όταν το πουλί αγγίζει το δολωμένο σκαντάλι, εκείνο αναπηδά πέφτει η πλάκα και το ζώο παγιδεύεται. Είναι δηλαδή το ελατήριο της παγίδας που αλλιώς ονομάζεται πάσσαλος ή ρόπτρο.
Στην αρχαία ελληνική γλώσσα λοιπόν όλη αυτή η κατασκευή ονομαζόταν σκανδαλόληθρονκαι σκάνδαλον.
Ζωρός
H τοποθεσία Ζωρός στον Καστανιώτικο κάμπο, ενώ ηχητικά παραπέμπει στο συμπαθή μασκοφόρο προστάτη των φτωχών, μάλλον σχετίζεται με τον οίνο ή το πιθανότερο με την απορροή των υδάτων.ζωρός= ο άκρατος, ο καθαρός, ο αμιγής, ο χωρίς νερό οίνος.
Η λέξη συναντάται στον Όμηρο (8ος αι. π.Χ.) (ζωρόν δέπας= ποτήρι με άκρατο οίνο, ζωρότερον δε κέραις= αναμίγνυε τον οίνο με λιγότερο νερό). Μετά τον Όμηρο η λέξη κατάντησε να σημαίνει αυτόν που πίνει πολύ, που μεθάει.
Στον Πλούταρχο (1ος αι. μ.Χ.) η λέξη έχει την ακριβώς αντίθετη σημασία, δηλ. οίνος αναμεμιγμένος με νερό.ζωροποτέω= πίνω άκρατον οίνο, ζωροπότης= ο μέθυσος και τέλος ζωρύαι (αι)= πιθανόν τα αυλάκια ή η τάφρος για την απορροή των υδάτων.
Πηγή: λεξικό H. LIDDELL, R. SCOTT.
Βραχιάστηκα (βραχιάζομαι)= βρίσκομαι στην άκρη του βράχου και δεν μπορώ να πάω ούτε μπρος ούτε πίσω για να σωθώ. Κατ’ αρχήν η λέξη χρησιμοποιούταν για τα κατσίκια ή τα γίδια που σκαρφάλωναν σε απόκρημνα βράχια για να βρουν τροφή.
Μερικές φορές το ζωντανό δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω, να κάνει δεξιά ή αριστερά γιατί κινδύνευε να γκρεμοτσακιστεί στην κυριολεξία. Αν το εύρισκε και το έσωζε ο τσοπάνης, καλώς. Διαφορετικά έμενε βραχιασμένο για μέρες και ή το εύρισκαν οι λύκοι ή ψόφαγε από την πείνα.
Η λέξη βραχιάζομαι χρησιμοποιείται και για τους ανθρώπους. Μας διηγιόταν η θεια Ελένη η Τζαμούραινα, πως, όταν ήταν νέα, στη Βορδώνια, σκαρφάλωσε στην καρυδιά για να τινάξει καρύδια, παρασύρθηκε καθώς ήταν ταμαχιάρα και δουλευταρού και ανέβαινε όλο ψηλότερα. Βραχιάστηκε σε μια κλάρα ψηλά, δεν μπορούσε να κάνει πίσω και τρόμαξε να κατεβεί σε ασφαλές σημείο, για να σωθεί.
Σκαμνί: νόμισα πως ανακάλυψα την Αμερική, όταν διάβασα στο βιβλίο του Τρ. Ευαγγελίδου “Η παιδεία επί Τουρκοκρατίας” πως η λέξη σκαμνί προέρχεται από το μεσαιωνικό συκαμίνιον, επειδή το έφτιαχναν από ξύλο μουριάς (συκαμινιάς). Μάλιστα το ανακοίνωσα με καμάρι στους πιο κοντινούς μου ανθρώπους.
Αλλά φευ!!! Ακολουθώντας τη συμβουλή “καλού κακού πάρτε κι ένα γάτο” αναζήτησα το λήμμα, στο λεξικό Μπαμπινιώτη, στο λεξικό του Ινστιτούτου ΝΕ Σπουδών, και στο λεξικό Liddel Scott.
Εκεί λοιπόν σαφέστατα φαίνεται πως η λέξη σκαμνί (= απλό ξύλινο κάθισμα χωρίς στήριγμα για την πλάτη), προέρχεται ετυμολογικά από τη μεσαιωνική λέξη σκαμνίον, η οποία με τη σειρά της προέρχεται από το λατινικό scamnum (= βάθρο, σκαμνί).
Τελικά η επιπόλαιη (παρ)ετυμολόγηση των λέξεων δεν είναι μόνο πράξη λανθασμένη αλλά και επικίνδυνη για τη γλώσσα μας επειδή scripta manent (=τα γραπτά μένουν).
Γάιδαρος (όνος): και οι δύο ονομασίες αποτελούν δάνειες λέξεις.
Η αρχαία λέξη όνος προέρχεται από τη Σουμεριακή λέξη anšụ. Σημειώνεται ότι η λέξη όνος μαρτυρείται ήδη στα Μυκηναϊκά χρόνια.
Η δε νεότερη ονομασία γάιδαρος (από μεσν. γαϊδάριον) ανάγεται στο αραβικό ga(i)darπου σημαίνει σκληρότητα, καταπίεση, αυτήν που ασκούσαν οι άνθρωποι συχνά σ’ αυτό το ζώο τόσο που να γραφεί και να παρετυμολογηθεί η ονομασία του από το “αεί δέρεσθαι”(που πάντα τον δέρνουν) (λεξ. Μπαμπινιώτη).
Σημ: για όσους αγαπούν την καθαρεύουσα, υπάρχει η έμμετρη, διδακτική και σατιρική αφήγηση “Η φυλλάδα του τιμημένου γαϊδάρου” ή “Γαδάρου, λύκου κι αλεπούς αφήγησις ωραία”.
Στην Καστανιά ο γάιδαρος λεγόταν και βασταγούρι από τη μεσαιωνική λέξη βασταγός (=γάιδαρος) επειδή μετέφερε βάρη, (βαστάγι =μπόγος).
Διασελίζω=ακονίζω τα δόντια του πριονιού μου έναένα, ώστε το 1ο να κλίνει στα δεξιά το 2ο στα αριστερά, το 3ο στα δεξιά κ.ο.κ. σχηματίζοντας έτσι ένα οδοντωτό αυλάκι.
Το ρήμα παράγεται από τη σύνθετη λέξη δια+σελο που είναι το διάστημα ανάμεσα στα άκρα της σέλας.
Κατά τον Ανδριώτη διάσελο είναι το πέρασμα της κορυφογραμμής. Κατά τον Ελευθερουδάκη η διασέλα ή το διάσελο είναι ιδιωματική λέξη και δηλώνει τον αυχένα που συνδέει δύο κορυφές όρους ή λόφων.
Κατά τον Μπαμπινιώτη είναι το μονοπάτι που αποτελεί δίοδο μεταξύ βουνών (κλεισούρα, δερβένι). Μεταφορικά σημαίνει το μεταίχμιο: “στης ιστορίας το διάσελο, όρθιος ο γιος πολέμαγε” Νικηφ. Βρεττάκος.
Στην κοινότητα του Μυστρά υπάρχει χωριό Διάσελο και στο χάρτη της Λουσίνας τοποθεσία Λυκοδιάσελο.
Η λέξη έχει λατινική προέλευση (sella= κάθισμα) γιατί οι αρχαίοι Έλληνες δε χρησιμοποιούσαν σέλες. Οι σέλες για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκαν στο ρωμαϊκό στρατό.
Θεοδώρα Πελεκάνου Δαρειώτη, φιλόλογος